
Η νοσταλγία και οι αναμνήσεις , είναι μέρος της ζωής σου, σε βοηθούν να καταλάβεις το ποιος είσαι, φανερώνουν την ταυτότητά σου, στην πολυπολιτισμική κοινωνία όπου ζεις και υπάρχεις.
Μια διαφορετική Πρωτοχρονιά!
Η κουκέτα μου δίπλα στο φινιστρίνι, ένα γραφείο βιδωμένο στο πάτωμα, με μια κινητή καρέκλα, ένας ανεμιστήρας βιδωμένος στον τοίχο, η πόρτα του δωματίου μου πάντοτε στον γάντζο, ώστε να μην με κλείσει μέσα, εν περιπτώσει ναυαγίου, μια σέσουλα τενεκεδένια σφηνωμένη κόντρα στο φινιστρίνι για να φέρνει αέρα στις ζεστές θάλασσες και λιμάνια. Η καμπίνα μου ήταν στη μέση του βαποριού επικρατούσε φοβερή ζέστη. Ήταν ακριβώς πάνω από το στόκολο, δηλαδή πάνω από τα καζάνια παραγωγής ατμού. Είχε κι ένα νιπτήρα, σε αυτό το ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο βαπόρι έζησε 6 ολόκληρα χρόνια. Συνήθως αυτούς τους ναυτικούς που μένουν τόσο πολλά χρόνια στο ίδιο βαπόρι τους λένε καραμάνια, δηλαδή χάνουν την επαφή με τον έξω κόεμο. Γίνονται ένα με τη λαμαρίνα τουλάχιστον αυτή τη αλείφουν ψαρόλαδο για να μην σκουριάζει. Η γάτα που είχαμε στο βαπόρι για να μην την πιάσει η λαμαρίνα και τρελαθεί, της κρεμούσαμε στο λαιμό ένα κομμάτι χαλκό, μπακίρι, εμείς ασφαλώς όχι όλοι αλλά οι περισσότεροί μας για να μην μας πιάσει η λαμαρίνα, (υπολογίζω μια ψυχονευρωτική νόσος) το αντίδοτο ήταν τα λιμάνια, οι γυναίκες, το ποτό το γλέντι, όσα προλάβουμε σε κάθε ταξίδι σε κάθε πόρτο, αφού αύριο θα αρμενίζουμε ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα, και θα βλέπαμε γυναίκα μόνο στις φωτογραφίες των ημερολογίων κρεμασμένων στον τοίχο.
Τέλη Δεκεμβρίου αναχωρήσαμε από Μπελίζε το επόμενο λιμάνι το Κορτέζ Ονδούρας. Κανονίζαμε που θα περάσουμε την πρωτοχρονιά, αν κι εάν μας βάλουν μέσα στο λιμάνι τουλάχιστον να βγούμε στη στεριά.
Ήρθε τηλεγράφημα αν φτάσετε πριν την 6 απογευματινή θα πέσετε δίπλα, αν όχι στο αγκυροβόλιο και θα περιμένετε μέχρι τις 2 Ιανουαρίου.
Η μηχανή άνοιξε φτάσαμε 5 απογευματινή 31 Δεκεμβρίου, διπλαρώσαμε στην αποβάθρα, πρατιγάραμε, οι εργάτες δεν δούλευαν οπότε αυτό που μας έμενε ήταν να γλεντήσουμε. Κανόνισα με το καμαροτάκι στις 12 τα μεσάνυχτα να βγάλει στην τραπεζαρία τίποτα γλυκά πιοτό για τις βάρδιες της μηχανής, για άλλους που επέμεναν να παίζουν χαρτί και όποιος ήθελε να καλωσορίσει τον καινούργιο χρόνο, και πήγα έξω με παρέα. Τα μπαρ πολλά κοντά στο μόλο στη σειρά το ένα δίπλα από το άλλο, οι γυναίκες του πόρτου όταν είδαν ελληνικό βαπόρι βγήκαν τσάρκα και ήταν πολλές, πάρα πολλές, η κάθε μια έβγαινε περίπατο να αρπάξει μια οποιαδήποτε ευκαιρία.
Τέλη Δεκεμβρίου αναχωρήσαμε από Μπελίζε το επόμενο λιμάνι το Κορτέζ Ονδούρας. Κανονίζαμε που θα περάσουμε την πρωτοχρονιά, αν κι εάν μας βάλουν μέσα στο λιμάνι τουλάχιστον να βγούμε στη στεριά.
Ήρθε τηλεγράφημα αν φτάσετε πριν την 6 απογευματινή θα πέσετε δίπλα, αν όχι στο αγκυροβόλιο και θα περιμένετε μέχρι τις 2 Ιανουαρίου.
Η μηχανή άνοιξε φτάσαμε 5 απογευματινή 31 Δεκεμβρίου, διπλαρώσαμε στην αποβάθρα, πρατιγάραμε, οι εργάτες δεν δούλευαν οπότε αυτό που μας έμενε ήταν να γλεντήσουμε. Κανόνισα με το καμαροτάκι στις 12 τα μεσάνυχτα να βγάλει στην τραπεζαρία τίποτα γλυκά πιοτό για τις βάρδιες της μηχανής, για άλλους που επέμεναν να παίζουν χαρτί και όποιος ήθελε να καλωσορίσει τον καινούργιο χρόνο, και πήγα έξω με παρέα. Τα μπαρ πολλά κοντά στο μόλο στη σειρά το ένα δίπλα από το άλλο, οι γυναίκες του πόρτου όταν είδαν ελληνικό βαπόρι βγήκαν τσάρκα και ήταν πολλές, πάρα πολλές, η κάθε μια έβγαινε περίπατο να αρπάξει μια οποιαδήποτε ευκαιρία.
Δεν είχα υπολογίσει όμως μια μικρή από τα προηγούμενα ταξίδια, με περίμενε στην πύλη, για αυτήν μια ευχάριστη έκπληξη, ρεβεγιόν αν μπορεί να λεχθεί έτσι θα κάναμε μαζί, ο καινούργιος χρόνος θα μας εύρισκε μαζί. Αρχίσαμε σε γνωστό μπαρ, εκεί μας βρήκαν και δυο φίλοι ντόπιοι Λιβανέζοι έμποροι υφασμάτων που τους ήξερα από πριν ο Μπισίρ και ο Μπισάρας Καναουάτη, ο ταξιτζής Κίλγορ με την έγκυο Πατροσίνεα την κοπέλα του. Μαζί μας ήταν κι ένας Κεφαλλονίτης Ληξουριώτης ο Σ. Αραβαντινός που είχε ξεμείνει σε εκείνα τα νερά και μετά μπαρκάρισε στο βαπόρι. Πηγαίναμε από στέκι σε στέκι, ο ταξιτζής στην διάθεσή μας, οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο έπιναν χόρευαν και γλεντούσαν. Με την υποδοχή του καινούργιο χρόνου ανάβουν κροτίδες, βαρελότα γεμίζει ο κόσμος από καπνιά κρότους γέλια, χαρές ευχές, η κοπέλα μου έφερε ένα σωρό, πήγα να βάλω φωτιά σε μια κι έσκασε στα χέρια μου. Πίναμε και χορεύαμε μέχρι τις 4 πρωί, μετά πήγαμε για ύπνο στις έξη γύρισα στο βαπόρι για δουλειά γεμάτος με ένα αντίδοτο της λαμαρίνας, για να συνεχίσω να υπάρχω, αφού αύριο μεθαύριο θα αρμενίζαμε μακριά απ’ το αντίδοτο ανάμεσα ουρανό και θάλασσα.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης