
Τα ίχνη μιας περιπέτειας στον αέρα.
Στο αεροδρόμιο της Ρώμης περίμενα σειρά να επιβιβαστώ σε αεροπλάνο της Αλιτάλια για Νέα Υόρκη. Είχα φθάσει νωρίτερα με πτήση Αλιτάλια από Αθήνα
Ημερομηνία 11 Σεπτεμβρίου 2001. Κάποτε ήρθε το αεροπλάνο, ανεβήκαμε στους αιθέρες ο πιλότος ως συνήθως μας καλωσόρισε μας είπε την ώρα που περίπου θα φθάναμε στη Νέα Υόρκη. Στο σπίτι στη Νέα Υόρκη είχε μαζευτεί όλη η οικογένεια και με περίμεναν να κόψουμε την τούρτα γενεθλίων της εγγονής μου.
Είχαμε περάσει τις ακτές της βόρειας Γαλλίας και πετάγαμε πάνω απ’ τον ατλαντικό, όταν σε μια αγγλική γλώσσα που με το ζόρι καταλάβαμε τι έλεγε μας ανακοίνωσαν, πρέπει να γυρίσουμε πίσω στη Ρώμη. Το αεροπλάνο έκανε λοιπόν στροφή, κατόπιν αρκετής ώρας πτήσης φάνηκαν μπροστά μας οι ακτές της Γαλλίας.
Στην καμπίνα επικράτησε ανησυχία, μας είπαν ότι είχαν κλείσει τα αεροδρόμια της Νέας Υόρκης, οι επιβάτες άρχισαν να διερωτώνται τότε γιατί δεν πάμε σε αεροδρόμιο άλλης πολιτείας; Άρα δεν μας λένε την αλήθεια. Μάλιστα όταν κατάλαβαν ότι μας έκρυβαν την αλήθεια, τόσο ποιο πολύ ανησυχούσαν. Κάποιοι που είχαν κινητά τηλέφωνα προσπαθούσαν να τα ενεργοποιήσουν, σηκωθήκαμε όλοι όρθιοι, σε μια στιγμή γίναμε όλοι θεοφοβούμενοι, θρήσκοι, μια κοπέλα στο απέναντι κάθισμα δεν σταμάτησε κάθε πέντε λεπτά να σταυροκοπιέται και να ανοίγει κάτι φυλαχτά, εικόνες. Δεν μας έλεγαν τίποτα, παρά μόνο ότι πρέπει να επιστρέψουμε στη Ρώμη. Τότε σκέφτηκα και το είπα μάλιστα στους συνεπιβάτες μου, αν υπήρχε κίνδυνος θα πηγαίναμε σε αεροδρόμιο της Γαλλίας που ήταν κοντά μας…
Έτσι φτάσαμε στη Ρώμη ήταν νύχτα βγήκαμε έξω, γινόταν χαμός, πάω στη εταιρία λέω τι να κάνω, που να πάω; Μου απαντούν να πας στο προξενείο σου, να λάβεις οδηγίες, άντε να βρεις άκρη.
Μετά άλλαξα τακτική λέω θέλω να πάω Ελλάδα, πράγματι με έβαλαν σε αεροπλάνο για Αθήνα όπου φτάσαμε μετά τα μεσάνυκτα. Χαράματα έφτασα στο σύνταγμα, μέχρι να βγει ο ήλιος πήγα στην Πλάκα σε ένα παλιό ξενοδοχείο, δεν κοιμόταν κανένας ήταν κρεμασμένοι όλοι στην τηλεόραση, και τότε μόνο έμαθα τα καθέκαστα για την καταστροφή των διδύμων πύργων. Πήγα σε ένα δωμάτιο να ξεκουραστώ, αφού ξημέρωσε πήγα σε σπίτι φίλου, στην γλυφάδα, έκανε μια ζέστη αποπνικτική.
Έτσι όπως ήμουνα με τον ιδρώτα να τρέχει, με την απελπισία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου, την οικογένειά μου να με περιμένει, μην ξέροντας πιο θα ήταν το επόμενο βήμα, η γυναίκα του φίλου μου, έχοντας μια έμφυτη καλλιτεχνική ροπή, κάθισε απέναντί μου κι αποθανάτισε την μοναδική αυτή στιγμή σε σκίτσο μιας απελπισμένης μορφής. Όταν μετά από 15 μέρες αναμονής στην Κεφαλονιά πήγα να τους αποχαιρετίσω μου έκαναν δώρο τις στιγμές αυτές σκιαγραφημένες, σε χοντρό χαρτί, που ανέδινε σκέψεις, που αποτυπωνόταν σε ρυτίδες, σε σταγόνες ιδρώτα, να μουσκεύουν τα ανακατεμένα εναπομείναντα μαλλιά που σαν βρώμικο χιόνι είχαν καταλάβει τους κροτάφους μου, μου έμεινε το σκίτσο το οποίο με ακομπανιάρει σαν ένα ακόμη ενθύμιο, στης ζωής το πολύπλοκο αίνιγμα, του πεπρωμένου και της τύχης.
Συμβάντα που άφησαν τα ίχνη τους, σε όλη την οικουμένη, σε εκατομμύρια ανθρώπους, μα και στον κάθε ένα μας ατομικά αναλόγως το πόσο τον επηρέασαν.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη