Από το λιμάνι του νησιού ξεκινούσαν δυο δρόμοι, ο ένας έσκιζε κατ’ ευθεία τον κάμπο στα δυο πήγαινε για την πρωτεύουσα, ο άλλος πήγαινε για το βουνό. Πήρα το δρόμο που ήταν ανήφορος. Ήταν Μάης, εποχή που ανθίζουν οι παπαρούνες, ένα κόκκινο θέαμα ξεπετιόταν από τους βράχους σαν αίμα από μαχαιριές θεών.
Κάποιος περπατούσε πλάι μου, φαινόταν να με απόφευγε.
-Πως το λένε το χωριό εκεί πάνω; Ρώτησα.
-Μαρκάτα, κύριε.
-Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι τα Μαρκάτα;
-Σιγουρότατος, κύριε.
-Μα γιατί φαίνεται τόσο θλιβερό;
-Είναι απ’ τον καιρό κύριε, γέρασε κι αυτό από την εγκατάλειψη.
-Μαρκάτα, κύριε.
-Είσαι σίγουρος ότι αυτό είναι τα Μαρκάτα;
-Σιγουρότατος, κύριε.
-Μα γιατί φαίνεται τόσο θλιβερό;
-Είναι απ’ τον καιρό κύριε, γέρασε κι αυτό από την εγκατάλειψη.
Εγώ το φανταζόμουν με τα μάτια του πατέρα μου τελείως διαφορετικό, αλέγκρο και τόσο μεγάλο που να κρύβει τον ορίζοντα. Πάντοτε έζησε τη ζωή του με αναστεναγμούς, με νόστο, αλλά ποτέ δεν γύρισε. Τώρα έρχομαι εγώ αντί γι’ αυτόν, φέρνω την αγάπη του, το νόστο του, να δω τον μυθικό του κόσμο.
-Ε! κύριε τι μουρμουρίζεις μόνο σου, τι πας να κάνεις στα Μαρκάτα;
-Μα να βρω την περιουσία του πατέρα μου.
-Α! έτσι…
Μετά έπεσε βουβαμάρα, ο ξένος ανέβαινε κι αυτός προς το χωριό.
Ήταν απόγευμα την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά του σχολείου, αντί παιδικές φωνές, οι χρυσές ακτίνες του ήλιου χρύσωναν την βουνοπλαγιά, τους ερειπωμένους τοίχους των σπιτιών. Τα αγριόχορτα είχαν σκαρφαλώσει και πνίξει τα πορτο-παράθυρα των ερειπίων. Μια ηλικιωμένη φάνηκε να περπατά, καλησπέρα, είπα, άνοιξε το στόμα της μου φάνηκε ότι τα δόντια της ήταν γεμάτα αγριόχορτα. Αυτός που βάδιζε δίπλα μου είπε:
Ήταν απόγευμα την ώρα που σχολούσαν τα παιδιά του σχολείου, αντί παιδικές φωνές, οι χρυσές ακτίνες του ήλιου χρύσωναν την βουνοπλαγιά, τους ερειπωμένους τοίχους των σπιτιών. Τα αγριόχορτα είχαν σκαρφαλώσει και πνίξει τα πορτο-παράθυρα των ερειπίων. Μια ηλικιωμένη φάνηκε να περπατά, καλησπέρα, είπα, άνοιξε το στόμα της μου φάνηκε ότι τα δόντια της ήταν γεμάτα αγριόχορτα. Αυτός που βάδιζε δίπλα μου είπε:
-Εγώ σας αφήνω πάω για το σπίτι μου.
-Ποιος είσαι γιόκα μου;
-Είμαι ο γιος του Πέτρου.
-Α! αυτού που χάθηκε στα ξένα; Και τι γυρεύεις στον τόπο μας;
-Ο πατέρας μου εδώ γεννήθηκε πέρασε εδώ τα παιδικά του χρόνια, δεν κατάφερε όμως να πεθάνει εδώ όπως ήταν το όνειρό του. Πριν πεθάνει του υποσχέθηκα θα ερχόμουν εγώ αντί γι’ αυτόν. Έτσι πέθανε γαλήνιος, μου έμαθε να νιώθω την αγάπη του τόπου του, ήρθα να δω το χωράφι του, την περιουσία του, θυμόταν την αγριελιά, μετρούσε τα κυπαρίσσια.
-Τι χωράφι και περιουσία μου λες; Εδώ κανένας δεν καλλιεργεί, τα αγριόχορτα μας έχουν πνίξει, έχουν ερημώσει τα πάντα.
Στην μέσα τσέπη του σακακιού μου είχα μια φωτογραφία του πατέρα μου, από την πολυκαιρία είχε κιτρινίσει, άσε που στις γωνίες είχε κάτι μαύρες κουκίδες αυτές που αφήνουν οι μύγες. Από εκεί που βρίσκεται θα πρέπει να με βλέπει σκέφτηκα, έκανα τα χέρια μου χωνί, κοίταξα τον ουρανό και φώναξα.
-Με βλέπεις πατέρα;
-Που είσαι γιε μου; ακούστηκε μια φωνή.
-Εδώ στο χωριό σου.
-Δεν σε βλέπω γιε μου.
-Τι κρίμα πατέρα.
Η ηλικιωμένη με κοίταξε σα να έβλεπε φάντασμα, έκανε το σταυρό της και μονολόγησε.
-Μα γιατί;
-Γιατί τούτη εδώ τη γη, εκεί που γεννήθηκαν τα όνειρα του πατέρα σου, την έχουν καταπατήσει οι εναπομείναντες… θα βρουν πατέντα να σε υποχρεώσουν να γυρίσεις στο μέρος σου… καλύτερα λοιπόν να γυρίσεις πριν ακόμα έρθεις.
-Μα γιαγιά μου φαίνεται παράξενο γιατί ο πατέρας μου αγάπησε τόσο πολύ αυτόν τον τόπο, να για κοίταξε τον ουρανό, είναι ο ίδιος με αυτόν που γεννήθηκα εγώ.
-Δεν ξέρω γιόκα μου, έχω χρόνια που δεν κοιτώ ψηλά, από την στιγμή που ο παπάς μου είπε ότι για εμένα έχουν κλείσει οι πύλες του ουρανού.
-Μα γιατί άραγε;
-Θα στον συστήσω και σένα.
-Μα εσύ δεν έχεις γεννηθεί έλληνας, είσαι και αβάφτιστος κι έρχεσαι να βρεις χωράφια και ξερότοπους;
-Ο πατέρας μου πίστευε σε αυτά που άφησε, αυτός μ’ έστειλε, μου δάνεισε τα μάτια του, να δω τον άγιο τόπο του.
Ένιωσα να με σπρώχνει η βοή του ανέμου, μια φωνή ακούστηκε, φύγε γιε μου, αυτή δεν είναι η πατρίδα που άφησα.
Σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό, ένα σύννεφο περνούσε σα να το κυνηγούσαν, έμοιαζε με ασπρομάλλη άνδρα. Κατάλαβα, ήταν ο πατέρας, δυο δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια μου, δεν έπεσαν κάτω, έμειναν αιωρούμενα αναποφάσιστα, μετά κύλησαν στο στόμα μου, ένιωσα την αρμύρα τους, έμοιαζε σα να ήταν από θαλασσόνερο, αυτό που με βάφτισαν, αμέσως ξεθάρρεψα. Θυμήθηκα τον πατέρα που δάκρυζε όταν σκεφτόταν τον τόπο του, κατάλαβα την ουτοπία του και βιάστηκα να φύγω…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
16 σχόλια:
Φίλε μου
Ένας υπέροχος ύμνος αγάπης γιά τα χώματα που γεννηθήκανε οι άνθρωποί μας Αυτοί οι άνθρωποι τους οποίους στιγμή δεν πάψαμε να τιμούμε.Τιμή και σε σένα φίλε που συνεχίζεις αυτή την αγάπη γιά τα χώματά μας Κι' ας είναι γεμάτα αγριόχορτα. Είναι τα άγια χώματά μας Τα χώματα των γονιών μας.
Νάσαι καλά
Ντένης
Φίλε Γαβριήλ η πένα και τα συναισθήματα σου πάντα βαθειά και γλαφυρά γραμμένα.Θλιβερές αλήθειες φέρνεις στην επιφάνεια. Έτσι ειναι τώρα τα χωριά μας.Τα χώματα που γεννηθήκαμε είναι γεμάτα αγριόχορτα,ερημιά και εγκατάλειψη.Τα σχολεία έκλεισαν παιδιά δεν υπάρχουν πιά , μόνο γέροι περιδιαβαίνουν τα άλλοτε γεμάτα ζωή δρομάκια τους . Ουτε κατσίκια πιά δεν υπάρχουν, σπάνιο είδος έγινε κι αυτό .Όλοι έριξαν μαύρη πέτρα πίσω τους .Μόνο τα καλοκαίρια μαζευόμαστε και αναμετράμε τις παιδικές μας αναμνήσεις.Χαιρετώ Κατερίνα
Το διάβασα και το ξαναδιάβασα κ. Γαβριήλ από την ώρα που τογραψες και συγκίνηση με έπνιξε πολλή. Λεπτές ισορροπίες, όσια και ιερά για τον καθένα ο τόπος, οι γονείς, οι αξίες και τα ιδανικά που κουβαλά κανείς μέσα του από τα παιδικά του χρόνια...
Εξαιρετικός ο τρόπος που τα αποδίδεις με τη γραφή σου.
Nασαι καλά.
Πολλούς χαιρετισμούς και στην οικογένειά σου.
...ένα από τα πλέον καλογραμμένα σου, Γαβρίλη μου.
Δεν μέτρησα πόσες ...λέξεις είναι, μα να το στείλεις και στον Ε.Κ., στη στήλη των αναγνωστών, θα το διαβάσουν πολλοί και θα το χαρούν, όπως το χαρήκαμε κι εμείς, εδώ!!
Να είσαι καλά, φίλε μου, και να μη σταματάς...
Καληνύχτα, (12.06 !)
Υιώτα
ΝΥ
Φίλε Ντένη,
Όπως το λες, έναι ένας υπέροχος ύμνος για τα χώματα που γεννήθηκαν οι γονείς μας, μα κι ακόμα κι εμείς οι ίδιοι.
Σε ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Κατερίνα,
Είναι ότι απόμεινε από αυτή τη θλιβερή κατάσταση που κατάντησε η ελληνική ύπαιθρο, τα χωριά μας.
Αλλά και το άλλο, εμείς επιμένουμε, στο να το θυμόμαστε όπως ήταν κάποτε...
Μάλλον είναι μια αναγέννηση του νου μας, ο οποίος αρνήται να αφομοιωθεί...
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη, αυτό που γράφεις με ανέβασε στα ουράνια.
(Το διάβασα και το ξαναδιάβασα κ. Γαβριήλ από την ώρα που τογραψες και συγκίνηση)
Ξέρεις, στην αρχή όταν γράφω κάτι δεν μπορώ να ξέρω, τι εντύπωση θα κάνει στους αναγνώστες, σκέπτομαι αν και δεν αρέσει, ή ένα σωρό άλλες υπεκφυγές που πολλές φορές αποδεικνύεται ότι είνα σκευάσματα της σκέψης μου.
Δι αυτό με χαροποίησες ιδιαιτέρως
Χίλα ευχαριστώ, χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Χάρηκα που σου άρεσε το γραπτό, θα δοκιμάσω αυτό που μου συστήνεις,
ευχαριστώ για την επίσκεψή σου, είδα και τις φωτογραφίες στο ΑΣΤΟΡΙΑΝΗ φαινόμαστε όλοι σαν ηθοποιοί στο Χόλυγουντ της Ιουστίνης.
Πολύ ωραίο.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Γαβρίλη μου, καλέ μου φίλε,
...ναι έκλαιγα για άλο ένα γκρέμισμα και ξερίζωμα της Ζωής...
Σε συγχαίρω ολόθερμα Γαβριήλ μου γιατί το γράψιμό σου κλείνει αλήθεια, εικόνα και ψυχή. Μιλά μέσα μου και το χαίρομαι.
Εύγε σου!
Με εγκάρδιους χαιρετισμούς και την αγάπη μου σε όλους σας
Στέλλα Ζαμπούρου Φόλλεντερ
Αγαπητή μου Στέλλα,
Καλό σου ταξίδι,Enjoy it
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Πόσα τέτοια δάκρυα δεν έχουν μείνει αιωρούμενα σ’ ολονών μας τα πρόσωπα, φίλε, όταν επικοινωνούμε (με όποιον τρόπο) με τους ανθρώπους μας, που έχουν γίνει πια αστέρια. Άλλοι τους «βλέπουν», άλλοι όχι πάντα, μα όλοι ξέρουμε πως υπάρχουν…
Πολύ τρυφερό, πολύ γλυκό, πολύ ωραίο. Με συγκίνησες.
Φίλε μου,
Έτσι κάποιες φορές, κάθομαι και αναπολώ, ολομόναχος, κοιτάζω τα πέριξ και προσπαθώ να βρω τον εαυτόν μου, παίρνοντας ως παράδειγμα τους ανθρώπους που έχουν γίνει πιά αστέρια. Τότε γράφω, όχι πάντα το κατορθώνω, αλλά έτσι μου επιτρέπει ο νους να διαλογίζομαι με ένα Αν,είχα κάνει αυτό, ή αν είχα κάνει εκείνο, ή αν αυτό το βράδυ έμενα στο βαπόρι, ή αν δεν άκουγα τις τόσο μακρινές συμβουλές.
Πάλι όμως δεν μπορώ να βρω άκρη, αλλά να συνεχίζω να υπάρχω όπως είμαι.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
To δάκρυ λένε είναι η βουβή λαλιά του πόνου ή της χαράς που ανακουφίζει και ξεπλένει την ψυχή.. είναι η βροχούλα της ψυχής..
Τέτοιες βροχούλες προκαλούν οι αναπολήσεις σου..
Ιδιαίτερα με συγκινείς..
Aγαπητή μου Σταγόνα,
εκ των υστέρων τα γεγονότα πληγώνουν, τα τόσα ουτοπικά χρόνια ελπίδων, σωριάζοντε σαν σπίτι από τραπουλόχαρτα, αυτό που μένει είναι η ανακεφαλαίωση της ζωής, με σύντροφο τις ψιχάλες της βροχής, αυτής που ακούγεται στην τσίγκινη σκεπή, αυτή που προσφέρει προστασία μα και μια ανθρώπινη θαλπωρή,εκεί όπου τα δάκρυα στερεύουν.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Γαβρίλη,
Το διήγημά σου είναι μια πλημμύρα φωτός και ένα βάθος ευτυχίας, όπου σταλαγματιά -- σταλαγματιά, η λέξη με τη λέξη γίνονται δάκρυα ψυχικής αγαλλίασης. Είναι ένα πνεύμα που αντέχει στις ψηλές λογοτεχνικές ατμόσφαιρες.
Νίκος, Μanhattan
Δημοσίευση σχολίου