Το πεπρωμένο μιας ζωής γράφτηκε πάνω στ' άχυρα στο φως του λύχνου.
Βρέχει, μια βροχή σιγανή μονότονη που σου δίνει στα νεύρα.
Το σπίτι κλειστό, ο αέρας μυρίζει μούχλα, σκας, θες να βγεις, που να πας όμως;
Πέρασε πλέον ο καιρός που η βροχή σε συντρόφευε καθώς ακουγόταν στα κεραμίδια κι εσύ έβρισκες τον παράδεισο κάτω απ τα σκεπάσματα χωμένος σε γυναικεία αγκαλιά.
Σήμερα πάει πλέον το πουλί πέταξε, με το ζόρι κάθεσαι στον καναπέ, ανοίγεις τηλεόραση, τη βαριέσαι, ψάχνεις με το τηλέφωνο κάνα γνωστό, όλοι τους έχουν τα ίδια προβλήματα με εσένα. Ανοίγεις την εφημερίδα, διαβάζεις τις επικεφαλίδες, σιχαίνεσαι τα εμφατικά ψέματα, σου λείπει η αυτοσυγκέντρωση. Την πετάς στο πάτωμα. Ψάχνεις για μια ανοιχτή καρδιά, έλα όμως που όλες είναι πιασμένες, δεν σε θέλουν τι να σε κάνουν, μετά αρχίζει να πονά το ένα και το άλλο, σου λένε να πας σε γιατρό, το αναβάλεις για αύριο, ξέρεις η αναβολή σου δίνει και μια ελπίδα ίσως νάνε κάτι απλό θα περάσει και περιμένεις για ένα αύριο που ποτέ δεν έρχεται.
Μα κι αυτός ο καναπές το ίδιο χρώμα μέρα νύχτα, κάθεσαι και γίνεσαι αόρατος.
Μπαίνουν βγαίνουν δεν σε βλέπουν, ή κάνουν πως δεν σε βλέπουν. Κοιτάς τον εαυτόν σου, απίστευτο και όμως αληθινό, ρωτάς την κομπανιέρα κι αυτή δεν έχει θάρρος να σου δώσει, τι να σου πει, τα έχει πει όλα;
Ακουμπάς στο παραθύρι κοιτάζοντας τη βροχή, κλείνεις τα μάτια σου, θυμάσαι που κάποτε η βροχή ακουγόταν στα κεραμίδια, αυτή που σε νανούριζε ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα σου. Θυμάσαι τα πολύχρωμα όνειρα, αυτά που τρεμόσβηναν στο φως του λύχνου, καθώς η φλογίτσα του χόρευε στον ρυθμικό τόνο της αναπνοής του αέρα, αυτής που περνούσε απ’ τη γρίλια του σκεβρωμένου παράθυρου. Θυμάσαι την παιδική αθωότητα, τη ζεστή θαλπωρή του μαγκαλιού και τα παραμύθια της γιαγιάς γεμάτα με νεράιδες και χάριτες. Θυμάσαι τη μονότονη λαλιά του γκιώνη, τα αλυχτίσματα των σκύλων, θυμάσαι τον φόβο που είχες για τα στοιχειωμένα έρημα σπίτια.
Ονειρευόσουν, να έχεις μια μέρα στρώμα από πούπουλα, να έχεις φως ηλεκτρικό, να έχεις ψυγείο, νερό τρεχούμενο, καλοριφέρ, να έχεις ραδιόφωνο, να δοκιμάσεις ξωτικά φαγητά τότε θα ήσουν ευτυχισμένος, κι όταν κάποτε σε ρώτησαν μικρός τι θες να γίνει όταν μεγαλώσεις, μα σοφέρ απάντησες, εντυπωσιασμένος από τους ανθρώπους που έτρεχαν με ρόδες οδηγώντας τα φορτάκια, αντί να πηγαίνουν με τα πόδια. Έτσι ήταν τα όνειρα, αυτά που γεννιόταν πάνω στο αχυρένιο στρώμα, νόμιζες ότι αν αποκτούσες όλα αυτά θα ζούσες στον παράδεισο. Όχι, για γυναίκα ποτέ δεν το είχες σκεφθεί, ήταν μια αθώα εποχή, η του στρώματος με τ’ άχερα. Έ! όμως ήρθε κι αυτή, η φωλιά έγινε ζεστή, μέχρι που όλα άρχισαν να γίνονται ρουτίνα πάλι σαν την βροχή, άχρωμη ανάλατη, ο καναπές άδειος, μέχρι που ξανά επιθυμείς να γυρίσεις στην εποχή του αχυρένιου στρώματος, αλλά κι αυτό πετάχτηκε στα σκουπίδια, το μόνο που επιζεί το λυχνάρι, αλλά χωρίς φυτίλι.
Αλήθεια, τι μυστήριο που είναι η ζωή;
Μα κι αυτός ο καναπές το ίδιο χρώμα μέρα νύχτα, κάθεσαι και γίνεσαι αόρατος.
Μπαίνουν βγαίνουν δεν σε βλέπουν, ή κάνουν πως δεν σε βλέπουν. Κοιτάς τον εαυτόν σου, απίστευτο και όμως αληθινό, ρωτάς την κομπανιέρα κι αυτή δεν έχει θάρρος να σου δώσει, τι να σου πει, τα έχει πει όλα;
Ακουμπάς στο παραθύρι κοιτάζοντας τη βροχή, κλείνεις τα μάτια σου, θυμάσαι που κάποτε η βροχή ακουγόταν στα κεραμίδια, αυτή που σε νανούριζε ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα σου. Θυμάσαι τα πολύχρωμα όνειρα, αυτά που τρεμόσβηναν στο φως του λύχνου, καθώς η φλογίτσα του χόρευε στον ρυθμικό τόνο της αναπνοής του αέρα, αυτής που περνούσε απ’ τη γρίλια του σκεβρωμένου παράθυρου. Θυμάσαι την παιδική αθωότητα, τη ζεστή θαλπωρή του μαγκαλιού και τα παραμύθια της γιαγιάς γεμάτα με νεράιδες και χάριτες. Θυμάσαι τη μονότονη λαλιά του γκιώνη, τα αλυχτίσματα των σκύλων, θυμάσαι τον φόβο που είχες για τα στοιχειωμένα έρημα σπίτια.
Ονειρευόσουν, να έχεις μια μέρα στρώμα από πούπουλα, να έχεις φως ηλεκτρικό, να έχεις ψυγείο, νερό τρεχούμενο, καλοριφέρ, να έχεις ραδιόφωνο, να δοκιμάσεις ξωτικά φαγητά τότε θα ήσουν ευτυχισμένος, κι όταν κάποτε σε ρώτησαν μικρός τι θες να γίνει όταν μεγαλώσεις, μα σοφέρ απάντησες, εντυπωσιασμένος από τους ανθρώπους που έτρεχαν με ρόδες οδηγώντας τα φορτάκια, αντί να πηγαίνουν με τα πόδια. Έτσι ήταν τα όνειρα, αυτά που γεννιόταν πάνω στο αχυρένιο στρώμα, νόμιζες ότι αν αποκτούσες όλα αυτά θα ζούσες στον παράδεισο. Όχι, για γυναίκα ποτέ δεν το είχες σκεφθεί, ήταν μια αθώα εποχή, η του στρώματος με τ’ άχερα. Έ! όμως ήρθε κι αυτή, η φωλιά έγινε ζεστή, μέχρι που όλα άρχισαν να γίνονται ρουτίνα πάλι σαν την βροχή, άχρωμη ανάλατη, ο καναπές άδειος, μέχρι που ξανά επιθυμείς να γυρίσεις στην εποχή του αχυρένιου στρώματος, αλλά κι αυτό πετάχτηκε στα σκουπίδια, το μόνο που επιζεί το λυχνάρι, αλλά χωρίς φυτίλι.
Αλήθεια, τι μυστήριο που είναι η ζωή;
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
8 σχόλια:
... αφού κατάφερες να γίνεις ένας έμπειρος σοφέρ (!!!!!!) της ζωής, και τι αλμυρόγευστης ζωής... όλα καλά,
Γαβρίλη μου!
Δεν είναι το... αχυρένιο στρώμα που με πλήγωσε... είναι εκείνη η αλήθεια που μπήγεται σαν το σουγιά στη σάρκα:
"... κάθεσαι στο καναπέ... μπαίνουν, βγαίνουν, δε σε βλέπουν, ή κάνουν πως δε σε βλέπουν... κ.λ.π."
Μέχρι εδώ, όλα καλά!
... κι είχα ένα γείτονα, αριστερά στο σπίτι της Αστόρια, σαν τον πατέρα μας... με ζωστήρα! ξέρεις πόσο επώδυνος είναι... κι έλεγε:-
...να φύγω, μα πώς θ΄αφήσω πίσω τη Μαρί που δεν τα καταφέρνει να βάλει το κουτάλι στο στόμα της...
Η Μαρί, είχε πάθει δυο-τρεις φορές σοβαρό "νέρβους-μπρέικντάουν", βραβευμένη Δασκάλα, μοναχοκόρη,κάποτε πολύ όμορφη...
Έβγαινε στο δρόμο ΓΥΜΝΗ φωνάζοντας:-είμαι ελεύθερη!!!όλοι σας είστε ζώα! και άλλα, που ανατριχιάζω τώρα που τα θυμάμαι...
Η Μαρί, ζει ακόμη, με τα καταθλιπτικά χάπια, πάει πέρα δώθε στο Μπρόντγουέϊ και Στάινγουέι..,
Ο Μίστερ Τόνυ, τελικά μας άφησε ακριβώς εκατό χρονών!!!! με τους πόνους του και το χαμόγελο της υπομονής ότι κι αυτός τελικά ελευθερώθηκε!!!!!!!!!!!!!
Το αχυρένιο στρώμα... πάει κι αυτό...κι η βροχή! άχρωμη, μα...αλατισμένη από τα δάκρυα του κόσμου...
Να είσαι καλά, Φίλε μας,
Υιώτα
Φίλε Γαβρίλη
Περιγράφεις με μια εκπληκτική ζωντάνια μια ολόκληρη ζωή. Μια ζωή έτσι όπωε κυλάει άχαρα.
"κάθεσε στον καναπέ μπαίνουν, βγαίνουν και δεν σε βλέπουν δεν σου μιλούν." Ναι Αυτή είναι η ζωή μας.
Νάσαι καλά
Ντένης
Από τα ωραιότερα κείμενά σου. Δεν λέω... κι αληθινό γιατί όλα σου είναι αληθινά!
Ένα ακόμη από τη σοδειά των πλούσιων ονείρων και των τρυφερών στοχασμών σου.
Άλλωστε εσύ ξέρεις όλα αυτά να τα σκαλίζεις με αγάπη κι εκείνα δεν έχουν παρά να καρπίσουν γλυκές νοσταλγίες.
Αλήθεια, «τι μυστήριο που είναι η ζωή»; Και τι παράξενη;… Τίποτα δεν φαίνεται να της είναι αρκετό...
Εύχομαι, φίλε, εκείνη η «αναπνοή του αέρα που περνούσε απ’ τη γρίλια του σκεβρωμένου παράθυρου» σου να ταξιδεύει τα όνειρά σου και να γλυκαίνει τις σκέψεις σου!
...Ακούς τη βροχή και θυμάσαι τον ήχο της στον τσίγκο καθώς έπεφτε πότε μ΄ορμή και πότε αργή σαν κατρακύλισμα από τ΄ουρανού τη σκάλα...
Κάπως έτσι θυμάμαι πάντα τη βροχή, σαν ήχο του τσίγκου σα τραγούδισμα.
Καλό Φθινόπωρο κ. Γαβριήλ με την οικογένειά σου.
Aγαπητή μου Υιώτα!
Καμιά φορά στοχαστικός όπως είμαι προσπαθώ να αντιγράψω τη ζωή με το να μαντέψω τι μας επιφυλάσει,
έτσι γίνομαι οδηγός (Σοφέρ) όπως ήταν πάντοτε το όνειρό μου και καθοδηγώ τις σκέψεις μου, με τον απλούστατο τρόπο, κοιτάζοντας γύρω μου.
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Φίλε Ντένη,
Είναι κι αυτό η περιγραφή μιας ολόκληρης ζωής (Χρονικά) ένα βάλσαμο, του τεράστιου γιατί να είναι έτσι, αυτού του γιατί που καίει μέσα μας.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε μου Στράτο,
Δεν ξέρω από που να αρχίσω,
χάρηκα πολύ για την παρουσίασή σου στους στοχασμούς μου, αυτούς που βγάνει ο νους και αποτυπώνει η πένα.
Τα όνειρα είναι αυτά που μας ακομπανιάρουν σε όλη μας τη ζωή, τα δημιουργεί η αθωώτητα, η παιδική inexperiencia η καλοσύνη,
αλλά ο αμείλικτος χρόνος δεν συγχωρεί τις συνέπειες. Εσύ απλούστατα διερωτάσαι γιατί; σε τι έφταιξα;
Το μυστήριο της ζωής...
Φίλε χίλια ευχαριστώ...
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Ευχαριστώ που βρήκες τον χρόνο να με επισκεφτείς, καταλαβαίνω ότι θα είσαι πολυάσχολη μετά από τον γυρισμό σας,
Αλλά είναι κι αυτή η γραφή για κάθε έναν από εμάς όπως η βροχή, μελαγχολική, είναι τότε που ο εαυτός μας βρίσκει τον χρόνο αυτόν που έχει μουχλιάσει από πέρασμά του και ξαναζωντανεύει τα όνειρά του τις προσδοκίες του και φέρνει στα χείλη του την ερώτηση γιατί να είναι έτσι η ζωή;
Πολλούς χαιρετισμούς παιδιά, Νίκο
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου