
Τα απόκρυφα της θάλασσας,
Αυτά που δεν λέγονται
Στο Ρίο Τζανέιρο Βραζιλίας, πρωτάρης εγώ με το βαπόρι στο λιμάνι φορτωμένο κάρβουνο μείναμε 40 ολόκληρες μέρες, όχι ακόμα δεν είχα ενηλικιωθεί ήμουν μόλις στα 16, οι γυναίκες του λιμανιού με κυνηγούσαν, με πέρναγαν για αμερικάνο. Ω! θεέ μου τι ειρωνεία; Εκεί κάτω απ’ το άγαλμα του Χριστού Σωτήρα, να μας βλέπει απ’ την κορυφή του λόφου καμπούρη και δίπλα από την πλαζ Κοπακαμπάνα, εκεί στους δρόμους του Ρίο, εκεί στο Φλωρίδα μπαρ, εκεί όπου η σάμπα ήταν στην ημερησία διάταξη, γλεντώντας με φίλους ναυτικούς, γνώρισα τις γυναίκες.
Θεέ μου, βοήθησέ με, τι ωμή ζωώδη συμπεριφορά, τι απογοήτευση, κατέρρευσαν τα ανθρώπινα ιδανικά, έκλεισε η ψυχή, η καρδιά έγινε πέτρα, τι περίμενα να βρω και τι βρήκα
Η Αβάνα με έμαθε τα μυστικά του γυναικείου κορμιού, χωρίς ποτέ να κατορθώσουν ν’ αγγίξουν την καρδιά μου. Τι κι αν μου τραγουδούσαν το τραγούδι: Si naciste sin corazón en el pecho, tú no tienes la culpa de ser así… «Κι αν γεννήθηκες χωρίς καρδιά στα στήθια δεν φταις εσύ που είσαι έτσι,» τι κι αν μου διάβαζαν ποιήματα, τι κι αν χόρευαν μαζί μου, όλα αυτά με άφηναν ασυγκίνητο, η καρδιά μου κρύα παγωμένη χωρίς το παραμικρό σκίρτημα.
Τα χρόνια περνούσαν στην αγκαλιά της θάλασσας, ωρίμασα έγινα άνδρας, η ζωή μου απλή, το αίνιγμά της όμως ήταν τι να κρύβει ένα γυναικείο κορμί εκτός από τη γενετήσια διαφορετικότητα. Ήταν δια εμένα ένα δίλημμα, δεν μπορούσα να καταλάβω τη δύναμη της γυναίκας, υπερηφανευόμουν ότι ήμουν άτρωτος, εκτός από γυναικεία κορμιά, αντικείμενα του πόθου, του σεξ, δεν ήξερα τίποτε άλλο, ούτε με ενδιέφερε να μάθω.
Έβλεπε και κορόιδευα τους συναδέλφους ναυτικούς που ήταν δέσμιοι με μια γυναίκα. Μέσα μου βαθιά ήθελα να πιστεύω στη γυναίκα άνθρωπο, στην αγάπη, στον έρωτα, αλλά ήταν τόσο δύσκολο να παραδεχθώ την ύπαρξή τους, όπου και να κοίταζα δεν υπήρχαν πουθενά, έτσι αρμένιζα ξέγνοιαστος στον κόσμο ολόκληρο, γλεντούσα με γυναικεία κορμιά, έως να κουραστώ οπότε γύριζα στο βαπόρι.
Έβλεπα τη θάλασσα σαν να ήταν η μάνα μου, τα βαπόρια το σπίτι μου, τη ζωή της στεριάς, της νιότης τα καρδιοχτύπια, τις παρέες δεν τα είχα ζήσει, η ζωή που μου έμαθαν στο χωριό, αυτά που μας έλεγε ο Δάσκαλος, ο παπάς, η γέννηση του κόσμου απ’ τον Αδάμ και την Εύα όλα ήταν ψέματα, νόμιζα ότι μου τα είχαν διδάξει επίτηδες, για να μην τους ξεχάσω, φαινόταν ότι με κορόιδευαν, με έκαναν να πιστεύω ότι η ζωή προερχόταν από ένα βασίλειο Αγγέλων, αυτό που με έκανε και κοκκίνιζα από ντροπή όταν κοιτούσα τα κορίτσια. Έτσι μεγάλωνα με μια απίστευτη αφέλεια, το μέρος που γεννήθηκα η θύμηση του ένα άπιαστο όνειρο, τα πολλά χρόνια στη θάλασσα ο βούρκος των λιμανιών, με είχαν αποξενώσει. Περίμενα να έρθει κάποτε μια ευκαιρία, αλλά ούτε εγώ ήξερα τι εννοούσα έτσι έλεγα, μετά θα γύριζα στην Ελλάδα. Κόσμος μου ήταν ο κίνδυνος των κυμάτων, η αρμύρα της θάλασσας η επιβίωση σε καιρό φουρτούνας, τη μοναξιά μου την ικανοποιούσα με γυναικεία κορμιά, στα διάφορα λιμάνια. Στη ζωή μου ποτέ δεν είχα γνωρίσει γυναίκα που να μην κοιτά τον λεπτοδείκτη του ρολογιού της αφού πωλούσε το κορμί της με την ώρα. Πάντοτε είχα μια περιέργεια το πώς είναι φτιαγμένη μια γυναικεία καρδιά, μια γυναίκα αυτή που δεν μετρά την παρουσία μου με τους λεπτοδείκτες του ρολογιού.
Έτσι ένα βράδυ σε λιμάνι των τροπικών καθώς έσβηνε η μέρα και ο ορίζοντας είχε στολιστεί μ’ ένα πορτοκαλί χρώμα κουρασμένος κοίταζα τον ήλιο που εξαφανιζόταν, είδε τον εαυτό μου σαν απομεινάρια φλόγας που πάει να γίνει στάχτη, να χαθεί, τρόμαξα, για πρώτη φορά αισθάνθηκα μόνος, βγήκα στη στεριά, να κάνω ένα περίπατο είχα βαρεθεί τα τόσα πολλά γυναικεία κορμιά, την εκμετάλλευση, τη λάσπη των λιμανιών.
Τη ζητούσα; Μια τρυφερή ψυχή, ένα άνοιγμα καρδιάς, μια κουβέντα αγάπης, μια ρομαντική ύπαρξη, ένα λουλούδι, ένα γιασεμί, μια ντροπαλή ματιά, αντί αυτών συναντούσα, γυναίκες, γυναίκες, γυναίκες. Πλάσματα άγνωστα, σώματα προσφερόμενα, υστερόβουλα, τα έκανα πέρα, βαρεμένος περπατούσα, περπατούσα, περπατούσα. Άρχισε να βρέχει δυο ηλίανθοι για να με προστατεύουν μου έδειξαν μια καλύβα, από φύλλα φοινικιάς και στη μέση της πόρτας το χαμόγελο μιας γυναίκας. Εκεί σταμάτησα, ο ήλιος του χαμόγελου με τύφλωσε, ήταν η αρχή της αλλαγής, μιας υπερφυσικής κατάστασης αυτής που χτυπά σαν κεραυνός που δεν ήξερα ότι υπήρχε.
Αλήθεια, τι αφελής που ήμουν!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη