Πριν την έξοδο:
Στα Μαρκάτα που γεννήθηκα, ένα χωριό της Πυλάρου τη μόνη στενοχώρια που δεν είχαμε ήταν το πώς να αδυνατίσουμε, αφού είμαστε όλοι πετσί και κόκκαλο σαν τσίροι. Όλες οι υπόλοιπες στενοχώριες και προβλήματα υπήρχαν προπαντός η ανεύρεση τροφής στα μαύρα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Βλέπε τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν στην Κεφαλληνία και σε όλα τα Ιόνια νησιά, της εποχής του 1941-43
Στα Μαρκάτα που γεννήθηκα, ένα χωριό της Πυλάρου τη μόνη στενοχώρια που δεν είχαμε ήταν το πώς να αδυνατίσουμε, αφού είμαστε όλοι πετσί και κόκκαλο σαν τσίροι. Όλες οι υπόλοιπες στενοχώριες και προβλήματα υπήρχαν προπαντός η ανεύρεση τροφής στα μαύρα χρόνια της Ιταλικής κατοχής. Βλέπε τα χαρτονομίσματα που κυκλοφορούσαν στην Κεφαλληνία και σε όλα τα Ιόνια νησιά, της εποχής του 1941-43
Η αμβροσία,
Όταν επισκεπτόμουν το σπίτι της νόνας* μου όπου έμενε η θεία μου πάντοτε με φίλευε ξερή μπομπότα. Είχε κρυμμένα δυο κούτσουρα που λαγοκοιμόταν στη χόβολη, γιατί δεν υπήρχαν σπίρτα παρά πυριόβολος, τα φύσαγε, πρώτα έβγαζαν σπίθα, μετά έβγαζαν φλόγα, το φύσημα της έφερνε ζαλάδα κρατιόταν από την πλάτη μιας ψάθινης παλιάς καρέκλας καφενείου, αυτή που της είχε κάνει δώρο όταν έκλεισε το καφενείο ο γείτονας ένεκα που δεν ήθελε να συνεργαστεί με τους Ιταλούς. Μια καρέκλα που κάποτε είχε επιδιορθώσει ένας πλανόδιος καρεκλάς με καινούργιο ψαθί χρώματος πράσινο και αχυρένιο, που κι αυτό είχε ξεφτίσει, από την πλάτη αυτής κρατιόταν για να μην πέσει. Πιο εκεί μια τρίποδη μαυρισμένη από τα χρόνια πυροστιά, με το ένα της ποδάρι ζαβωμένο από μια κλωτσιά που είχε φάει για να χωρέσει ένα πιο χοντρό κούτσουρο, το ποδάρι ισορροπούσε με τη βοήθεια μιας ξασπρισμένης πέτρας που είχε πεταχτεί από τα έγκατα της γης από ένα φουρνέλο όταν έκοβαν τον δρόμο, που τώρα είχε μαυρίσει απ’ τον καπνό. Έβαζε την πυροστιά πάνω από τη φλόγα και πίθωνε το τηγάνι, ξεκρέμαγε απ’ τον τοίχο μια χάλκινη κουτάλα, που είχαν γανώσει πλανόδιοι γανωματήδες ηπειρώτες, έβγαζε από το πήλινο πιθάρι αυτό που χωρούσε τρεις παλιάτσες* λάδι, μια κουταλιά που είχε πήξει από το κρύο του χειμώνα σε ένα χρώμα πράσινο με άσπρες πίκες, με προσοχή μην μπει βαθειά η κουτάλα και πιάσει μούργα από τον πάτο του πιθαριού, το έβαζε στο τηγάνι εκεί τηγάνιζε την ξερή μπομπότα. Ο καπνός από τα κούτσουρα της κοκκίνιζε τα μάτια. Έμοιαζε σα να κλαίει, τα δάκρυα έπεφταν στο τηγάνι, τότε το λάδι τσίριζε για τις ανθρώπινες σταγόνες που χανόταν χωρίς να έχουν τη δύναμη της συμπόνιας από άλλες ανθρώπινες καρδιές, μα ούτε και τη δύναμη να μουσκέψουν την μπομπότα, να χορτάσουμε. Μαζί τρώγαμε την τηγανιτή μπομπότα και ήταν τόσο λίγη!
Στο σπίτι μας το αλάτι ήταν μαυρόασπρο χοντρό βρώμικο, λες και είχε βγει από μνήματα, το τρίβαμε πάνω στο τραπέζι με μια μπουκάλα της μιας πίντας* και καρτεζί*. Η καλαμποκίσια πουλέντα* όταν υπήρχε, ήταν μια αμβροσία των θεών, ζεστή, ζεστή ν’ αχνίζει στην παγωνιά του χειμώνα, σε μια οικογενειακή φτωχή ζεστή θαλπωρή, ανάμεσα στα τρία μικρά παιδιά αυτός που κατόρθωνε να γλύψει την παδέλα* ήταν ο τυχερός. Κι όταν καμιά κότα έκανε αυγό, ε! κάναμε μια τρυπίτσα στο τσόφλι με ένα βελόνι αυτό που ξεκουραζόταν πάνω στο ροκέλο*, και το πίναμε ζεστό ωμό έτσι όπως ήταν. Την κότα την φυλάγαμε για τον άρρωστο μπάρμπα με το χτικιό. Ένα πικιόνι εμαγιέ, χίλιο- χτυπημένο με μαύρες πληγές, με αυτό πίναμε το λαχανόζουμο κάθε πρωί με μια κουταλιά λάδι. Με το σίκλο βγάζαμε νερό από τη στέρνα γεμίζαμε την πινιάτα* να έχουμε να πίνουμε, την σκεπάζαμε με μια παλιά σανίδα που από την πολυκαιρία είχε ρυτιδώσει σε ένα χρώμα σαν λασπωμένη γη.
Μαζεύαμε τα παπανούρια*, τις καφκαλίδες*, κάθε άνοιξη για τσιγαρίδια*, τις βρούβες από τις άκρες του δρόμου, προσέχαμε να μην τις έχουν κατουρήσει οι σκύλοι, τα αγριόχορτα για λαχανόζουμο τον χειμώνα, οι βλαστοί από τις περγουλιές για αλιάδα, ακόμα και οι μπομπόλοι* κάθε πρωτοβρόχια τσιγαριστοί. Τα κυδώνια, τα άγουρα τα κάναμε τσιγαριστά, γεμιστές τομάτες όταν υπήρχαν με πλιγούρι, κοφτό, ή τραχανά, στην τσερέπα*, το πιτοπούλι* στη χόβολή πάνω στη γωνιά.
Είχαμε κι ένα όνειρο, πότε θα φάμε μια πουλέντα* με σταρένιο αλεύρι.
Έφυγα, για να μην τα θυμάμαι, όμως αυτά έρχονται στη μνήμη μου, γιατί; Ούτε κι εγώ ξέρω, όχι, δεν τα αναπολώ, εκτός από τη φύση, αλλά το είναι μου διαμαρτύρεται για τον βασανισμό των αθώων παιδιών της εποχής εκείνης, για την πείνα, για την δυστυχία που φέρνουν οι πόλεμοι, μια κατάσταση η οποία σήμερα επαναλαμβάνεται, σε διάφορα μέρη του πλανήτη, μα και για τον κομφορμισμό της σημερινής κοινωνίας, σε μυωπική, υλιστική, υπερκαταναλωτική σκλαβιά.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης, Νέα Υόρκη
Γλωσσάριο:
Νόνα = γιαγιά.
Πίντα = μέτρο για υγρά, 16 ουγγιές.
Καρτεζί = ένα τέταρτο.
Παλιάτσα = μέτρο για υγρά 16 πίντες.
Πουλέντα = κουρκούτι.
Παδέλα = πήλινη χύτρα.
Πικιόνι = κύπελο.
Πινιάτα = μεγάλη χάλκινη κατσαρόλα.
Παπανούρια = τα χόρτα που βγάζουν τις παπαρούνες .
Καφκαλίδες = αγριόχορτα φαγώσιμα.
Τσιγαρίδια = χόρτα γιαχνιστά.
Τσερέπα = μόνο το καπάκι από φουρνάκι φτιαγμένο από πηλό και μαλλί γίδας.
Πιτοπούλι = καλαμποκίσιο αλεύρι με νερό και ψημένο στη γωνιά στη χόβολη.
Γωνιά = μαγειρείο, κουζίνα
Μπομπόλοι = κοχλίες.
Ροκέλο = κουβαρίστρα.
Σίκλος = κουβάς.
18 σχόλια:
Γαβρίλη μου, το πιο καλύτερο που έχω διαβάσει από τις περιπλανήσεις σου στο παρελθόν.Σε βάζω στο ίδιο ύψος με το Παπαδιαμάντη και καμαρώνω το αυθόρμητο και παρασταστικό ξετύλιγμα του κουβαριού της μνήμης σου των παιδικών σου χρόνων.Η φτώχεια και η δυστυχία είναι οι πρωτομάστορες του χαρακτήρα μας γιατί μας δημιουργούν την ικανότητα να μπορούμε να απολαμβάνουμε και να εκτιμούμε ό,τι έχουμε σήμερα.
Νά' σαι πάντα καλά.
Ν τ ί ν ο ς
Γαβρίλη μου γιά μιά ακόμη φορά ξυπνάς τις μνήμες των παιδικών μας χρόνων. Τότε που ο αγώνας μας όλο ήταν να οικονομήσουμε ένα κομμάτι ψωμί.
Το λεξιλόγιό σου ανεπανάληπτο. Θυμάμαι την πουλέντα από την οποία έχω μιά ξεκαρδιστική εμπειρία. Θα σου την πω κάποια φορά
Νάσαι καλά
Ντένης
...όπου κι αν πας, η πόλις εντός σου θα σ' ακολουθεί...
Το πιο όμορφο είναι ότι μας ξεναγείς και στων άλλων τις μνήμες!
Να είσαι πάντα πηγή και ποτάμι...ως που να φτάσεις στην εκβολή των ονείρων...
Υιώτα Στρατή
Αγαπητέ μου Ντίνο,
Ένας καταιγισμός ευγενών φιλοφρονημάτων της σκέψης σου που σε συνεργασία με τα χέρια σου, έγραψαν αυτό το αριστουργηματικό ( κατά τη γνώμη μου) σχόλιο, σχετικώς με το αρθρίδιό μου αυτό, «Πριν την Έξοδο».
Φίλε, ευχαριστώ που με εξυψώνεις τόσο ψηλά, αλλά πάντοτε προσπαθώ όσο πιο αμερόληπτα και ταπεινά μπορώ να σκιαγραφήσω τη ζωή, αυτή που με γαλούχησε, αυτή που δεν ξεχνώ.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Να, κάτι τέτοια γράφεις (μ’ αυτό το χάρισμα, τη πένα σου) και μας κάνεις να ρουφάμε τα γραφτά σου αλλά και να σ’ αγαπάμε! Και είναι παρήγορο, ομολογώ, σήμερα στο βάθος του χρόνου, να φέρνεις κοντά μας μικρές ιστορίες της ζωής σου και να τις ζωντανεύεις. Για ένα είμαι σίγουρος πως αν δεν τις είχες ζήσει και αισθανθεί δεν θα μπορούσες να τις γράψεις.
Δεν ξέρω, πόσοι έχουν το χάρισμα αυτό, να αξιολογούν στο μέγιστο και τα πιο μικρά πράγματα, Γιατί, αλίμονο όλα τότε ήταν τόσο λίγα…
Και ξέρεις κάτι, φίλε Γαβρίλη, η ζωή μας αποχτά σημασία όταν τη διηγούμαστε κι είναι φάρμακο που γιατρεύει…
Πάντα θα έρχονται στη μνήμη σου, και θα τα αναπολείς, μη λες, όλα αυτά τα χάσαμε, ναι, μα έμεινε η διαδρομή… Κι εσύ φίλε το ξέρεις πολύ καλά πως το ταξίδι είναι που μετράει κι εγώ, διαβάζοντας τούτες τις ιστορίες σου, σιγουρεύτηκα… πως έτσι είναι.
Καλημέρα!
Ντένη, οι μνήμες των παιδικών μας χρόνων δεν σβύνουν ποτέ!
Είναι κάτι το ατομικό, κάτι το κρυφό που καμιά φορά αποφασίζεις να το βγάλεις από μέσα σου, έτσι για να συγκρίνεις την τότε νιότη με τη σημερινή.
Αλλά φίλε από τότε έχω να δοκιμάσω πουλέντα.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μοθ Υιώτα, Ναι, όπου και να πάω το χωριό μου θα με ακολουθεί...
Αν και δοκίμασα δεν μπορώ να ξεφύγω, αλλά είναι κι αυτό η τότε θύμιση ένα Βάλσαμο της σκέψης μου, που κατά κάποιο τρόπο με κάνει να βλέπω τήν τόση άχρηστη ύλη που με περιτρυγιρίζει...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
"Για ένα είμαι σίγουρος πως αν δεν τις είχες ζήσει και αισθανθεί δεν θα μπορούσες να τις γράψεις."
Φίλε Στράτο, έχεις τη χάρη να μαντεύεις, πράγματι με την ανωτέρω φράση σου το επαληθέυεις.
Ξέρεις την παιδική μας ζωή την κουβαλάμε μέσα μας και είναι μόνο ατομική δική μας. Ε! αυτή την τόσο controversiál ζωή απίστευτη με τα σημερινά δεδόμενα, όταν την εξωτερικεύω αισθάνομαι un alivio, Φίλε η πένα μου είναι σαν ένα βάλσαμο στην καρδιά μου...
Πίστεψέ με πολλες φορές ζω, υπάρχω μόνο για την πένα, έστω κι ας μη φαίνεται.
Χίλια ευχαριστώ
Γαβριήλ
Η δε διαδρομή είναι μακρύ
ΈΧΕΙς ΔΚΙΟ ΓΑΒΡΙΉΛ ΌΤΙ ΘΑ ΜΟΥ ΆΡΕΣΕ. ΚΑΙ ΤΌΣΟ ΜΕ ΣΥΓΚΊΝΗΣΕ. ΟΧΙ ΜΟΝΟ Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΕΚΕΙΝΗΣ, ΤΗΣ ΜΑΥΡΗΣ. ΑΛΛΑ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΟΝΙΣΕΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ. ΟΤΙ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΝΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΑΛΛΟΥ. ΑΥΤΟ ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΙΡΑΚ. ΤΑ ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΑΛΛΟΙ ΣΚΟΤΩΝΟΝΤΑΙ, ΑΛΛΟΙ ΦΥΓΑΝ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΟΥΝ, ΑΛΛΑ ΟΛΟΙ ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ. ΑΠ ΤΗΝ ΤΡΕΛΛΑ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, ΟΠΩΣ ΚΙ 9 5ΜΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΡΕΛΛΑ ΤΟΥ ΧΙΤΛΕΡ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ.
Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γαβριήλ μου, είσαι ολοζώντανος, συγκινητικός, αφηγηματικός, λαογραφικός και μια σκέτη… αμβροσία της ψυχής σ’ αυτό το καταπληκτικό, ρεαλιστικό, τρυφερό γραφτό σου μιας σημαδιακής σου εποχής.
Μια διαφορετική κι ιδιαίτερη μεστότητα θαρρείς γεννιέται και πλανιέται στο (Πριν την Έξοδο)… αγγίζει ιδιαίτερα όλους εμάς τους ξενιτεμένους που ζήσαμε και την ολοδική μας αξέχαστη Έξοδο κάποτε… Σε συγχαίρω ολόθερμα καλέ μου φίλε.
Με απέραντη φιλία κι εκτίμηση,
ΣΤΕΛΛΑ ΖΑΜΠΟΥΡΟΥ ΦΟΛΛΕΝΤΕΡ Νέα Υόρκη,
Aγαπητέ μου Ορέστη,
Καλώς ήλθες στην θαλπωρή της γειτονιάς μας.
Ακριβώς συμφωνώ και συμμερίζομαι τις απόψεις σου.
σε ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Στέλλα, μα τι κοσμητικά επίθετα είναι αυτά που μου φορτώνεις; ε! μήπως είσαι υπερβολική; Σε ευχαριστώ δια τα τόσο καλά κι ενθαρρυντικά σου λόγια, όπως θα καταλαβαίνεις οι ιστορίες μου είναι βγαλμένες από το χρονοντούλαπο της μνήμης, κάτι που όλοι ποιος λίγο ποιος πολύ έχουμε έναν κοινό παρονομαστή παρελθόντος.
Με αγάπη,
Γαβριήλ
Γαβρίλη,
Μπροστά στο δικαστή και τους ενόρκους, ένας σκελετωμένος και ρακένδυτος πιτσιρίκος υπερασπιζόταν τον εαυτόν του. Κάποιοι αυτόπτες μάρτυρες τον είχαν κατηγορήσει ότι δημοσίως πρόσβαλε την αίσθηση της πείνας.
Οι δικαιολογίες του δεν ακούστηκαν.
Βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε πείνα μέχρι θανάτου.
. . .Κι όλοι εμείς στον καφενέ,
τσιγάρο πρέφα και καφέ. . .
κάπως έτσι δε λέει το τραγούδι;
Να'σαι καλά,
Νίκος
Niko, Κάπως έτσι λέει και το σημερινό τραγούδι τσιγάρο τάβλι και φραπέ, αυτά είναι τα περασμένα εκείνα χρόνια.
Τώρα με κομμένα τα φτερά μετράμε τις μέρες μια, μια, και λέμε ακόμη μια που πάει πέρασε, ενώ τότε δεν υπήρχαν μέρες αλλά το άπειρον, είχαμε φτερά να το κακτήσουμε, αλλά δεν μας άφηναν...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Τί όμορφο κείμενο και τί νοσταλγικό. Είδες Γαβρίλη πώς οι αναμνήσεις χτυπούν την πόρτα συνεχώς απρόσκλητες; Κι όλες αυτές οι άγνωστες στους παραέξω λέξεις και οι έννοιες γίνονται μαγικές γιατί κρατάνε μόνο τη νοσταλγία αποβάλλοντας την πίκρα της εμπειρίας.
Μπορεί να τα άκουσα όλα αυτά απο τους παππούδες στο χωριό αλλά όλο κάτι μου θυμίζουν απο το νησί, που έζησε κι αυτό τη μεταπολεμική στέρηση.
Εμείς είμαστε γενιά της ευζωίας. Καλό ή κακό; Η ιστορία θα δέιξει.
Απο το παγωμένο Μόντρεαλ, όπου μόλις χτές επέστρεψα!
Αγαπητή μου Ιουστίνη, καλώς ήλθες στο παγωμένω Μόντρεαλ, που ασφαλώς θα γίνει και η παρουσίαση του βιβλίου σου το Ημερολόγιο "θα μου επιτρέψεις να πω" της χώρας του José Martí. Σου εύχομαι κάθε επιτυχία.
Οι μνήμες είναι αυτές που εβοήθεισαν να φτιαχτεί ο μετέπειτα χαρακτήρας μας, προπαντός η θύμηση του πλούσιου τοπικού λεξιολόγιου που χάνεται μέρα με την ημέρα, από όλα τα επτάνησα.
Τα χαρτονομίσματα αυτά της Ιταλικής κατοχής είναι αυτά που ρίχνουν λάδι στη φωτιά για να φουντώσουν οι αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας, είναι κάτι τι το σγκεκριμένο που κάποτε το είχα ζήσει. .
Ευχαριστώ,
Γαβριήλ
Γαβρίλη μου, ξαλάφρωσες πάλι λίγο την ψυχή σου. Κι αυτό το κείμενό σου, είναι απόσταγμα ζωής. Αλμυρό και δυστυχές σαν τα δάκρυα που δεν έφταναν να μαλακώσουν την μπομπότα στο τηγάνι. Τι να πεις; Βγήκε από το πετσί σου.
Τα Ιταλικά χαρτονομίσματα που κυκλοφόρησαν τότε, έδωσαν μια κλωτσιά και πήρε πιο γρήγορη κατρακύλα, η ήδη ριμαγμένη οικονομία της εποχής με τον συνεχή εξευτελισμό της δραχμής.
Συνέχισε Γαβρίλη μου,να ξεσκονίζεις και να βγάζεις στην επιφάνεια τα αποθημένα της μνήμης.
Βάνα.
Αγαπητή μου Βάνα!
Δεν είναι ότι μόνο ξαλαφρώνει η ψυχή είναι ότι τα σημάδια της τότε εποχής ακόμα υπάρχουν έίτε ως μνήμη, είτε ως Ιταλοϊονικά χαρτονομίσματα, είτε ως γράμματα, τετράδια βιβλία,γραμματόσημα που ακόμα έχω τα κοιτώ και προσπαθώ να καταλάβω αν είμαι το ίδιο άτομο.
Είναι η παρακαταθήκη που μου άφησαν τα χρόνια εκείνα, η οποία δεν αλλάζει και όχι μόνο αλλά είναι και διαφορετική, άρα εφόσον είναι διαφορετική αισθάνομαι την ανάγκη να την εξωτερικεύσω, όπου πάνω στην κατάσταση αυτή καθρεφτιζόταν η αλυσοδεμένη Ελλάδα.
Βάνα Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου