Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Ενσταντανέ από Νέα Υόρκη







Ενσταντανέ από τη Νέα Υόρκη.
Φίλοι μου, παραθέτω μερικές φωτογραφίες από μια φιλική συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στην Αστόρια Νέας Υόρκης, η οποία άρχισε με μια γνωριμία μέσω διαδικτύου, από Βενεζουέλα και Αθήνα, η οικογένεια Δουκάκη, επισκέφθηκε μέσω Βοστόνης τη Νέα Υόρκη. Ο Στράτος η σύζυγος του Αλεξάνδρα, ο υιός του Αλέξανδρος. Από τη Νέα Υόρκη η συγγραφέας Υιώτα Στρατή με τον Σύζυγο της Δημήτρη και ο υποφαινόμενος Γαβριήλ Παναγιωσούλης με την σύζυγό του Ορτένσια. Δαμάσαμε τον χρόνο μας ώστε να μπορέσουμε να βρεθούμε σε μια συνάντηση γεμάτη ζεστασιά φιλική ατμόσφαιρα και ειλικρίνεια. Τέτοιες συναντήσεις συσφίγγουν τους διαδικτυακούς χειριστές, ανοίγοντας καινούργιους ορίζοντες σε ένα κόσμο όπου κάθε μέρα που περνά γεννιούνται νέες φιλίες, νέες γνωριμίες και ο κάθε ένας μας αισθάνεται σα να κατάκτησε το σύμπαν κι έφερε τον κόσμο ολόκληρο στην παλάμη του.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

En la foto, la Sra. Hortensia Panagiosouli da la bienvenida con un brindis a la familia Stratou Doukaki que llegó desde Grecia, y a los Sres. Yiota y Dimitri Strati, de Nueva York.


Πρώτη φωτογραφία, Η Ορτένσια Παναγιωσούλη καλωσορίζει στη Νέα Υόρκη με ένα εβίβα τους αγαπητούς μας φίλους, Στράτο, Αλεξάνδρα, Αλέξανδρο Δουκάκη, από Ελλάδα. Υιώτα και Δημήτρη Στρατή από Νέα Υόρκη.




Δεύτερη φωτογραφία, Ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης, η Υιώτα Στρατή, ο Στράτος Δουκάκης.




Τρίτη φωτογραφία, Ορτένσια και Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Στράτος και Αλεξάνδρα Δουκάκη, Υιώτα και Δημήτρης Στρατής

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

Ο ήλιος της Πυλάρου, εξακολουθεί ν' ανατέλει



Για άλλη μια φορά διάβηκα το κατώφλι του νέου χρόνου, έτσι θεωρώ καθήκον μου να αφιερώσω το παρόν, στο μέρος που γεννήθηκα, στο μέρος που πρωτάνοιξα τα μάτια μου, τιμής ένεκεν.

Ο ήλιος της Πυλάρου, εξακολουθεί ν’ ανατέλλει.

Ο ήλιος μου, όχι, δεν είναι ο ίδιος με του γείτονα, αυτός είναι ο δικός μου ήλιος, είναι αυτός που βγαίνει δειλά, δειλά πίσω απ’ τη οροσειρά του καλόν-όρου, ακριβώς απέναντι απ’ τα Μαρκάτα, απ’ το παράθυρό μου, το παράθυρο του πατρογονικού μου σπιτιού, εκεί όπου πρώτο-ανάπνευσα, είναι αυτός που με θάμπωνε κι έκλεινα τα μάτια μου, όταν ευτυχισμένο μωρό θήλαζα της μάνας μου το γάλα, είναι αυτός, που με θώπευε με τις ακτίνες του στα κρύα του χειμώνα, είναι αυτός που μεγαλώσαμε μαζί. Είναι αυτός που χρύσωνε τις θημωνιές, είναι αυτός όπου ωρίμαζε τα στάχυα. Είναι αυτός που κλαίγαμε μαζί όταν κρυβόταν πίσω απ’ τα σύννεφα, είναι αυτός όπου με το φως του έμαθα γράμματα, είναι αυτός όπου μου δώρισε κι εξακολουθεί να μου δωρίζει την σκιά μου, την ποιο πιστή σύντροφο της ζωής μου, είναι αυτός που με περιμένει να με ξαναδεί κάθε καλοκαίρι. Να χαρώ τα βουνά, τη θάλασσα, τον κάμπο, τις πέτρες, να μαζέψω λουλούδια, να τρέξω, να ιδρώσω, και τελευταία να με πάρει στην αγκαλιά του, τρέχοντας προς τη δύση, να μετρώ όπως τότε την απόσταση από την απέναντι βουνοκορφή πρώτα με την οργιά, μετά με τη σπιθαμή, μέχρι να δύσει, να χαθεί, να κοιμηθούμε μαζί στης νύχτας την αγκαλιά. Είναι τόσο δα λίγο αυτό που ζητώ, μια απλή σύνδεση με τα περασμένα, ένας άκοφτος ομφάλιος λώρος, ο ήλιος της Πυλάρου, ένα αιώνιο φωτισμένο μονοπάτι ελπίδας, όπου κάποτε μωρό μπέρδευα τα όνειρά με την φαντασία πλέοντας με βάρκα, στο λευκό ποτάμι του γαλαξία της νύχτας.

Τα πρώτα βήματα…

Το πάτωμα του σχολείου ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες σανίδες με ρόζους, έμοιαζαν με παπαρούνες απλωμένες σε βρώμικο κάμπο από τα παιδικά πατήματα, που όμως άνθιζαν λουλούδια. Η έδρα του δασκάλου ήτανε στην αίθουσα που είχε παράθυρο προς τον Μαΐστρο, εκεί πάνω σ’ ένα βάθρο ένα παλιό τραπέζι επάνω το μελανοδοχείο με μελάνι φτιαγμένο από φύλλα παπαρούνας με τη βοήθεια του ήλιου, η πένα και το πενάκι για αλλαγή. Πιο εκεί κάτι σα μισοφέγγαρο, το στυπόχαρτο. Η πλάκα με το κοντύλι σε μια σάκα πάνινη κρεμόταν στην πλάτη μου.

Οι πρώτες εικόνες…

Απ το ύψωμα του χωριού βλέπαμε τους ανεμόμυλους να γυρίζουν χαρούμενοι τα πάνινα φτερά τους πάντοτε ενάντια στην κατεύθυνση του αέρα. Οι χωριανοί θέριζαν τα χρυσά στάχυα, τα έδεναν σε θημωνιές, τ’ αλώνιζαν με άλογα στο πέτρινο αλώνι και με δικράνια έβγαζαν τ’ άχερα στη πνοή του δροσερού Μαΐστρου, έτσι μετέφεραν το σιτάρι στους ανεμόμυλους για να γίνει αλεύρι.
Θυμήθηκα και το τραγουδάκι που λέγαμε.
«Κάτω στην άκρη του χωριού που ο μύλος μας γοργά γυρνά, εκεί είναι και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό. Εκεί πρωτάνοιξα το φως τα μάτια μου και τη χαρά και είμαι σαν ένας αδελφός με τ’ άλλα του χωριού παιδιά»…

Το τέλος,

Μετά ήρθε ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός, το χάος, το τέλος της παιδικής ηλικίας.


Το ζητούμενο,

Σήμερα δεν ζητώ τίποτα απ’ τη ζωή, μόνο λίγη νοσταλγική παιδική αθωότητα με τον ίδιο ήλιο, αυτή που μου έκλεψαν, αυτή που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


New York

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

Πρωτοχρονιά στο πέλαγος,


Πρωτοχρονιά στο πέλαγος,
Και του χρόνου στα σπίτια μας…
Ήταν ένα βαπόρι τύπου Λίμπερτι αμερικανικής κατασκευής, είχαν αλλάξει σημαία από αμερικανική σε Λιβερίας και το πλήρωμα που είχε μπαρκάρει πριν από εμένα ήταν όλοι έλληνες φερμένοι από την Ελλάδα. Εγώ έπιασα το βαπόρι στη Νέα Υόρκη. Το όνομα του S/S “Elizabeth H” Το είχαν μετατρέψει σε δεξαμενόπλοιο. Φορτώσαμε στάρι από τη Νέα Ορλεάνη, για βόρειο Γαλλία, Χάβρη κι από εκεί, αφού έπλυναν τις δεξαμενές φορτώσαμε μελάσες ένα υγρό βαρύ, με μια απαίσια μυρωδιά πάλι για Νέα Ορλεάνη.
Οι περισσότεροι ναυτικοί, ήταν από το Περαχώρι Ιθάκης, πολλοί από Αστυπάλαια, από Σύρο, από Ύδρα, Κίμωλο, Χαλκίδα, δυο αδέλφια από την Νότια Πελοπόννησο, κι εγώ ο μοναδικός Κεφαλλονίτης.
Μια πλωτή κιβωτός όπου ο κάθε ένας μας ήταν κλεισμένος στον εαυτόν του, στα αγαπημένα του πρόσωπα, σε αυτά που περίμεναν τον αιώνιο οβολό για να συνεχίζουν να υπάρχουν. Παραμονή πρωτοχρονιάς μαζεμένοι στο καπνιστήριο όσοι δεν είχαν βάρδια ξαναζωντάνευαν τα έθιμα με το παιχνίδι 31 που είχε φουντώσει για καλά, η ώρα περνούσε, ο καμαρότος έφερε ξηρούς καρπούς, σταφίδα και πιοτό, όλοι μασουλάγαμε κάτι, ο μάγειρας είχε φτιάξει κουραμπιέδες, μελομακάρουνα.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε ο πλοίαρχος από τη γέφυρα, ο καπετάν Κουκιάς από τη Σύρο, μας χαιρέτισε κάθε έναν προσωπικά με μια ευχή. Χρόνια πολλά και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά. Ο αέρας του Ατλαντικού βούιζε σα δαιμονισμένος, τα κύματα έσπαγαν τα μούτρα τους στην κουβέρτα, κι εμείς εκεί σκαμπανεβάζαμε με το σκαφίδι μας πέφτοντας στις υδάτινες χαράδρες. Ελάτε όλοι να κόψουμε και τη βασιλόπιτα, είπε ο καπετάνιος, πράγματι κόπηκε η πίτα, μου έτυχε το φλουρί, το αντίτιμο μια χρυσή λίρα Αγγλίας, μου έδωσαν $10.
Και του χρόνου στα σπίτια μας, ήταν η ευχή του καπετάνιου και όλων μας. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πολλά, πάρα πολλά, μέχρι που χάθηκαν τα χρόνια, χάθηκαν τα σπίτια μας. Ποιος να φταίει; η θάλασσα η ξελογιάστρα; ο ωκεανός; οι καταστάσεις; ο χρόνος; η φτώχια; Από το πλήρωμα ένα παιδάκι αμούστακο από την Ιθάκη δεν πρόλαβε να γυρίσει, πνίγηκε στον Ειρηνικό ωκεανό, στο Ελ Σαλβαδόρ όταν μετά το φαγητό βούτηξε για μπάνιο κι έμεινε.
Όλοι οι υπόλοιποι χαθήκαμε στην αγκαλιά του χρόνου, ποιος ξαναβρήκε το σπίτι του, δεν μπορώ να ξέρω, σε αυτό το πλοίο υπηρέτησα ένα χρόνο, μετά έφυγα στο Baton Rouge Louisiana κι από εκεί ως ναυτικός για Νέα Υόρκη, στη μνήμη μου όμως έμεινε η ευχή του γυρισμού να παραδέρνει μόνη της και μετά να χάνεται να βουλιάζει στον ατλαντικό. Απέμεινε στη μνήμη μου, η σκιά του μάγειρα που νιόπαντρος είχε αναγκασθεί να μπαρκάρει, σε τέτοιες χρονιάρες μέρες μόνος του, σκυθρωπός, αποτραβηγμένος από τους υπόλοιπους ούτε μίλαγε, ούτε άκουγε, ούτε έπαιζε. Απέμεινε η ανάμνηση της συντροφικής θαλπωρής στη μέση του ωκεανού, με γυρισμένα τα βλέμματα μας πίσω στην πατρίδα με δακρυσμένα μάτια, ευχόμενοι να πραγματοποιηθεί η ευχή, είμαστε αιχμάλωτοι του ωκεανού, προς στιγμή δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Και του χρόνου στα σπίτια μας αδέλφια. Ένα κύμα πιο χοντρό από τ’ άλλα ταρακούνησε το βαπόρι, ακούστηκε να τρίζει, σηκωθήκαμε όρθιοι ανοίξαμε τα πόδια μας για ισορροπία, απ’ την βαλβίδα του καλοριφέρ μας, ξέφευγε μια αραχνοΰφαντη ασημένια κλωστή ατμού και τσίριζε για να μας υπενθυμίσει ότι να, η καρδιά (του βαποριού) εξακολουθεί να χτυπά. Έτρεξα στο πλωριό αριστερό δωμάτιο του κομοδέσιου και ξάπλωσα, έβαλα αντιστύλι τα πόδια μου στον σκελετό του κρεβατιού για να μην με πετάξει κάτω, άναψα το φωτάκι, πήρα την Ανάσταση του Τολστόι διάβασα μερικές σελίδες μέχρι να με πάρει ο ύπνος, ονειρεύτηκα σαν να ήμουν ένας πιγκουίνος που λικνίζεται στα κύματα, κάτοικος του υγρού στοιχείου, κάτοικος της θάλασσας…
Και του χρόνου στα σπίτια μας, έμεινε η βοή της ευχής του πλοιάρχου στα αυτιά μου, μια ευχή όπου έμεινε αιωρούμενη, που χάθηκε στου ατλαντικού την απεραντοσύνη, μέχρι που και τα σπίτια μας χάθηκαν κι αυτά…


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

Η φωτογραφία στο s/s “Elizabeth H” όλοι οι συνάδελφοι φίλοι στο πέλαγος διασχίζοντας τη νοητή γραμμή του τροπικού του καρκίνου, ταξιδεύοντας για Κούβα.
Είμαι- στη μέση της σωσίβιου κουλούρας…

Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Τα πρώτα μου Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη:


Τα πρώτα μου Χριστούγεννα στη Νέα Υόρκη:


Όταν θεωρείτο (ακόμα θεωρείται) έγκλημα η αναζήτηση εργασίας χωρίς άδεια.


Ήταν Νοέμβρης στη Νέα Υόρκη, ο μήνας όπου άρχιζαν οι χειμωνιάτικες εορτές, το φαγητό στα κρατητήρια στο νησί του Έλλις το οποίο βρίσκετε στο στόμιο του λιμανιού της Νέας Υόρκης, είχε τα κακά του χάλια. Την ημέρα των ευχαριστιών μας σερβίρισαν, μια ψωμισμένη γέμιση γαλοπούλας με ένα κομμάτι κρέας της, πατάτα πουρέ, και ένα κόκκινο ζελέ ‘cranberry’ με μια γλυκόξινη γεύση. Έμοιαζε σα να έτρεμε. Πρώτη μου φορά το δοκίμασα, μου άρεσε. Ήρθαν διάφοροι κήρυκες ευαγγελιστές που μας παρότρυναν να διαβάζουμε την αγία γραφή, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους κήρυκες της εκκλησίας της χριστιανικής επιστήμης, -Christian science- ερχόταν τακτικά μας έφερνα βιβλία, πολλά και μας δίδασκαν την πίστη και τον βίο της ιδρύτριας της, Mary Baker Eddy
Την δεύτερη φορά που έφαγα γαλοπούλα κάτι τι παρόμοιο ήταν στην καφετέρια των 57 δρόμων στο Μανχάταν, ήμουνα μόνος, ξέμπαρκος μετά από πολλά χρόνια μην έχοντας που να περάσω την ημέρα των ευχαριστιών, να σκοτώσω την ώρα μου, έκανα οπτική παρέα μόνο παρατηρώντας τους υπόλοιπους μονάχους συνήθως ηλικιωμένους καθώς τρεμούλιαζαν τα μαχαιροπήρουνα στα χέρια τους..
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο νησί Έλλις. Παραμονές Χριστουγέννων ήρθε ένας έλληνας παπάς, ρώτησε για έλληνες κρατούμενος, κάποιος φώναξε ήρθε να μας μεταλάβει πριν την εκτέλεση. Μαζί του κουβαλούσε και δυο-τρεις κυρίες της φιλόπτωχου.
Μας έφεραν τα παραδοσιακά γλυκά και μας σύστησαν υπομονή παιδιά υπομονή. Πέρασαν και τα Χριστούγεννα, έτσι κρύα, ωμά, μαύρα, χωρίς ελπίδα, χωρίς ελευθερία, χωρίς να αισθανθεί κανένας μας για την επέτειο της γέννησης του θεανθρώπου. Ο έλληνας προξενικός λιμενάρχης της Νέας Υόρκης, μαζί με αντιπρόσωπο της Π. Ν. Ο. (Πανελλήνιος Ναυτική Ομοσπονδία) μας επισκεπτόταν και μας μετρούσαν, μετά η ελληνική αρχή αντιπροσωπευόμενη από τον λιμενάρχη, αντί να μας ρωτήσει αν χρειαζόμαστε βοήθεια, φώναζε κατά μέρος έναν σπιούνο και τον ρωτούσε να μάθει τα πολιτικά μας φρονήματα.
Ήρθε και η πρωτοχρονιά, αποβραδίς ξάπλωσα αλλά δεν μπορούσα να κοιμηθώ, όταν έσβησαν τα φώτα σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα δίπλα από το σίδερο-καγκελόφραχτο παράθυρο. Στην κάτω δεξιά γωνία είχε μια μικρή καθαρή επιφάνεια, κόλλησα το μάτι μου, καθώς έβλεπα απέναντι τους φωτισμένους ουρανοξύστες του Μανχάταν, άρχισα να ονειρεύομαι. Δίπλα μου με παράστεκε το φως της δάδας του αγάλματος της ελευθερίας, όλα αυτά μου έφεραν μια πικρία, αισθάνθηκα τη διαφορά της κοινωνίας, σα να ήμουν ο αποδιοπομπαίος φταίχτης μιας επιφανειακής κοινωνίας όπου έβλεπε στο πρόσωπό μου τον συνωμότη τον επικίνδυνο λαθραίο. Πίσω στην Ελλάδα, αυτοί που απέμειναν περίμεναν την βοήθεια μου, η φτώχεια, τα ερείπια του εμφυλίου σε όλο τους το μεγαλείο, η ελπίδα τους πάνω μου. Παντού έβρισκα κλειστές πόρτες.
Μπροστά μας στα νερά του λιμανιού ήταν φουνταρισμένη η σημαδούρα ναυσιπλοΐας έστελνε έως το παράθυρό μου τα βογκητά της καθώς την ανεβοκατέβαζε το κυματάκι κι αναβόσβηνε ρυθμικά ένα της μικρό φωτάκι. Τα μεσάνυχτα ακούστηκαν οι σφυριξές των βαποριών αυτών που ήταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι της Νέας Υόρκης καλωσορίζοντας τον καινούργιο χρόνο, όπως ήταν το ναυτικό έθιμο.
Ένα παράπονο με έπιασε, ένα τεράστιο γιατί, ένα μίσος για τους ανθρώπους, για την κοινωνία, προσπαθούσα να καταλάβω πως έφθασα έως εδώ, ζαρωμένος στη γωνιά όπως ήμουν θυμήθηκα την επιγραφή στην εκκλησία του χωριού μου.
-Αγαπάτε αλλήλους- δακρυσμένος, έκατσα κατάχαμα κι αποκοιμήθηκα. Ξάφνου άκουσα κλειδιά αλυσίδες τρομαγμένος ξύπνησα, έτρεξα στο κρεβάτι, χώθηκα κάτω απ’ το σκέπασμα με ένα συναίσθημα ανημποριάς.
Ήταν ο φύλακας που με ένα ρόπαλο στο χέρι χτυπούσε το σκελετό του κρεβατιού φωνάζοντας, 5 η ώρα σηκωθείτε, ώρα να κλεισθείτε σε μια κοινή αίθουσα, κάθε ένας που έβγαινε από τα κελιά ακουγόταν κι ένα κλικ, ένας φύλακας στην αρχή της σκάλας πατούσε ένα κουμπί και μετρούσε κεφάλια, κεφάλια που δεν είχαν νόμιμα χαρτιά, ή που είχαν χάσει το βαπόρι τους, ανθρώπινα κεφάλια που τόλμησαν να αναζητήσουν ένα καλύτερο μέλλον, μια δουλειά ένα μεροκάματο, στην τότε χώρα της δημοκρατικής αφθονίας.

Η φωτογραφία είναι παρμένη από την πλώρη ενός ποντοπόρου πλοίου, όπου ήμουν πλήρωμα, φαίνετε ως να έχει σφηνωθεί μέσα στους Αμερικανικούς ουρανοξύστες. Πάντως δε πατούσα σε αμερικανικό έδαφος

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Φύγαμε και όμως Ελλάδα σ' αγαπάμε!

Φύγαμε και όμως Ελλάδα σ’ αγαπάμε!

Οι Έλληνες μαγκουροφόροι συνέλαβαν τον πατέρα του Μάκη, λέγανε ότι θα τον εκτελούσαν. Η χωροφυλακή δεν επέβαινε, σιωπηλά επικροτούσε τις ενέργειες των παραστρατιωτικών δεξιών αποσπασμάτων. Έτρεξαν χωριανοί, φίλοι, η μάνα του Μάκη, τα παιδιά του ξυπόλυτα έκλαιγαν, παρακαλούσαν, αφού τον ξυλοφόρτωσαν σχεδόν ετοιμοθάνατο τον έφεραν στο σπίτι. Στα μάτια τους ήταν ένοχος, γιατί είχε πιο πλατιές ιδέες για την κοινωνία, ήξερε να διαβάζει. Εποχή του εμφυλίου στην Πύλαρο .
Ο Μάκης ανήλικος φοβισμένος κλείσθηκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο από την χαραμάδα του παραθύρου παρακολουθούσε, έκλαιγε κρυφά, η μάνα του, αν και άρρωστη του έδινε θάρρος. Τα μικρότερα αδέλφια του σφιγγόταν πάνω της, η θεια του αναθεμάτιζε την ώρα και τη στιγμή που ο πατέρας του είχε μάθει γράμματα, ήταν απόφοιτος σχολαρχείου, είχε μάθει να διαβάζει. Η θεια βλαστημούσε τα βιβλία.
-Του τόλεγα εγώ, μην διαβάζεις μην παίρνεις εφημερίδα, δεν βλέπεις τι γίνεται γύρω σου; Αλλά ποτέ του δεν με άκουγε, έλεγε κλαίγοντας.


Ο νόμος του δυνατότερου:

Οι δήμιοι μαγκουροφόροι είχαν αφήσει διαταγή αν δεν πεθάνει
μέχρι την επόμενη μέρα πρέπει να φύγει απ’ το νησί.
Οι μαγκουροφόροι ήταν έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι,
έβγαλαν φιρμάνι, αφού διαβάζει δεν είναι ένας από εμάς πρέπει να εξοριστεί.

Η εξορία,

Βρέθηκε ένα καΐκι, για την Πελοπόννησο ο σωτήρας τους,
βρέθηκε ένα άλογο να σέρνει καρότσα, βρέθηκε ένα αχυρένιο στρώμα,
μια βουβή συνοδεία, προς το λιμάνι, η μάνα του και ο Μάκης.
Το καΐκι της εξορίας, το κατάστρωμα για ξάπλα,
τα άρμπουρα χάθηκαν στον κυκλικό ορίζοντα μαζί μ’ ένα παντοτινό αντίο,
πήρε τον πατέρα μακριά, για τους άλλους ένα αμφίβολο αύριο.

Η καινούργια τους ζωή:

Με το πέσιμο του ήλιου γυρίσανε σπίτι, ερημιά,
οι δήμιοι έκοβαν βόλτες απ’ έξω.
Οι κουκουβάγιες φωλιασμένες στα κυπαρίσσια λαλούσαν πένθιμα,
τ’ αστέρια λάμπανε στο νυχτερινό ουρανό,
ο γαλαξίας μας, ξεχώριζε στον ουρανό σαν ποτάμι λευκού γάλακτος
που ρέει από τα στήθη της θεάς Ήρας.
Μάταια ο Μάκης προσευχήθηκε, για μερικές σταγόνες γάλα, για αυτόν είχε στερέψει.
Η ανέχεια άνοιξε τα φτερά της για ακόμη μια φορά. Τούτη τη φορά το μαχαίρι χώθηκε πιο βαθιά βρήκε κόκαλο, άνοιξε πληγές πόνεσε πιο πολύ γιατί ήταν από αδέλφια έλληνες…
Ανήμπορος για να ζήσει παιδάκι, ο Μάκης έφυγε, ήταν η μόνη ελπίδα αυτών που έμειναν.
Τα χρόνια πέρασαν αλωνίζοντας στην ξενιτιά, ο χρόνος έφθειρε τη σάρκα, τα πιο αγαπημένα πρόσωπα έφυγαν για το μακρινό ταξίδι με βάρκα στον Αχέροντα. Τι απέμεινε; Τα σπίτια ερείπια, δένδρα, βουνά, πέτρες, και η Ελλάδα. Ο Μάκης ασπρομάλλης ξαναγύρισε θυμούμενος τα περασμένα, βρήκε μια άλλη Ελλάδα, φιλούσε ότι είχε απομείνει, ακόμα και τα δένδρα, τις πέτρες, τα δάκρυά του πότιζαν το χώμα και ένα αιώνιο παράπονο του έκαιγε τα χείλη. Γιατί;

Γαβριήλ Παναγιωσούλης


Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008

H θυσία του κόκορα:

Η θυσία του κόκορα:


Συνεχίσαμε το ταξίδι μας προς Άντεν Υεμένης, εκεί πλευρίσαμε για καύσιμα μαζούτ και τρόφιμα, ήρθε καινούργιο πλήρωμα μηχανής από Ελλάδα, εργάτες ντόπιοι μπήκαν στο αμπάρι μετατόπισαν το χωματένιο φορτίο, και έφραξαν προσωρινώς τις τρύπες από τα καρφιά που είχαν φύγει, αυτό δεν μπορώ να πω με σιγουριά αν έβαλαν τσιμέντο, ή με κάποια άλλη πατέντα. Μετά ήρθε διαταγή να φύγουν όλα τα ζώα από το βαπόρι, αυτά που είχαν πάρει από την Ινδία, μια ξανθιά μαϊμού κι ένας σταχτής πίθηκος, ξεμπάρκαραν στο Άντεν. Με την ξανθιά μαϊμού δεν είμαστε ποτέ φίλοι, δεν με χώνευε κι όποτε με έβλεπε έτριζε τα δόντια της, αν και ο αφεντικός της (ο υποπλοίαρχος) την είχε δεμένη με ένα κολάρο στο λαιμό κι αλυσίδα στη σκάλα που πήγαινε προς τη γέφυρα. Πολλές φορές την έφερνε για παρέα στο σαλόνι όπου έτρωγαν οι αξιωματικοί, ε! Από εκεί νομίζω άρχισε η εχθρότητά μας, δεν της έδινα σημασία. Ο κόκορας έμεινε στο βαπόρι μαζί με έναν μαύρο γάτο. Φύγαμε από το Άντεν περάσαμε την ερυθρά θάλασσα, το κανάλι του Σουέζ, στο Port Said ήρθε καινούργιο πλήρωμα, ένας καπετάνιος Κεφαλλονίτης κάπως άγριος, ο οποίος έβαλε στο μάτι τον κόκορα.
Κάποτε φτάσαμε στο Ρότερνταμ Ολλανδίας, αφού ξεφορτώσαμε, πήγαμε για δεξαμενή κι επισκευές στο Schiedam, ερχόμενος ο εφοπλιστής μια μέρα μέσα βλέπει τον μαύρο γάτο, ρε μου λέει τίνος είναι ο γάτος; Να το πετάξεις έξω είναι γρουσουζιά. Τον πήρα λοιπόν το βραδάκι τον έβαλα σε ένα τσουβάλι και τον πήγα μερικά τετράγωνα πιο κάτω, τον άφησα ελεύθερο. Την άλλη μέρα πάλι μέσα ο γάτος, κάποιος μου είπε θα τον πας με το τραμ κλεισμένο σε ένα τσουβάλι και θα το ανοίξεις στην πόλη του Ρότερνταμ. Έτσι κι έγινε κατέβηκα από το τραμ με το τσουβάλι, σε μια τεράστια πλατεία το μόνο που θυμάμαι μπλε φώτα με τη λέξη CENTRAL εκεί πιο πέρα είχε ένα άγαλμα παρίστανε έναν άνδρα διαμαρτυρόμενο εναντίον των ναζιστών με τα χέρια ψηλά και το κορμί του κομματιασμένο. Εκεί άνοιξα το τσουβάλι, ο γάτος τόβαλε στα πόδια και χάθηκε.
Μετά πήγαμε στην Bremen Γερμανία για να βάλουν την τουρμπίνα, ανάμεσα στα δυο αυτά κράτη καθίσαμε 4 μήνες. Αφότου τελείωσαν οι επισκευές βάλαμε ρώτα για Κούβα.
Στη μέση του Ατλαντικού μου λέει ο μάγειρας ξέρεις έχω φτιάξει του καπετάνιου ένα ειδικό φαγητό, οπότε θα πρέπει να του το πας στο σαλόνι θα φάει λιγάκι αργά σήμερα. Μάλιστα, εγώ ο ίδιος του πήγα τον κόκορα χωρίς να έχω πάρει χαμπάρι, για να ακούσω του καπετάνιου τα σχόλια, α! πα, πα! Το παλιόπουλο είναι σκληρό δεν τρώγεται.
Στο βαπόρι μέσα υπήρχε ανάμεσα στους ναύτες κι ένας κουβανός ο José Dueñas σε αυτόν αποτάθηκε ο καπετάνιος να σφάξει τον κόκορα, και να τον πάει στον μάγειρα…

Οι Ναυτικές ιστορίες του καιρού εκείνου δεν τελειώνουν ποτέ! Εδώ όμως τελείωσε, αυτή η μικρή ιστοριούλα.



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2008

Εκεί όπου σήμερα είναι η φωλιά των πειρατών:





Εκεί όπου σήμερα είναι η φωλιά των πειρατών

Ταξιδεύαμε στον Ινδικό ωκεανό φορτωμένοι σιδηρομετάλευμα (μινεράλι) λιμάνι αναχωρήσεως Murmagao India. Προορισμός μας Ρότερνταμ Ολλανδία.
Ένα φορτηγό βαπόρι παλαιό στα κακά του χάλια, εποχή των μουσώνων. Βουνά τα κύματα μπροστά μας, μας έπνιγαν, τα φινιστρίνια και οι πόρτες σφαλισμένα, σε κάθε βουτιά της πλώρης στην άβυσσο κρατιόμαστε για να μην πέσουμε κάτω. Πάνω στην κουβέρτα έσκαγαν τα κύματα σα να ήταν βόμβες, ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια λες και ήταν το τέλος του κόσμου. Άυπνοι, κουρασμένοι, προσευχόμαστε, ο κάθε ένας στον δικό του θεό να φτάσουμε σε στεριά. Όρθιοι με τα πόδια ανοιχτά για στήριγμα τρώγαμε κάτι πρόχειρο, αλλά και μέσα μας υπήρχε ο φόβος μην βουλιάξουμε, που όμως κανένας δεν τολμούσε να το πει. Το βαπόρι αν και φορτωμένο η προπέλα ξενέρωνε κι άρχιζε μια τρεμούλα λες και είχε πυρετό. Ξάφνου είδα τον Α! μηχανικό έναν Αργεντινό να τρέχει προς την γέφυρα με ένα χαρτί στο χέρι. Άρχισαν οι διαπληκτισμοί με τον έλληνα καπετάνιο, τι να συμβαίνει άραγε; Γρήγορα μαθεύτηκε τελείωναν τα καύσιμα, είχαμε για μερικές ώρες μόνο.
Έστειλαν τηλεγράφημα, στο γραφείο στη Νέα Υόρκη, ο τηλεγραφητής βραζιλιάνος. Όχι μόνο τελείωναν τα καύσιμα αλλά υπήρχε κίνδυνος να βουλιάξουμε με τέτοια θαλασσοταραχή. Το βαπόρι πάλευε με τα κύματα για 20 συνεχείς μέρες, ήταν με μηχανές παλινοδρομικές, και τουρμπίνα, η τουρμπίνα όμως ήταν χαλασμένη έτσι ταξιδεύαμε μόνο με την παλινοδρομική. Μέγιστη ταχύτητα 5 μίλια την ώρα. Διαταγή ήρθε απ το γραφείο αν τα καταφέρουμε να πάμε να ποδίσουμε σε ένα νησί που ήταν πιο πλησίον μας τη ΣΟΚΟΤΡΑ.
Κατά κακή μας τύχη όπως πλησιάζαμε κάτω από την προστασία ενός βουνού το βαπόρι σκάλωσε σε ύφαλο. Μείναμε εκεί καρφωμένοι μέχρι που τελείωσαν τα καύσιμα. Νύχτωσε. Έγιναν προσπάθειες να ξεκολλήσουμε ανάμεσα σε καυγάδες και φωνές υστερίας, βούλιαξε η μια σωσίβιος λέμβος, που είχαμε ρίξει για να φουντάρουμε την άγκυρα της πρύμης ώστε να βιράρουμε μαζί και η μηχανή όπισθεν, οι ναύτες βρέθηκαν στην θάλασσα, ένας ισπανός που δεν ήξερε κολύμπι φώναζε βοήθεια, του ρίξαμε κουλούρες σωσίβια. Ευτυχώς που η λέμβος αυτή αν και γεμάτη νερό δεν βουλιάζει, έχει πολλά στεγανά, έτσι κατορθώσαμε να την δέσουμε και να την φέρουμε πάλι στο βαπόρι, χάσαμε την άγκυρα μαζί με κάβους. Αλλά αυτή είναι μια άλλη συναρπαστική ιστορία.
Μας πλησίασαν πιρόγες με ντόπιους, αλλά τι να μας πουν ή τι να μας κάνουν, τίποτε.
Εφόσον δεν υπήρχαν καύσιμα δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε κουζίνα ούτε φαγητό, σπάσαμε κάτι παλιές μπουκαπόρτες και ανάψαμε φωτιά με ξύλα, τι να φάμε όμως, ψαρεύαμε, το καλό ότι είχε ψάρια, ούτε δουλειά ούτε βάρδιες. Περάσαμε τη νύχτα στο πόδι, κατά τα ξημερώματα είδαμε το βαπόρι να πλέει, αλλά χωρίς μηχανή τότε ρίξανε την άγκυρα στην θάλασσα αυτό που είχε συμβεί είχε γυρίσει η παλίρροια και μας σήκωσε, έτσι μείναμε αγκυροβολημένοι.
Στην κατάσταση αυτή μείναμε τρεις μέρες, ούτε φαΐ ούτε νερό, νερό βγάναμε με μια χειροκίνητη αντλία από το Deeptank αφήναμε να κατακάτσει η άμμος και μετά πίναμε. Μετά από τρεις μέρες ήρθε ένας ναυαγοσώστης-ρυμουλκό από το ADEN μας πλησίασε, μας είπε να περιμένουμε να πέσει ο αέρας και μετά θα μας ρυμουλκούσε. Εν τω μεταξύ τον παρακαλέσαμε να μας πάει έξω στην στεριά να αγοράσουμε τίποτε ζωντανά για να φάμε. Πράγματι μας έστειλε μια βάρκα πήγα μέσα εγώ ως υπεύθυνος τροφοδοσίας ο έλληνας υποπλοίαρχος και ο έλληνας δεύτερος μηχανικός. Λίγο πριν πατήσουμε το πόδι μας στη στεριά πέσαμε στη θάλασσα γιατί τα νερά ήταν ρηχά. Μας υποδέχθηκε ένας φύλαρχος με αραβικά ρούχα, του εξηγήσαμε ότι θέλουμε να αγοράσουμε κατσίκια, φύγετε μας είπε κι ελάτε αύριο το πρωί, πρέπει να πάμε στα βουνά να τα πιάσουμε. Ένα παιδάκι με πλησίασε, τα μάτια του ήταν γεμάτα μύγες κρατούσε έναν άσπρο κόκορα και μου τον πρόσφερε τον αγόρασα με κάτι λίρες όπου μου έδωσε ο άνθρωπος της βάρκας. Έγινε η μασκότ του βαποριού. Γυρίσαμε στο βαπόρι άπρακτοι. Την άλλη μέρα το πρωί έκοψε ο αέρας, το ρυμουλκό έκοψε τις άγκυρες κι από τις καδένες μας έδεσε και μας ρυμουλκούσε προς ADEN Υεμένης, όταν την άλλη μέρα με το φως είδαμε ότι το βαπόρι έγερνε προς την πρύμνη κι αριστερά. Φωνάξαμε σταμάτησε η ρυμούλκηση, άνοιξαν τις μπουκαπόρτες από το αμπάρι #4 ήταν γεμάτο νερό. Απέναντί μας φαινόταν οι ακτές της Σομαλίας εκεί σταματήσαμε, κατέβηκαν δύτες, βρήκαν ότι με την πρόσκρουση στην ύφαλο είχαν φύγει καρφιά από τις λαμαρίνες, κι έμπαζε νερό. Με σφήνες βούλωσαν τις τρύπες κι εξακολούθησαν την ρυμούλκηση πλέοντες προς το ΑΝΤΕΝ Υεμένης.
Πρέπει να σημειώσω ότι εφόσον το βαπόρι δεν είχα καύσιμα δεν δούλευαν οι αντλίες - υπάρια για να βγάζουν τα νερά από τις σεντίνες…
Έως εδώ για σήμερα, η ιστορία δεν τελειώνει είναι πολύ μεγάλη, κι έχει συνέχεια…

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Στην φωτογραφία μαζί με συνάδελφο ακούρευτοι μετά από 120 μέρες πέλαγος στον πηγαιμό για τον κόλπο της Βεγγάλης.
Η άλλη φωτογραφία στην αγκαλιά της θάλασσας

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2008

Αναμνήσεις που δεν πεθαίνουν ποτέ:


Αναμνήσεις που δεν πεθαίνουν ποτέ.
Η ναυτική ζωή είναι γεμάτη, περιπέτειες και απρόοπτα, για εμένα είναι γεμάτη αναμνήσεις. Και όχι μόνο, αλλά μεγάλωσα έγινα άνδρας μέσα στις πλώρες, άσχετο αν τώρα είμαι στεριανός της Νέα Υόρκης. Ε! κάποτε έπρεπε να υπάρξει ένα τέλος.
Το πλοίο όπου ήμουν πλήρωμα ήταν ένα μικρό φορτηγό μιας παλιάς τεχνολογίας δεκαετίας του 1940-50
Συνήθως φορτώναμε από Νέα Υόρκη για Αβάνα Κούβα, στην ρώτα μας προς νότο για να αποφύγουμε το ρεύμα του Gulf Stream πηγαίναμε πλησίον της στεριάς, από δε τη δεξιά μεριά της πρύμης πάνω στην κουπαστή και δεμένο πάνω στις πίντες ένα μακρύ ξύλο όπου στηριζόταν το δρομόμετρο «παρκέτα» με το σχοινί αμολημένο στη θάλασσα, όπου στην άκρη του στριφογύριζε ένας μικρός έλικας ο οποίος έδινε στροφές κι έγραφε τα μίλια στο κοντέρ. Κάθε μεσημέρι μετά από το στίγμα του βαποριού με τον εξάντα, έπαιρναν και τα μίλια του δρομόμετρου «παρκέτας» κι άρχισαν οι υπολογισμοί αν μας παρέσυρε το ρεύμα κλπ… το τιμόνι ένα ηλεκτρικό κατασκεύασμα της AEG είχε την ιδιοτροπία μερικές φορές να κολλάει, πότε δεξιά πότε αριστερά και το βαπόρι έκανε κύκλους μέχρι να τρέξουν οι μηχανική πίσω στο τιμονάκι να ξεμπλέξουν τα γρανάζια. Εκτός αυτού είχε και χειροκίνητο μια μεγάλη ρόδα, πυξίδα μόνο μια, τη μαγνητική.
Πολλές φορές αφού διάβαζαν τα μίλια, ετοίμαζαν το ίδιο σχοινί για ψάρεμα. Έβγαναν την «παρκέτα» κι επάνω στο σχοινί έβαζαν ένα γάντζο-αγκίστρι και για δόλωμα έναν άσπρο γιακά από πουκάμισο και μια κόκκινη κλωστή ή ύφασμα ένα είδος ψαρέματος, το ονόμαζαν συρτή. Κάναμε μια καμπύλη στο σχοινί και την δέναμε με ένα σπάγκο τον στερεώναμε πάνω στη μπαστέκα από τη κατεβασμένες μπίγες, εκεί κρεμάγαμε έναν τενεκέ άδειο όταν πιάναμε ψάρι κοβόταν ο σπάγκος κι έπεφτε με θόρυβο ο τενεκές στην κουβέρτα. Όταν το ψάρι ήταν πολύ μεγάλο το βαπόρι έστριβε λίγο δεξιά και το φέρναμε σχεδόν δίπλα από όπου το ανεβάζαμε στην κουβέρτα.
Ψάρια πολλά ιδίως ένα είδος που όταν ήταν ζωντανό είχε ένα ζωηρό χρώμα μπλε με χρυσοπράσινο, μετά μεταμορφωνόταν σε ένα χρώμα χλωμό κίτρινο-σταχτί. Θα ζύγιζαν το κάθε ένα περίπου 10-30 λίτρες. Λέπια μικρά πολύ λεπτά κι ένα κρέας κόκκινο, το αρσενικό από το θηλυκό διέφεραν στη μούρη τους, του αρσενικού ήταν μια τετράγωνη σαν πλώρη βαποριού, το δε θηλυκό στρογγυλή πιο μικρή και λεπτή. Τα έγδερνα και κάναμε το κρέας του φιλέτο. Το όνομα των ψαριών αυτών είναι Mahimahi, ανήκουν στο είδος των Dolphinfish.
Μιας εποχής που έφυγε, άφησε όμως ευχάριστες ασυνήθιστες αναμνήσεις όπου εξακολουθούν να έχουν τη δύναμη να χαροποιούν την καρδιά, να παρομοιάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη συνδεδεμένη σε μια συνέχεια γεγονότων μιας πολυποίκιλης παγκόσμιας ανθρώπινης ζωής.
Στην φωτογραφία εν πλω, ένα τέτοιο ψάρι, που είχε πιάσει το αγκίστρι με φίλους συνάδελφους ναυτικούς, καμαρώνοντας για το επίτευγμά μας, όλα νεαρά παιδιά της τότε εποχής.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Οι φθαρμένες ρόδες,

Οι φθαρμένες ρόδες,

Τα φύλλα φοινικιάς τα πλέκαμε για σκεπή, χρησιμοποιούσαμε για το δέσιμο σχοινιά από τις ρίζες δένδρων αυτές που κρεμόταν από τον πάνω κορμό, μαζεύαμε ξερά κλαδιά για φωτιά, ψήναμε ψάρια της λίμνης, με γάλα καρύδας μαγειρεύαμε μερικά, όσα μας περίσσευαν τα κάναμε τσίρους, πίναμε ζωμό από τροπικά φρούτα ανανάδες, καρύδες, λίμας, μπανάνες και μάγκος, για νερό αποβραδίς ανοίγαμε ένα λάκκο, τον σκεπάζαμε με φύλλα μπανανιάς την άλλη μέρα ήταν γεμάτος γάργαρο νερό, το σκοτάδι πυκνό τα βράδια μαζευόταν γείτονες από το χωριό άναβαν ένα φυτίλι μουσκεμένο σε πετρέλαιο από όπου έβγαινε ένας μαύρος καπνός για να διώχνει τα κουνούπια. Τα ξανθά μερμήγκια ολόκληρος στρατός, σε μια μέρα κατέβαζαν ολόκληρο δένδρο, οι ιθαγενείς τα έτρωγαν τηγανιτά. Οι γείτονες διηγιόταν ιστορίες όλες είχαν να κάνουν με υπερφυσικά φαινόμενα, με μάγισσες και στοιχειά. Ο ύπνος βαθύς, τα όνειρα προφητικά μας τρόμαζαν. Ποιο πέρα ήταν ένα αρτόδενδρο που οι καρποί του τη νύχτα φάνταζαν σα νεκροκεφαλές.
Το μαχαίρι ερχόταν πεταχτά στη ράχη των κυμάτων, χώθηκε βαθιά στις σάρκες το αίμα άρχισε να τρέχει, έτσι σκότωσαν το παλικάρι, η θάλασσα κοκκίνισε, μια θάλασσα ξένη, οι νυχτερίδες αποκοίμιζαν τα θύματά τους κάνοντάς τους αέρα με τα φτερά τους σε οτιδήποτε ζωντανό υπήρχε. Το στεριανό δίχτυ μας προστάτευε, ξύπνησα πελαγωμένος στον ιδρώτα, τραβήχτηκα από την αγκαλιά της, το φεγγάρι είχε κρυφτεί, το φως της λάμπας αυτής όπου είχα φέρει από την πλώρη βαποριού όταν ήμουν Βατσιμάνης σε παροπλισμένο βαπόρι στην καρδιά του Μισισιπή, τρεμόσβηνε λες και είχε ψυχή. Από κάπου μακριά ακουγόταν φτερουγίσματα από νυχτερίδες, που έδιωχνε το φως της ημέρας. Θυμήθηκα το όνειρο, ποιον θα σκοτώσουν άραγε; Την άλλη μέρα ήρθε το τηλεγράφημα, σκότωσαν τον φίλο και αδελφό του κοριτσιού 21 χρονών στο πέλαγος, το βαπόρι τον πήγε σε ξένη γη, εκεί τον έθαψαν, συνοδεία ναυτικοί και γυναίκες του μπαρ. Στην αρχή ρυάκια τα δάκρυα, μετά έγιναν σταγόνες, μέχρι που ξεράθηκαν στην λησμονιά. Ανήμπορος, παραλυμένος από μια ανεξήγητη φοβία αφέθηκα στο πεπρωμένο, ένα πεπρωμένο μουντό, που σερνόταν σαν φίδι στη γη, που νάρκωνε την πρωτοβουλία. Μια κατάσταση που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, παρά να υπομένω. Καταφύγιο η γυναικεία αγκαλιά. Μετά ήρθε ο στεριανός πολιτισμός, με βρήκε απροετοίμαστο, ήμουν σα να ξαναγεννιόμουν, εγώ ο βαφτισμένος ορθόδοξος σ’ ένα ξενικό περιβάλλον που έγινε δικό μου, η ευλογία του θεού ερχόταν με παλαμάκια και υστερία, ένα σωρό οι προσκλήσεις, αυτές που υποσχόταν τον πεντηκοστό παράδεισο…
Για πρώτη μου φορά έμαθα να οδηγώ αυτοκίνητο, έγινα κι εγώ μέρος του λαού. Μετοίκησα στην πόλη του λιμανιού. Αγόρασα δικό μου αυτοκίνητο ένα όνειρο που είχα από μικρό παιδί, άφησα επίτηδες τις φθαρμένες ρόδες μπρος στην βεράντα για να βλέπουν οι περαστικοί ότι είχα αυτοκίνητο. Το έκανα ταξί, επιτέλους, ήμουν κάποιος με δική μου νέα ταυτότητα.

Αγαπητέ αναγνώστη, μην βιαστείς να το διαβάσεις έτσι με μια γρήγορη ματιά.
Σε κάθε του γραμμή μια έκπληξη, πολλές περιπέτειες, ιστορίες, σε μια γωνιά της γης γεμάτη μάγισσες και μύθους, εκεί όπου υπάρχουν άνθρωποι.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

Δευτέρα 3 Νοεμβρίου 2008

ΕΚΕΙΝΗ

Εκείνη,
Η ζέστη ήταν αποπνικτική σε αυτό το τροπικό λιμάνι. Ήταν η ώρα μία μετά το μεσημέρι, ώρα που όποιοι δεν εργάζονται πάνε στο σπίτι και ξαπλώνουν στην αιώρα τους έτσι να πάρουν μια μικρή ‘σιέστα’. Η πιάτσα των ταξί μπροστά από την έξοδο της πύλης του λιμανιού ερήμωσε κι αυτή, ήμουνα ο μόνος που είχε καθυστερήσει να φύγει, όταν ναυτικός φάνηκε να τρέχει προς το ταξί μου. Άνοιξε την μπροστινή πόρτα, ήταν έλληνας γνωστός μου από το πλοίο CΗ…
-Βρε Μιχάλη τι κάνεις;
-Πάμε γρήγορα, πάμε για τις γυναικείες φυλακές. Μου έστειλε μήνυμα η φιλενάδα μου η Κάρμεν λέει ότι είναι φυλακή και πρέπει να πληρώσει πρόστιμο για να βγει.
Η γυναικεία φυλακή ήταν ένα τετράγωνο κτήριο, μια επιγραφή δέσποζε την είσοδο.
«Στην φυλακή δεν είναι τίποτα κακό. Όλα είναι χειρότερα.»
Αφού πλήρωσε το πρόστιμο, αγκαλιάστηκαν έδωσαν ραντεβού για το βράδυ,
-Εμένα θα με πας στο βαπόρι, γιατί έχω δουλειά, και μετά την Κάρμεν σπίτι της.
Όταν έφυγε ο Μιχάλης, η Κάρμεν μου εκμυστηρεύτηκε,
-Καλό παιδί ο Μιχάλης, αλλά εγώ έχω φίλο τον Όσκαρ και το βράδυ θα πάω μαζί του.
Το νυχτερινό κέντρο βρισκόταν στο δεύτερο όροφο, είχε ορχήστρα όπου διασκέδαζαν ναυτικοί, γυναίκες και άλλα υποκείμενα. Ιδιοκτήτης ένας Χιλιανός.
Το βραδάκι περνώντας από εκεί ακούστηκε φασαρία. Ο Μιχάλης φάνηκε να κατεβαίνει τις σκάλες, με ξεσκισμένο πουκάμισο γεμάτος αίματα, ο Αντώνης ο φίλος του να τον τραβά να τον βγάλει έξω κι αυτός να φωνάζει:
-Θέλω εκείνη, εγώ της πλήρωσα το πρόστιμο, θέλω εκείνη, μόνο εκείνη.
Κατέβηκαν στην είσοδο, ο Αντώνης τον τραβούσε, έλα πάμε στο βαπόρι, γυναίκες υπάρχουν ένα σωρό, αφού δεν σε θέλει μην επιμένεις. Αυτός εξακολουθούσε να ωρύεται, θέλω εκείνη, εκείνη μου αρέσει, μόνο εκείνη.
Από τον θόρυβο μαζεύτηκαν διάφοροι περίεργοι, κλέφτες, λούστροι, ταξιτζήδες αστυνομικοί.
-Ελάτε πάμε στο τμήμα να λύσετε τις διαφορές σας, η αστυνομικοί έφεραν το Τζιπ.
Περνούσα από εκεί και σταμάτησα, έπιασα κουβέντα με τους αστυνομικούς.
-Άσε τους να φύγουν να πάνε στο βαπόρι τους, ξένοι είναι, και θα τους πω να σας φέρουν και μια κούτα τσιγάρα αμερικάνικα. Τους πήγα στο βαπόρι.
Το άλλο βράδυ ο Μιχάλης φάνηκε να περπατά μόνος του με μια κλειστή ομπρέλα σα μπαστούνι. Δεν μίλησε κανενός. Το βαπόρι είχε βάλει αναχώρηση 12 μεσάνυχτα, μετρήθηκαν έλειπε ο Μιχάλης. Ο Αντώνης πετάχτηκε έξω ήρθε στην πιάτσα και με βρήκε, πάμε όπου νομίζεις να βρούμε τον Μιχάλη. Το είδαμε να προχωρεί αργά αγκαλιασμένος με την Κάρμεν σε ένα σκοτεινό δρομάκι παρέα με τους βάτραχους που τσαλαβουτούσαν στα διπλανά χαντάκια.
-Βρε Μιχάλη το βαπόρι φεύγει, πάμε μέσα, μπήκε στο ταξί μαζί και η Κάρμεν. Τι αξία έχουν τα λεφτά φώναζε αφού δεν μπορώ να έχω αυτό που θέλω; Φτάσαμε στην πύλη, ο Μιχάλης έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε μια φούχτα δολάρια, τα πέταξε στο μπροστινό κάθισμα και είπε: ταξιτζή θα σε πληρώνω να μου λες που πάει η Κάρμεν όσο θα λείπω.
Η Κάρμεν από το πισινό κάθισμα έσκασε στα γέλια, δεν είναι ανάγκη να με παρακολουθείς θα σου λέω εγώ που πάω να τώρα με περιμένει ο φίλος μου, όταν θέλεις έλα κι εσύ μαζί να κάνουμε παρέα, λεφτά υπάρχουν. Το βαπόρι σφύριξε τρεις φορές, ένα αποχαιρετιστήριο στο λιμάνι κι ένα αντίο του Μιχάλη στην άβυσσο μιας αρρωστιάρικης έλξης, που τον μεταμορφώνει σε ένα τυφλό σκλάβο μιας καρδιάς που αρνείται τη λογική.
**************
Η απορία και η ερώτηση μαζί, γιατί εκείνη κι όχι μια άλλη; Τι είναι αυτό το αόρατο που έλκει και δένει σε μια τόση ψυχοσωματική αρρωστιάρικη γνωριμία;

Γαβριήλ