Φωτογραφίες μιας και μοναδικής νεότητας
Τις νύχτες αφουγκραζόμουν τις κορφές των κυμάτων να γλύφουν το σκαρί, μερικά να ξεσπάνε μανιασμένα στην κουβέρτα, ο νωχελικός ρυθμός της μηχανής, το νανούρισμα του λικνίσματος του βαποριού συντρόφευε τις σκέψεις μου, που σαν τρελές ξεχυνόταν απ’ τον νου μου, γέμιζαν την καμπίνα μου, στα πιο παράλογα κι οργιαστικά όνειρα, ανυπομονούσα να φτάσουμε σε λιμάνι.
Θα έτρεχα, θα γλεντούσα, θα μεθούσα, θα έκανα παρέα με όμορφα κορίτσια, θα έφευγα από την αγκαλιά της θάλασσας να πέσω σε γυναικεία, θα χόρευα, θα χόρταινα ο νους μου αγάπη, στοργή, γυναικείο σώμα, ποτό μια αυταπάτη της ευτυχίας. Όταν ξημέρωνε γεμάτος κέφι θα γύριζα στο βαπόρι, με το μαρτύριο να μου κατατρώει τα σωθικά. Γιατί να μην μπορώ να έχει δίπλα μου τη γυναίκα;
Φτάνοντας στο μικρό λιμανάκι Wilmington, North Caroline, βγήκαμε για περίπατο παρέα, λέγαμε και συζητούσαμε να πάμε κάπου σε κάνα μπαρ να πιούμε όταν από κάπου ξεπρόβαλε ένας κύριος, άκουσε που μιλούσαμε ελληνικά.
-Έλληνες είστε παιδιά;
-Μάλιστα Έλληνες.
-Δηλαδή βαπορίσιοι,
-Ναι, μα υπάρχουν έλληνες εδώ;
-Ναι, είμαστε αρκετοί την Κυριακή έχουμε κι έναν γάμο, είστε προσκεκλημένοι, επίσης να έρθετε το βράδυ στην εκκλησία, έχουμε εσπερινό. Να εδώ πιο κάτω είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Ο Σωκράτης από την Λευκάδα απάντησε καλά ίσως να έρθουμε. Σκεφθήκαμε ίσως να γνωρίζαμε και κανένα κορίτσι. Ο καπετάν Ιωακείμ, που τον είχε αφήσει η γυναίκα του, το είχε μαράζι, ας πάμε, είπε, ας φύγουμε λίγο από την λάσπη.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια μπήκαμε στον οίκο του Θεού.
Καθίσαμε στη μεσαία γραμμή στο στενόμακρο παγκάκι… Μια βοή κάτι σαν ψίθυρος έφτασε στα αυτιά μας. Βαπορίσιοι θα είναι, δεν βλέπεις τα μούτρα τους; Κοιταχτήκαμε, τους κοίταζαν ύποπτα. Εμείς κοιτάζαμε αχόρταγα τις γυναικείες σιλουέτες που μπαινόβγαιναν. Ρε τι καμπύλες είναι τούτες ψιθύρισε ο Ιωακείμ κάπως δυνατά επειδή ήταν κουφός.
Σιωπή ακούστηκε μια φωνή από πίσω. Αα! ο Σωκράτης έβγαλε μια φωνή, βλέπεις εκεί στην δεξιά μεριά έχουν σε εικόνα ένα ανθρώπινο κεφάλι σε ένα δίσκο; Μα είναι του Αϊ Γιάννη, είπα.
Πω, πω τι φρίκη πάμε να φύγουμε. Φώναξε ο Ιωακείμ, πάμε να βρούμε καμιά μπάρα να πιούμε λιγάκι.
Σούσουρο δημιουργήθηκε. Ησυχία, μα δεν σέβεστε την εκκλησία; Είπε μια γυναικεία φωνή.
Ο παπάς ξερόβηξε και κοίταξε προς το μέρος τους.
Ο Σωκράτης μας τράβηξε απ’ το μανίκι.
Πάμε έξω δεν βλέπεται ότι ο Θεός αυτός είναι διαφορετικός απ’ τον δικό μας;
Πάμε σε μπαρ, ίσως βρούμε και καμιά γυναίκα, είπε ο Ιωακείμ. Καθίσαμε στον πάγκο, παραγγείλαμε μπύρες, κοιτάζαμε αχόρταγα την κοπέλα που σερβίριζε.
Τι άχαρη, τι ανάλατη που είναι η αμερικάνικη ζωής είπε ο Ιωακείμ. Η μουσική έπαιζε καουμπόικους σκοπούς. Φέρε μας κι άλλες μπύρες είπε ο Σωκράτης, σιγά θα μεθύσεις είπα.
Από τότε που τον άφησε η γυναίκα του ο Ιωακείμ δεν μπορούσε να κάνει χωρίς γυναίκα, στα λιμάνια οι φιλενάδες του ακολουθούσαν το βαπόρι από τη στεριά, τις έφερνε στο σαλόνι μου την σύστηνε με υπερηφάνεια, από εδώ η κυρία Ιωακείμ, θα φάμε μαζί, καμάρωνε.
Την Κυριακή πήγαμε στον γάμο, το πανηγύρι έγινε στην κοινοτική αίθουσα.
Οι ηλικιωμένοι μας αγκάλιασαν, μας τράβαγαν να χορέψουμε, μας φώναζαν οι βαποριέρηδες, εμείς τα μάτια μας στα κορίτσια, δυστυχώς κανένα δεν μας έδωσε σημασία, ναυτικοί βλέπεις, άνθρωποι του υπό-κόσμου. Ήταν από ένα νησί του Αιγαίου νομίζω Ικαρία, ή Δωδεκάνησα. Πικραμένοι φύγαμε, που να πάμε που αλλού παρά στο βαπόρι μας. Με τον καιρό ο καπετάν Ιωακείμ άλλαξε βαπόρι, πήγε καπετάνιος σε άλλο, σε μια φουρτούνα στον βόρειο Ατλαντικό το βαπόρι βυθίστηκε αύτανδρο, νομίζω ήταν γεμάτο ξυλεία.
Παγώσαμε όταν το μάθαμε, ήταν καλός, λογικός άνθρωπος, στην ζωή του, του έλειπε η γυναίκα, ένα βράδυ καθώς πλέαμε στην Καραϊβική ο Σωκράτης μάζεψε κάτι γυναικεία ρούχα, από αυτά που παίρναμε δώρα για τα κορίτσια, τα έπλεξε στεφάνι, έγραψα το όνομα του, το έβαλε πάνω στην κουπαστή ώστε με το λίκνισμα του πλοίου να πέσει μόνο του στην θάλασσα και μαζί φωνάξαμε Αιωνία σου η μνήμη, φίλε μας Ιωακείμ.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Θα έτρεχα, θα γλεντούσα, θα μεθούσα, θα έκανα παρέα με όμορφα κορίτσια, θα έφευγα από την αγκαλιά της θάλασσας να πέσω σε γυναικεία, θα χόρευα, θα χόρταινα ο νους μου αγάπη, στοργή, γυναικείο σώμα, ποτό μια αυταπάτη της ευτυχίας. Όταν ξημέρωνε γεμάτος κέφι θα γύριζα στο βαπόρι, με το μαρτύριο να μου κατατρώει τα σωθικά. Γιατί να μην μπορώ να έχει δίπλα μου τη γυναίκα;
Φτάνοντας στο μικρό λιμανάκι Wilmington, North Caroline, βγήκαμε για περίπατο παρέα, λέγαμε και συζητούσαμε να πάμε κάπου σε κάνα μπαρ να πιούμε όταν από κάπου ξεπρόβαλε ένας κύριος, άκουσε που μιλούσαμε ελληνικά.
-Έλληνες είστε παιδιά;
-Μάλιστα Έλληνες.
-Δηλαδή βαπορίσιοι,
-Ναι, μα υπάρχουν έλληνες εδώ;
-Ναι, είμαστε αρκετοί την Κυριακή έχουμε κι έναν γάμο, είστε προσκεκλημένοι, επίσης να έρθετε το βράδυ στην εκκλησία, έχουμε εσπερινό. Να εδώ πιο κάτω είναι η εκκλησία του Αγίου Νικολάου.
Ο Σωκράτης από την Λευκάδα απάντησε καλά ίσως να έρθουμε. Σκεφθήκαμε ίσως να γνωρίζαμε και κανένα κορίτσι. Ο καπετάν Ιωακείμ, που τον είχε αφήσει η γυναίκα του, το είχε μαράζι, ας πάμε, είπε, ας φύγουμε λίγο από την λάσπη.
Για πρώτη φορά μετά από πολλά, πολλά χρόνια μπήκαμε στον οίκο του Θεού.
Καθίσαμε στη μεσαία γραμμή στο στενόμακρο παγκάκι… Μια βοή κάτι σαν ψίθυρος έφτασε στα αυτιά μας. Βαπορίσιοι θα είναι, δεν βλέπεις τα μούτρα τους; Κοιταχτήκαμε, τους κοίταζαν ύποπτα. Εμείς κοιτάζαμε αχόρταγα τις γυναικείες σιλουέτες που μπαινόβγαιναν. Ρε τι καμπύλες είναι τούτες ψιθύρισε ο Ιωακείμ κάπως δυνατά επειδή ήταν κουφός.
Σιωπή ακούστηκε μια φωνή από πίσω. Αα! ο Σωκράτης έβγαλε μια φωνή, βλέπεις εκεί στην δεξιά μεριά έχουν σε εικόνα ένα ανθρώπινο κεφάλι σε ένα δίσκο; Μα είναι του Αϊ Γιάννη, είπα.
Πω, πω τι φρίκη πάμε να φύγουμε. Φώναξε ο Ιωακείμ, πάμε να βρούμε καμιά μπάρα να πιούμε λιγάκι.
Σούσουρο δημιουργήθηκε. Ησυχία, μα δεν σέβεστε την εκκλησία; Είπε μια γυναικεία φωνή.
Ο παπάς ξερόβηξε και κοίταξε προς το μέρος τους.
Ο Σωκράτης μας τράβηξε απ’ το μανίκι.
Πάμε έξω δεν βλέπεται ότι ο Θεός αυτός είναι διαφορετικός απ’ τον δικό μας;
Πάμε σε μπαρ, ίσως βρούμε και καμιά γυναίκα, είπε ο Ιωακείμ. Καθίσαμε στον πάγκο, παραγγείλαμε μπύρες, κοιτάζαμε αχόρταγα την κοπέλα που σερβίριζε.
Τι άχαρη, τι ανάλατη που είναι η αμερικάνικη ζωής είπε ο Ιωακείμ. Η μουσική έπαιζε καουμπόικους σκοπούς. Φέρε μας κι άλλες μπύρες είπε ο Σωκράτης, σιγά θα μεθύσεις είπα.
Από τότε που τον άφησε η γυναίκα του ο Ιωακείμ δεν μπορούσε να κάνει χωρίς γυναίκα, στα λιμάνια οι φιλενάδες του ακολουθούσαν το βαπόρι από τη στεριά, τις έφερνε στο σαλόνι μου την σύστηνε με υπερηφάνεια, από εδώ η κυρία Ιωακείμ, θα φάμε μαζί, καμάρωνε.
Την Κυριακή πήγαμε στον γάμο, το πανηγύρι έγινε στην κοινοτική αίθουσα.
Οι ηλικιωμένοι μας αγκάλιασαν, μας τράβαγαν να χορέψουμε, μας φώναζαν οι βαποριέρηδες, εμείς τα μάτια μας στα κορίτσια, δυστυχώς κανένα δεν μας έδωσε σημασία, ναυτικοί βλέπεις, άνθρωποι του υπό-κόσμου. Ήταν από ένα νησί του Αιγαίου νομίζω Ικαρία, ή Δωδεκάνησα. Πικραμένοι φύγαμε, που να πάμε που αλλού παρά στο βαπόρι μας. Με τον καιρό ο καπετάν Ιωακείμ άλλαξε βαπόρι, πήγε καπετάνιος σε άλλο, σε μια φουρτούνα στον βόρειο Ατλαντικό το βαπόρι βυθίστηκε αύτανδρο, νομίζω ήταν γεμάτο ξυλεία.
Παγώσαμε όταν το μάθαμε, ήταν καλός, λογικός άνθρωπος, στην ζωή του, του έλειπε η γυναίκα, ένα βράδυ καθώς πλέαμε στην Καραϊβική ο Σωκράτης μάζεψε κάτι γυναικεία ρούχα, από αυτά που παίρναμε δώρα για τα κορίτσια, τα έπλεξε στεφάνι, έγραψα το όνομα του, το έβαλε πάνω στην κουπαστή ώστε με το λίκνισμα του πλοίου να πέσει μόνο του στην θάλασσα και μαζί φωνάξαμε Αιωνία σου η μνήμη, φίλε μας Ιωακείμ.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
11 σχόλια:
...μνήμες και πάλι μνήμες... κυλάει ένα κύμα, ζωγραφίζεται τούτο...
χοροπηδάει ένα άλλο, σχηματίζεται εκείνο...
σε φοβερίζει το επόμενο...
σου θυμίζει κάτι άλλο...
κι "ετούτο, και το άλλο... και το πάρα πέρα..."
μνήμες που δεν λέν' να μείνουν αμίλητες, μόλις αρχίσεις
και τις φέρνεις στ' αυγινό φως...
μα, δεν σταματούν!
έχουν μια γλώσσα σαν του φιδιού που αν δεν την προσέξεις... αν δεν της δώσεις σειρά να πει ό,τι έχει να πει... θα γυρίσει και θα σε χτυπήσει εκεί που πονάς...
η δική σου η μνήμη...
η θαλασσοποτισμένη...
του απέραντου νερού
-ένα άλλο βασίλειο κρυφής ζωής...-
το βασίλειο της αγέραστης Κυράς,
της Μεγάλης Θάλασσας...
Νάσαι καλά, Φίλε μου, πάλι μ' έκανες να κολυμπώ, μια φορά ακόμη να θλίβομαι...
κι εμένα,
που δεν έκανα στα..."καράβια"...
ο φλοίσβος της δικής μας θάλασσας, συχνά πυκνά κι οι φοβέρες του βοριά της, και τι δεν μου λείπει...
ας είναι, οι μνήμες καλό είναι να φωτίζονται,
μαζί τους ανασαίνουμε...
Υιώτα
Αστοριανή,
ΝΥ
Τι μας κάνεις να κολυμπάμε όπως λέει και η Γιώτα μας κ. Γαβριήλ και τι να θαλασσοδερνόμαστε σε έντονες συγκινήσεις. Σαν εξωπραγματικό μου φαίνεται. Όχι τα συμβάντα και γεγονότα ,αλλά τα όσα έζησες και πού το΄βγαλες το βαπόρι. Με φουρτούνες και μπουνάτσες το λιμάνι το βρήκες και αυτό έχει σημασία.
Πολλούς χαιρετισμούς.
Γαβριηλ,διαβάζω τις ναυτικές σου ιστορίες και νομίζω ότι είναι καποιανού αλλουνού.Η αγάπη της Ορτανσίας σε άλλαξε τόσο,σε πήρε από τη δίψα του απέραντου νερού [που λέει και η Υιώτα]και σε χόρτασε.
Το μνημόσυνο στον Ιωακείμ είχε το χιούμορ του δικού σας θεού.....
Ξετυλίξου φίλε,ξετυλίξου,με τα μάτια μπροστά και το κουβάρι πίσω ξετυλίξου.
Αγαπητή μου Υιώτα,
Μνήμες είναιαυτές που μας ακομπανιάρουν στα "στερνά" μας κι όχι μόνο αλλά προσπαθούμε μέσα στην σημερινή καταχνιά ένεκα ηλικίας να προβάλουμε αυτά που κάποτε είματσε.
Με μια λέξη να το χωνέψουμε εδώ που φτάσαμε, στην άλλη άκρη του νήματος, αυτήν την άπιαστη άκρη που ατενίζαμε τότε ως άπιαστο όνειρο, μάλλον πραγματικότητα των καλοβολεμένων, (του καιρού εκείνου)... και όνειρο δικό μας.
Ευχαριστώ, έδωσες στην απάντησή σου μια ποιητική χροιά.
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Μα αυτές οι μνήμες είναι αυτές που όταν βλέπεις γεγονότα, ή ακούς ιστοριούλες, ή παραμυθάκια λες, α! κάποτε ήμουν κι εγώ σε αυτή την θέση, ή κάποτε έζησα κι εγώ έτσι.
Η ζωή είναι σφαιρική, σε φέρνει βόλτα και όχι μόνο αλλά σου μαθαίνει την πείρα και το να εκτιμάς τις σημερινές ανέσεις κι ευκολίες.
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Σπύρο, γράφεις
Ξετυλίξου φίλε,ξετυλίξου,με τα μάτια μπροστά και το κουβάρι πίσω ξετυλίξου.
έχεις απόλυτα δίκιο, τόσα χρόνια τύλιγα το κουβάρι, μέχρι που έγινε στερεό, σκληρό, βαρύ ανηπόφορο. Τώρα αρχίζω και ξετυλίγο το κουβάρι των αναμνήσεων και αυτές γίνονται αητοί και πετούν στα σύννεφα κι από εκεί πάνω βλέπουν τα περασμένα κι αναπολούν αυτά που έφυγαν ένα ενδιαφέρον κομμάτι της ζωής και της νιότης.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Θα έτρεχα, θα γλεντούσα, θα μεθούσα, θα έκανα παρέα με όμορφα κορίτσια, θα έφευγα από την αγκαλιά της θάλασσας να πέσω σε γυναικεία, θα χόρευα, θα χόρταινε ο νους μου αγάπη, στοργή, γυναικείο σώμα, ποτό μια αυταπάτη της ευτυχίας…
Αυταπάτη της ευτυχίας… το λες όλο αυτό; Άραγε δεν ήταν;
Για άλλους η ευτυχία κρύβεται σ’ ένα κόκκο χρόνου ίσο με την αιωνιότητα...
Εσύ έζησες τόσα πολλά, φίλε, με πάθος. Αγάπησες, έκανες παρέα με γοργόνες αλλά και θεούς της τροπικής ζούγκλας. Με ανθρώπους του υποκόσμου αλλά και πόρνες των λιμανιών και... της σειράς... Γνώρισες κόσμο και κοσμάκη πέρασες φουρτούνες σε στεριά και θάλασσα και τώρα τα αναπολείς όλα αυτά και όχι μόνο… τα μοιράζεσαι μαζί μας.
Μια άλλη φορά μου έγραψες πως δεν υπάρχει πια χώρος στην ψυχή σου, οπότε ξαναβγαίνουν κι αν δεν τα πεις θα χαθούν στην άβυσσο της αιωνιότητας.
«Ξετυλίξου», λοιπόν όπως λέει κι ο Σπύρος, εμείς θα είμαστε εδώ να μαζεύουμε το κουβάρι σου…
Καλό Σαββατοκύριακο!!!
Αχα! με τη λέξη αυταπάτη εννοούσα ότι η ευτυχία ήταν προσωρινή, μετά κάποτε το έλεγα ευτυχία, όταν καθόμουν στο κούπι της πρύμνης κι εσκεφτόμουν, τι μου λείπει; κι έλεγα μέσα μου τίποτε, έχω απ'όλα και ψυχικά και ματεριαλιστικά αγαθά. Μάλλον ήμουνα ολιγαρκής και σήμερα που τα ξαναφέρνω στον νου μου είμαι ευχαριστημένος ότι κάποτε τα έζησα, αλλά έφυγε η νιότη απέμειναν οι αναμνησεις, με αυτές περνάω τον καιρό μου και προσπαθώ να μεταδώσω, τη διαφορά νοοτροπίας από την του στερεοτυπικού μετανάστη.
Φίλε μου Strato ευχαριστώ, excelente
Γαβριήλ
Καταπληκτικές οι θαλασσινές ιστορίες σου φίλε Γαβρίλη.Η απομόνοση τόσες μέρες στους ωκεανούς και η στέρηση τόσων αγαθών που έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν οι στεριανοί είναι επόμενο να σου αλλάζουν τον χαρακτήρα και οι άλλοι άνθρωποι να σε βλέπουν αλλοιώς.
Πάντως πολύ ενδιαφέρουσα η ναυτική ζωή.
Νάσαι καλά
Ντένης
Φίλε Ντένη,
Οι ιστοριούλες αυτές θαλασσινές ήταν ανέμελες χωρίς να σκέφτουμαι το αύριο, αλλά μόνο το σήμερα, έτσι ήταν όλη η ναυτική μου ζωή και των περισσοτέρων μας της τότε νεολαίας...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου