Πρωτοχρονιά στο πέλαγος,
Και του χρόνου στα σπίτια μας…
Ήταν ένα βαπόρι τύπου Λίμπερτι αμερικανικής κατασκευής, είχαν αλλάξει σημαία από αμερικανική σε Λιβερίας και το πλήρωμα που είχε μπαρκάρει πριν από εμένα ήταν όλοι έλληνες φερμένοι από την Ελλάδα. Εγώ έπιασα το βαπόρι στη Νέα Υόρκη. Το όνομα του S/S “Elizabeth H” Το είχαν μετατρέψει σε δεξαμενόπλοιο. Φορτώσαμε στάρι από τη Νέα Ορλεάνη, για βόρειο Γαλλία, Χάβρη κι από εκεί, αφού έπλυναν τις δεξαμενές φορτώσαμε μελάσες ένα υγρό βαρύ, με μια απαίσια μυρωδιά πάλι για Νέα Ορλεάνη.
Οι περισσότεροι ναυτικοί, ήταν από το Περαχώρι Ιθάκης, πολλοί από Αστυπάλαια, από Σύρο, από Ύδρα, Κίμωλο, Χαλκίδα, δυο αδέλφια από την Νότια Πελοπόννησο, κι εγώ ο μοναδικός Κεφαλλονίτης.
Μια πλωτή κιβωτός όπου ο κάθε ένας μας ήταν κλεισμένος στον εαυτόν του, στα αγαπημένα του πρόσωπα, σε αυτά που περίμεναν τον αιώνιο οβολό για να συνεχίζουν να υπάρχουν. Παραμονή πρωτοχρονιάς μαζεμένοι στο καπνιστήριο όσοι δεν είχαν βάρδια ξαναζωντάνευαν τα έθιμα με το παιχνίδι 31 που είχε φουντώσει για καλά, η ώρα περνούσε, ο καμαρότος έφερε ξηρούς καρπούς, σταφίδα και πιοτό, όλοι μασουλάγαμε κάτι, ο μάγειρας είχε φτιάξει κουραμπιέδες, μελομακάρουνα.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε ο πλοίαρχος από τη γέφυρα, ο καπετάν Κουκιάς από τη Σύρο, μας χαιρέτισε κάθε έναν προσωπικά με μια ευχή. Χρόνια πολλά και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά. Ο αέρας του Ατλαντικού βούιζε σα δαιμονισμένος, τα κύματα έσπαγαν τα μούτρα τους στην κουβέρτα, κι εμείς εκεί σκαμπανεβάζαμε με το σκαφίδι μας πέφτοντας στις υδάτινες χαράδρες. Ελάτε όλοι να κόψουμε και τη βασιλόπιτα, είπε ο καπετάνιος, πράγματι κόπηκε η πίτα, μου έτυχε το φλουρί, το αντίτιμο μια χρυσή λίρα Αγγλίας, μου έδωσαν $10.
Και του χρόνου στα σπίτια μας, ήταν η ευχή του καπετάνιου και όλων μας. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πολλά, πάρα πολλά, μέχρι που χάθηκαν τα χρόνια, χάθηκαν τα σπίτια μας. Ποιος να φταίει; η θάλασσα η ξελογιάστρα; ο ωκεανός; οι καταστάσεις; ο χρόνος; η φτώχια; Από το πλήρωμα ένα παιδάκι αμούστακο από την Ιθάκη δεν πρόλαβε να γυρίσει, πνίγηκε στον Ειρηνικό ωκεανό, στο Ελ Σαλβαδόρ όταν μετά το φαγητό βούτηξε για μπάνιο κι έμεινε.
Όλοι οι υπόλοιποι χαθήκαμε στην αγκαλιά του χρόνου, ποιος ξαναβρήκε το σπίτι του, δεν μπορώ να ξέρω, σε αυτό το πλοίο υπηρέτησα ένα χρόνο, μετά έφυγα στο Baton Rouge Louisiana κι από εκεί ως ναυτικός για Νέα Υόρκη, στη μνήμη μου όμως έμεινε η ευχή του γυρισμού να παραδέρνει μόνη της και μετά να χάνεται να βουλιάζει στον ατλαντικό. Απέμεινε στη μνήμη μου, η σκιά του μάγειρα που νιόπαντρος είχε αναγκασθεί να μπαρκάρει, σε τέτοιες χρονιάρες μέρες μόνος του, σκυθρωπός, αποτραβηγμένος από τους υπόλοιπους ούτε μίλαγε, ούτε άκουγε, ούτε έπαιζε. Απέμεινε η ανάμνηση της συντροφικής θαλπωρής στη μέση του ωκεανού, με γυρισμένα τα βλέμματα μας πίσω στην πατρίδα με δακρυσμένα μάτια, ευχόμενοι να πραγματοποιηθεί η ευχή, είμαστε αιχμάλωτοι του ωκεανού, προς στιγμή δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Και του χρόνου στα σπίτια μας αδέλφια. Ένα κύμα πιο χοντρό από τ’ άλλα ταρακούνησε το βαπόρι, ακούστηκε να τρίζει, σηκωθήκαμε όρθιοι ανοίξαμε τα πόδια μας για ισορροπία, απ’ την βαλβίδα του καλοριφέρ μας, ξέφευγε μια αραχνοΰφαντη ασημένια κλωστή ατμού και τσίριζε για να μας υπενθυμίσει ότι να, η καρδιά (του βαποριού) εξακολουθεί να χτυπά. Έτρεξα στο πλωριό αριστερό δωμάτιο του κομοδέσιου και ξάπλωσα, έβαλα αντιστύλι τα πόδια μου στον σκελετό του κρεβατιού για να μην με πετάξει κάτω, άναψα το φωτάκι, πήρα την Ανάσταση του Τολστόι διάβασα μερικές σελίδες μέχρι να με πάρει ο ύπνος, ονειρεύτηκα σαν να ήμουν ένας πιγκουίνος που λικνίζεται στα κύματα, κάτοικος του υγρού στοιχείου, κάτοικος της θάλασσας…
Και του χρόνου στα σπίτια μας, έμεινε η βοή της ευχής του πλοιάρχου στα αυτιά μου, μια ευχή όπου έμεινε αιωρούμενη, που χάθηκε στου ατλαντικού την απεραντοσύνη, μέχρι που και τα σπίτια μας χάθηκαν κι αυτά…
Και του χρόνου στα σπίτια μας…
Ήταν ένα βαπόρι τύπου Λίμπερτι αμερικανικής κατασκευής, είχαν αλλάξει σημαία από αμερικανική σε Λιβερίας και το πλήρωμα που είχε μπαρκάρει πριν από εμένα ήταν όλοι έλληνες φερμένοι από την Ελλάδα. Εγώ έπιασα το βαπόρι στη Νέα Υόρκη. Το όνομα του S/S “Elizabeth H” Το είχαν μετατρέψει σε δεξαμενόπλοιο. Φορτώσαμε στάρι από τη Νέα Ορλεάνη, για βόρειο Γαλλία, Χάβρη κι από εκεί, αφού έπλυναν τις δεξαμενές φορτώσαμε μελάσες ένα υγρό βαρύ, με μια απαίσια μυρωδιά πάλι για Νέα Ορλεάνη.
Οι περισσότεροι ναυτικοί, ήταν από το Περαχώρι Ιθάκης, πολλοί από Αστυπάλαια, από Σύρο, από Ύδρα, Κίμωλο, Χαλκίδα, δυο αδέλφια από την Νότια Πελοπόννησο, κι εγώ ο μοναδικός Κεφαλλονίτης.
Μια πλωτή κιβωτός όπου ο κάθε ένας μας ήταν κλεισμένος στον εαυτόν του, στα αγαπημένα του πρόσωπα, σε αυτά που περίμεναν τον αιώνιο οβολό για να συνεχίζουν να υπάρχουν. Παραμονή πρωτοχρονιάς μαζεμένοι στο καπνιστήριο όσοι δεν είχαν βάρδια ξαναζωντάνευαν τα έθιμα με το παιχνίδι 31 που είχε φουντώσει για καλά, η ώρα περνούσε, ο καμαρότος έφερε ξηρούς καρπούς, σταφίδα και πιοτό, όλοι μασουλάγαμε κάτι, ο μάγειρας είχε φτιάξει κουραμπιέδες, μελομακάρουνα.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε ο πλοίαρχος από τη γέφυρα, ο καπετάν Κουκιάς από τη Σύρο, μας χαιρέτισε κάθε έναν προσωπικά με μια ευχή. Χρόνια πολλά και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά. Ο αέρας του Ατλαντικού βούιζε σα δαιμονισμένος, τα κύματα έσπαγαν τα μούτρα τους στην κουβέρτα, κι εμείς εκεί σκαμπανεβάζαμε με το σκαφίδι μας πέφτοντας στις υδάτινες χαράδρες. Ελάτε όλοι να κόψουμε και τη βασιλόπιτα, είπε ο καπετάνιος, πράγματι κόπηκε η πίτα, μου έτυχε το φλουρί, το αντίτιμο μια χρυσή λίρα Αγγλίας, μου έδωσαν $10.
Και του χρόνου στα σπίτια μας, ήταν η ευχή του καπετάνιου και όλων μας. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πολλά, πάρα πολλά, μέχρι που χάθηκαν τα χρόνια, χάθηκαν τα σπίτια μας. Ποιος να φταίει; η θάλασσα η ξελογιάστρα; ο ωκεανός; οι καταστάσεις; ο χρόνος; η φτώχια; Από το πλήρωμα ένα παιδάκι αμούστακο από την Ιθάκη δεν πρόλαβε να γυρίσει, πνίγηκε στον Ειρηνικό ωκεανό, στο Ελ Σαλβαδόρ όταν μετά το φαγητό βούτηξε για μπάνιο κι έμεινε.
Όλοι οι υπόλοιποι χαθήκαμε στην αγκαλιά του χρόνου, ποιος ξαναβρήκε το σπίτι του, δεν μπορώ να ξέρω, σε αυτό το πλοίο υπηρέτησα ένα χρόνο, μετά έφυγα στο Baton Rouge Louisiana κι από εκεί ως ναυτικός για Νέα Υόρκη, στη μνήμη μου όμως έμεινε η ευχή του γυρισμού να παραδέρνει μόνη της και μετά να χάνεται να βουλιάζει στον ατλαντικό. Απέμεινε στη μνήμη μου, η σκιά του μάγειρα που νιόπαντρος είχε αναγκασθεί να μπαρκάρει, σε τέτοιες χρονιάρες μέρες μόνος του, σκυθρωπός, αποτραβηγμένος από τους υπόλοιπους ούτε μίλαγε, ούτε άκουγε, ούτε έπαιζε. Απέμεινε η ανάμνηση της συντροφικής θαλπωρής στη μέση του ωκεανού, με γυρισμένα τα βλέμματα μας πίσω στην πατρίδα με δακρυσμένα μάτια, ευχόμενοι να πραγματοποιηθεί η ευχή, είμαστε αιχμάλωτοι του ωκεανού, προς στιγμή δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο. Και του χρόνου στα σπίτια μας αδέλφια. Ένα κύμα πιο χοντρό από τ’ άλλα ταρακούνησε το βαπόρι, ακούστηκε να τρίζει, σηκωθήκαμε όρθιοι ανοίξαμε τα πόδια μας για ισορροπία, απ’ την βαλβίδα του καλοριφέρ μας, ξέφευγε μια αραχνοΰφαντη ασημένια κλωστή ατμού και τσίριζε για να μας υπενθυμίσει ότι να, η καρδιά (του βαποριού) εξακολουθεί να χτυπά. Έτρεξα στο πλωριό αριστερό δωμάτιο του κομοδέσιου και ξάπλωσα, έβαλα αντιστύλι τα πόδια μου στον σκελετό του κρεβατιού για να μην με πετάξει κάτω, άναψα το φωτάκι, πήρα την Ανάσταση του Τολστόι διάβασα μερικές σελίδες μέχρι να με πάρει ο ύπνος, ονειρεύτηκα σαν να ήμουν ένας πιγκουίνος που λικνίζεται στα κύματα, κάτοικος του υγρού στοιχείου, κάτοικος της θάλασσας…
Και του χρόνου στα σπίτια μας, έμεινε η βοή της ευχής του πλοιάρχου στα αυτιά μου, μια ευχή όπου έμεινε αιωρούμενη, που χάθηκε στου ατλαντικού την απεραντοσύνη, μέχρι που και τα σπίτια μας χάθηκαν κι αυτά…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Η φωτογραφία στο s/s “Elizabeth H” όλοι οι συνάδελφοι φίλοι στο πέλαγος διασχίζοντας τη νοητή γραμμή του τροπικού του καρκίνου, ταξιδεύοντας για Κούβα.
Είμαι- στη μέση της σωσίβιου κουλούρας…
10 σχόλια:
Οπως σου έγραψα, συνεχίζεις να με εντυπωσιάζεις με τις θαλασσινές σου περιπέτειες, που ξαναζωντανεύεις με το ταλέντο σου.
Καλή Χρονιά στο σπίτι σου κι ας μην είναι στην Κεφαλλονιά.
Με υγεία και χαρά το Νέον Ετος.
Ιουστίνη
You make my day, Αγαπητή μου Ιουστίνη, ειλικρινά χάρηκα πάρα πολύ, με έκανες και πετώ στα ουράνια με τα φτερά της φαντασίας όταν βλέπω ότι οι ιστορίες μου εντυπωσιάζουν. Είναι και για μένα που τις γράφω ένα «νοσταλγικό» γύρισμα στης νιότης την ξενοιασιά, έστω κι ας μην ξέραμε που θα ξημερωθούμε την επομένη μέρα.
Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος, Χρόνια Πολλά
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Έ! Φίλε!
Κι εμείς, εδώ, ταξιδεύουμε μαζί σου...'κι ας μη νιώθουμε σαν...καραβίσιοι πιγκουίνοι,
στη ζεστασιά του σπιτιού μας...
Χρόνια πολλά και πάλι και θα τα πούμε ως την Πρώτη του Χρόνου.
Υιώτα,
ΝΥ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Χρονια Πολλά,
ασφαλώς ταξιδεύουμε όλοι νοερώς,
"σε άλη γη σε άλα μέρη" όπωε λέει και το τραγούδι.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αχ, αυτές οι ευχές, Γαβρίλη μου, με νόημα του κάθε ξενιτεμένου που πάντα θα ονειρεύεται την Ιθάκη του...
Το αν γίνεται πραγματικότητα είναι άλλο θέμα. Οι ελπίδα δεν σβήνει ποτέ...
Σε βλέπω στο κέντρο της φωτογραφίας, ένα τόσο δα μωρουδάκι είσαι και σε σκέπτομαι τώρα με τα άσπρα σου μαλιά κι αυτές οι μνήμες τόσο ζωντανές...
Σ' ευχαριστούμε για τις όμορφες στιγμές που μοιράζεσαι μαζί μας κι εσύ γράφοντάς τες και πάλι τις ζεις...
Γλυκό τη νιότης μου πουλί
- πρώτο σκαλί
τι άδεια πού ΄ναι η κορυφή
κι η μοναξιά μεγάλη
τώρα που έφτασα ως εδώ
πώς θά ΄θελα να κατεβώ
κι από το πρώτο το σκαλί
να ξαναρχίσω πάλι...
Στράτο, φίλε μου το ποιήμα σου αυτό το τόσο φιλοσοφημένο, τώρα που φτάσαμε στην κορυφή, ε! μετα από εδώ δεν υπάρχει κατηφόρα προς τα πίσω, πρέπει να συνεχίσουμε μπροστά κι όπου μας βγάλει το μονοπάτι της ζωής, αυτό που δεν έχει ανάποδη ταχύτητα.
Όσο για τις ευχές μείνανε κολλημένες στη μνήμη, όχι γιατί δεν πιστευαμε σε αυτές αλλά γιατί όλλα άλλαξαν, γκρεμίστηκαν οι ρίζες απο τον χρόνο...
Ευχαριστώ, φίλε
Γαβριήλ
Το κείμενό σου με συγκίνησε, καλέ μου φίλε. Άθελα μου έφερε στην μνήμη μου τους στίχους του Παλαμά.
" Του πρώτου πόθου το ιερό προφήτεμα, η παιδούλα!
Ζωή χαραυγή μου γέλασμα, στην δύση μου τρεμούλα.
Το σπίτι που γεννήθηκα, κι ας το πατούν οι ξένοι
Στοιχειό και σαν απάτητο, με ζει και με προσμένει."
Τότε ήταν τα μανιασμένα κύμματα της θάλασσας, η αγωνία και η ανασφάλεια για το Αύριο, που έτρεφαν την μελαγχολία. Τώρα τι είναι αυτό που μας έχει αφήσει μόνιμα την στάμπα του;
Μήπως γιατί γνωρίσαμε την άλλη μεριά του φεγγαριού και απογοητευτήκαμε;
Βάνα.
"Τώρα τι είναι αυτό που μας έχει αφήσει μόνιμα την στάμπα του; Μήπως γιατί γνωρίσαμε την άλλη μεριά του φεγγαριού και απογοητευτήκαμε"
Αγαπητή μου Βάνα,
κανείς δεν ξέρει τι είναι αυτό, ούτε για ποιο λόγο είμαστε τόσο ανήσυχοι, είναι η ράτσα μας τέτοια, άλλες εθνικότητες δεν το έχουν και τα περνάνε χωρίς προβλήματα σκέψης, μέλι-γάλα όπου λένε.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Γαβρίλη μου,
θαυμάσιο Σάββατο,έ!
Δεν λέω τίποτ' άλλο,
ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ,
Υιώτα και Δημήτρης
Πράγματι, ήταν ένα υπέροχο σάββατο,
γεμάτο απρόοπτα ευχάριστα γεγονότα...
Κάτι που πολύ δύσκολα συναντάς στη σημερινή εποχή.
Θέλω επίσης να εκφράσω τις ευχαριστίες μας σε όλους τους συμμετέχωνες φίλους...
Καλή Χρονιά Υιώτα και Δημήτρη,
Γαβριήλ και Ορτένσια
Δημοσίευση σχολίου