Στην ζωή μας δεν υπάρχει πια μύθος.
Με λαχτάρα κατέβηκα
απ’ το αεροπλάνο της ΔΕΛΤΑ στο Ε.
Βενιζέλος, πάτησα ελληνικό έδαφος. Στο αεροδρόμιο άλλαξα αεροπλάνο πήρα ένα ελικοφόρο όπου μ’
έφερε στην Κεφαλονιά, όλα γύρω μύριζαν παιδικές αναμνήσεις, μύριζαν καλοκαίρι, μύριζαν γαλάζια θάλασσα. Εκεί ψηλά
στο βουνό στους πρόποδες της Αγίας Δυνατής το χωριό μου, τα Μαρκάτα Πυλάρου
Κεφαλονιάς με περίμενε το σπίτι μου το πατρικό.
Όχι δεν έμενε
κανένας μέσα, όλοι αυτοί που ονειρευόταν μια φορά να γίνει το σπίτι αυτό
η βάση της οικογενείας είχαν φύγει για το τελευταίο τους ταξίδι. Θα μου πείτε
εγώ τι γυρεύω μετά από τόσα πολλά χρόνια απουσίας να έρχομαι να ξεσκονίζω
αναμνήσεις αυτές που είχαν χωθεί κάτω απ’ το χώμα, λες και ήταν αρχαιολογικός
θησαυρός; Ούτε κ εγώ ξέρω το γιατί, ίσως να υπάρχει μια αόρατη δύναμη, μια
έλξη, να μας τραβάει η γη που γεννηθήκαμε, μια τοπικιστική νοσταλγία.
Η πόρτα έσκουξε
καθώς την άνοιξα λες και ήταν αγριόγατα, όμως μετά με γνώρισε και μου έκανε
μέρος να περάσω. Έδιωξα τις σφαλαγγουδιές, ξεσκόνισα λιγάκι, κουρασμένος
ξάπλωσα στο καναπεδάκι, στ’ αυτιά μου ακόμα ηχούσε η βοή του αεροπλάνου, τα
τρεχάματα της πολυκοσμίας της Νέας Υόρκης.
Όχι, ακόμα αν και καλοκαίρι δεν έκανε ζέστη, ένας δροσερός μαΐστρος
ξεμπούκαρε απ τον κόλπο του Μύρτου και με δρόσιζε τόσο πολύ ώστε χρειαζόμουν κουβέρτα.
Είπα κι εγώ ευκαιρία τώρα, μόνος είμαι
ας πάω να ξεθάψω τίτλους ιδιοκτησίας, για αυτά τα ερείπια που άφησε ο σεισμός
να με πληροφορήσουν για τους νέους φόρους τουλάχιστον να μάθω τι γίνεται. Από
εκεί και πέρα αρχίζουν τα μαρτύρια λες και ήμουν ο Άγιος Αντώνιος, που όμως δεν ήμουν, αλλά ένας
απλός νοσταλγός, ένας απλός Έλληνας.
Ο ένας μ’ έπιανε ο
άλλος με άφηνε, χαρτί εδώ, χαρτί εκεί, σφραγίδες, κόντρα σφραγίδες, υπογραφές,
νούμερα, με ξανα-βάφτιζαν αναλόγως ποιο πρόσωπο σκεφτόταν η γραμματέας, αυτή
που μου έκανε την αίτηση, όταν της εξέθετα την υπόθεσή μου, όταν της μιλούσα.
Έτσι όταν τελείωσα, που
δεν τελείωσα κι ας νόμιζα ότι είχα
τελειώσει, έφυγα με λειψό σε γράμματα επώνυμο, ως ανύπαντρος, επίσης και με άλλο όνομα πατέρα,
έφριξα, με διαφορετικό g-mail προς στιγμή δεν το αντιλήφτηκα πλήρωσα, μετά σκέφτηκα τι απόφαση να πάρω, να
τα χτυπήσω κάτω και να φύγω, αλλά ας ηρεμήσω, ας περιμένω καλύτερα, έτσι απλώς
αντέδρασα διαμαρτυρήθηκα, τόλμησα
να ρωτήσω μα γράφεται λάθος το όνομα του πατέρα μου, δεν τον λέγανε Ιωσήφ!
Έλα καημένε μη
χολοσκάς δεν θα το προσέξει κανείς, τώρα που να κάτσω να κάνω την αίτηση απ’ την αρχή; Κάνει και
ζέστη, περιμένουν κι άλλοι στην σειρά, έρχονται και γιορτές, δεκαπενταύγουστος βλέπεις,
μετά θα πάρει αρκετές μέρες, να το
ξαναγράψω απ’ την αρχή και μετά πρέπει να ξανα-πληρώσεις. Ένα χάος άνοιξε
μπροστά μου, είδα σε τι λαβύρινθο είχα πέσει από όπου δεν υπήρχε το νήμα της
Αριάδνης.
Τότε πήρα θάρρος τόλμησα
να ρωτήσω αυτόν που ήταν καθισμένος πίσω απ’ τα σύρματα στον γκισέ από πότε
αρχίζει το φορολογικό έτος, από τον
Αύγουστο 2014, σημαδιακή μέρα, ή απ τον
Ιανουάριο 2015, έτσι για να ξέρω, πιο χρονικό διάστημα αντιπροσώπευε ο φόρος
που πλήρωσα; όλοι με κοίταξαν λες και
είχα κατεβεί απ’ τον Άρη, μου απήντησαν με ένα ευγενικό χαμόγελο. Δεν ξέρω, δεν ξέρω,
δεν ξέρουμε. Τους κοίταξα κι άνοιξα τον στόμα μου σαν χαζός, πήρα μια βαθιά
ανάσα και κατέβηκα τις σκάλες, βγήκα στο πεζοδρόμιο κι έτρεξα να προλάβω το
μοναδικό λεωφορείο που θα μ’ έφερνε στα Μαρκάτα κι αυτό κάθε δεύτερη μέρα.
Τέτοια ο﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ςι ςάγονη γραμμή
λες και ήταν τα σύνορα με το σιδηρούν παραπέτασμα, που όμως κι αυτό δεν υπάρχει πλέον. Αισθάνθηκα
αδύναμος μπρος σε ένα αδιαπέραστο γραφειοκρατικό χάος. Αλλά πάλι σκέφτηκα ίσως να νόμιζαν ότι θα ήμουν συλλέκτης χαρτιών, με
φόρτωσαν με ένα σωρό κόλες χαρτιά τα περισσότερα πολύχρωμα, θαλασσιά με
ημερομηνία λήξεως 60 ημέρες, και με την αγγελία αν δεν προλάβεις να εξυπηρετηθείς, να ξανάρθεις να σου βγάλουμε άλλο πιστοποιητικό
και φυσικά θα ξανα-πληρώσεις, ή θα φταις
εσύ ή η κακιά σου τύχη.

Έχω ένα χαρτοφύλακα,
που μου τον έκαναν δώρο στην Νέα Υόρκη, τον κοίταξα με πόνο, δάκρυσα από ανημποριά
για το πόσο διαφορετικά υπολόγιζα την εξυπηρέτηση του συστήματος προς έναν απλό
πολίτη. Τον γέμισα κόλες χαρτιά, με
σφραγίδες, με εξωτικά ονόματα, με πολύχρωμα χαρτόσημα έτσι όπως ήθελαν αυτοί
και ξεκίνησα άπρακτος το ταξίδι του γυρισμού στα ξένα. Ε! σήμερα είμαι πιο πλούσιος σε εμπειρίες, πιο
πλούσιος σε χαρτιά, σε αποδείξεις, σε
περγαμηνές, αλλά όχι αρκετά πλούσιος για να πληρώνω, έτσι αποφάσισα να ρωτήσω
τον εαυτόν μου, να πάρω μια δεύτερη γνώμη, αυτή που έχω κάθε δικαίωμα
να ξέρω, όμως είναι αυτή που μου καίει τα σωθικά ντρέπομαι να την πω μήπως
παρεξηγηθώ, αλλά θα την πω!
Άραγε αξίζει τον
κόπο, να θέλω να επιμένω ελληνικά;
Ομολογώ ότι δεν ξέρω
την απάντηση, αυτή την αμφιβολία θα την πάρω μαζί μου και θα με ακολουθεί έως
το τέλος.
Τελικά κατάλαβα ότι ο άνθρωπος που γεννιέται Έλληνας τελειώνει σαν Έλληνας έτσι όπως γεννήθηκε.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης