

Το φυσικό περιβάλλον,
Και όμως ήταν μόλις χθες,
Υπήρξε κάποτε στην Πύλαρο τα παλιά χρόνια ένα αμόλυντο περιβαλλοντικό πράσινο και πέτρινο φυσικό περιβάλλον τότε που δεν υπήρχαν σκουπίδια. Τότε που η κινητήριο δύναμη για το αλώνισμα του σταριού ήταν τα άλογα και ο άνεμος για το ανέμισμα, οι ανεμόμυλοι για το άλεσμα, ακόμα και ο χειρόμυλος, για το κοφτό, ή για πλιγούρι.
Μια εποχή που συνέθλιβαν τις ελιές δυο κυλινδρικά λιθάρια που τα γύριζε ένα άλογο, γινόταν πολτός όπου έμπαινε σε τσόλια τα δίπλωναν και τα έβαναν το ένα πάνω στο άλλο και τα έστυβαν με μια χειροκίνητη πρέσα. Το λάδι έτρεχε μαζί με το λιόζουμο στο ποδόχι, από εκεί το μετέφεραν σε ασκιά από τομάρι γίδας στις πλάτες οι λιτρουβιαρέοι στα σπίτια των νοικοκυραίων όπου το αποθήκευαν συνήθως σε πιθάρια πήλινα, σαν αυτό που είχε ο Διογένης. Το δε λιόζουμο χυνόταν στις άκρες του χωματένιου δρόμου σχηματίζοντας μαύρες ρυτίδες που μύριζαν μούχλα. Η φωτιά πάντοτε σε έξαψη εκεί σε μια άκρη του λιτρουβιού όπου την τροφοδοτούσαν με λιοκόκκια, πάνω στην πυροστιά έβραζε καζάνι με νερό όπου το έχυναν πάνω στα τσόλια με τον πολτό πριν το δεύτερο στύψιμο με την πρέσα.
Λυχνάρια από δω κι από εκεί κρεμασμένα στον τοίχο έδιναν ένα ημίφως όπου με το ζόρι μπορούσες να διακρίνεις τις κινούμενες οπτασίες των εργατών.
Πιτσιρικάς παρακολουθούσα την κίνηση πάντοτε νύχτα συνήθως χαράματα, η ευτυχία μου αν είχα καμιά φέτα ψωμί, έστω και μπομπότα να την πυρώσω στην φωτιά και να την βουτήξω στο λάδι, αυτό το παρθένο προϊόν που με έπιανε στο λαιμό να με πνίξει από την δύναμη της αγνότητάς του. Όπως κάθε ανέγγιχτο παρθένο πνίγει με την ανυπομονησία της πρώτης δοκιμής.
Και δίπλα μας η εκκλησία της μικρής ενορίας του χωριού, στην οποία ανήκε και το ελαιοτριβείο= λιτρουβιό.
Ένας κόσμος αγνός αλλά και σκληρός, ωμός, σα να ζούσαμε σε μια εποχή χιλιάδες χρόνια πριν, ίσως την του Οδυσσέα, μα το κυριότερο χωρίς σκουπίδια. Κόσμος ξεκομμένος από παραισθήσεις, γεμάτος όμως όνειρα για εμάς τους μικρούς, σαν τα παραμύθια που μας διάβαζαν στο σχολείο.
Βιαζόμαστε να μεγαλώσουμε να κατακτήσουμε την κοινωνία το σύμπαν, να την γεμίσουμε σκουπίδια έτσι χάθηκαν ερήμωσαν, αυτά που γεννηθήκαμε, έγιναν ερείπια, κι εμείς αδιάφοροι τα προσπερνάμε χωρίς να θυμόμαστε πως κάθε τους ρυτίδα είναι ποτισμένη με σταγόνες ελπίδας, αυτής που μας έζησε όταν γεννηθήκαμε, όταν πασχίζαμε να επιζήσουμε. Στις φωτογραφίες βλέπετε αυτά τα λείψανα, που απέμειναν ελεύθερα στη φθορά του χρόνου, για μας που τα ζήσαμε είναι τα κειμήλιά μας, ένα κομμάτι της παιδικής μας ηλικίας, ένα χαμόγελό μας, κρυμμένο στη σκουριά τους, μια ελπίδα να χορτάσουμε κρυμμένη κάτω απ’ τα λιθάρια, αυτά που πολτοποιούσαν τις ελιές.
Για τους σημερινούς νέους είναι σαν να έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια:
Και όμως ήταν μόλις χθες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης