
Η μάνα μας είχε μάθει, τη μεγάλη εβδομάδα θα πηγαίναμε στην εκκλησία, την μεγάλη Πέμπτη θα ακούγαμε τα 12 ευαγγέλια, από νωρίς μαζεύαμε κληματόβεργες, ολόκληρα δεμάτια, τα στήναμε σαν πυραμίδα, στην κορυφή βάζαμε το ομοίωμα του Ιούδα, τη νύχτα βάζαμε φωτιά «καίγαμε τον Ιούδα» έξω από την εκκλησία. Την μεγάλη Παρασκευή η περιφορά του Επιταφίου, τα κορίτσια έψαλλαν Η ζωή εν τάφω…, ‘Ω γλυκύ μου έαρ…’
Κρατώντας κεριά, στους κατασκότεινους δρόμους του χωριού, αφού δεν υπήρχε ηλεκτρισμός… τη νύχτα πριν την ανάσταση τρέχαμε μαζεύαμε μπαρούτι, (από Ιταλικά Λάφυρα) από τα φυσίγγια βγάζαμε τις σφαίρες, παίρναμε την μπαρούτι, με μια πέτρα κοπανίζαμε γύρω, γύρω το φυσίγγιο να βγει το καψούλι, τα εσκάγαμε με πέτρες, μετά η μπαρούτη άφθονη, σε ότι σχήμα και χρώμα ήθελες, από χειροβομβίδες, από οβίδες κανονιών, από σφαίρες. Ήταν ένα στοίχημα ανάμεσά μας το ποιος θα κάνει τη μεγαλύτερη έκρηξη, πολλά παιδιά τραυματίστηκαν για πάντα. Μετά θα σηκωνόμαστε πρωί, πρωί να μεταλάβουμε. Ήταν Λαμπρή.
Το τραπέζι στο χωριό φτωχικό, συνήθως στην τσερέπα (γάστρα) αν υπήρχε κάνα κομμάτι γίδα, κάνα κουνέλι. Όχι δεν θυμάμαι ποτέ να ψήναμε αρνί, ίσως η ανέχεια, αλλά ούτε και κανένας στο χωριό μας.
Μα αυτός ο συνεχής πόλεμος, είχε εμψυχώσει τον κόσμο σε ένα θρησκευτικό φανατισμό. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο, εσύ, εγώ, η πείνα, το δρεπάνι του θανάτου, οι πέτρες και η εκκλησία.
Μετά ο εμφύλιος, πού κουράγιο για εορτές, για Πάσχα, μετά ήρθε η θάλασσα, 14 χρόνια σε ποντοπόρα πλοία, τη μια ήσουνα στον Ινδικό ωκεανό, την άλλη στον Ειρηνικό, ή στον Ατλαντικό, δεν κρατούσαμε θρησκευτικό ημερολόγιο, μέσα στα πολυεθνικά πληρώματα. Μετά στην Λατινική Αμερική, εργαζόμουν με το ταξί κουβαλούσα επισκέπτες στη γαλάζια λίμνη και στις ακροθαλασσιές για μπάνια, για να γιορτάσουνε το Πάσχα τους τρώγοντα θαλασσινά, ψάρια.
Κάποτε ήρθα στη Νέα Υόρκη επισκέπτης, είχαν περάσει 20 χρόνια αφότου δεν είχα δει λαμπρή. Γνώριζα φίλο Κεφαλλονίτη, είμαστε μαζί στα βαπόρια. Με φιλοξένησε, ήταν Απρίλης, η θεια του μια βέρα Κεφαλλονίτισσα μαζί με τον άνδρα της και κόρη της και άλλη μια οικογένεια κύπριους μου επεφύλαξαν μια έκπληξη, πήγαμε σε πάρκο κι έψησαν αρνί στη σούβλα, εκεί στην εξοχή γιόρτασα το πρώτο Πάσχα αλά Ελληνικά.
Πριν μερικά χρόνια πήγα στο Αργοστόλι, υπολόγιζα θα κάναμε Πάσχα εκκλησία, κόκκινα αυγά, όλοι μαζί.
Μετά ο εμφύλιος, πού κουράγιο για εορτές, για Πάσχα, μετά ήρθε η θάλασσα, 14 χρόνια σε ποντοπόρα πλοία, τη μια ήσουνα στον Ινδικό ωκεανό, την άλλη στον Ειρηνικό, ή στον Ατλαντικό, δεν κρατούσαμε θρησκευτικό ημερολόγιο, μέσα στα πολυεθνικά πληρώματα. Μετά στην Λατινική Αμερική, εργαζόμουν με το ταξί κουβαλούσα επισκέπτες στη γαλάζια λίμνη και στις ακροθαλασσιές για μπάνια, για να γιορτάσουνε το Πάσχα τους τρώγοντα θαλασσινά, ψάρια.
Κάποτε ήρθα στη Νέα Υόρκη επισκέπτης, είχαν περάσει 20 χρόνια αφότου δεν είχα δει λαμπρή. Γνώριζα φίλο Κεφαλλονίτη, είμαστε μαζί στα βαπόρια. Με φιλοξένησε, ήταν Απρίλης, η θεια του μια βέρα Κεφαλλονίτισσα μαζί με τον άνδρα της και κόρη της και άλλη μια οικογένεια κύπριους μου επεφύλαξαν μια έκπληξη, πήγαμε σε πάρκο κι έψησαν αρνί στη σούβλα, εκεί στην εξοχή γιόρτασα το πρώτο Πάσχα αλά Ελληνικά.
Πριν μερικά χρόνια πήγα στο Αργοστόλι, υπολόγιζα θα κάναμε Πάσχα εκκλησία, κόκκινα αυγά, όλοι μαζί.
Έμεινα να ψάχνω για τη χαμένη της μάνας μου στοργική αγάπη, την πίστη της, την ευλάβειά της σε κάθε τι το θρησκευτικό, την ανικανοποίητη νοσταλγία μου τυλιγμένα στου λιβανιού τη μυρωδιά να με αγκαλιάζουν με τους καπνούς από τα κεριά του πολυελαίου που έσβηνε το τριγωνικό καπέλο του καντηλανάφτη, και τις ψαλμωδίες του Χριστός Ανέστη να πετά η θύμηση μου, έτσι αθώα όπως τότε στον ουρανό. Όμως δεν βρήκα τίποτα, η ομίχλη της φθοράς του χρόνου, η λησμονιά, τα είχε καλύψει όλα.
Φταίω εγώ που δεν άλλαξα, γύρισα έτσι όπως γεννήθηκα, αυτοί που έμειναν προόδεψαν, συγχρονίστηκαν στους μοντέρνους καιρούς.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης