Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Ένα παλιό Σαπιοκάραβο.

Ήταν ένα μικρό ποντοπόρο φορτηγό βαπόρι, στην πλώρη του στην δεξιά μεριά υπήρχε ένα μεγάλο δωμάτιο τετράγωνο με ράφια κι έναν πάγκο βιδωμένο στο πάτωμα, ήταν το εργαστήρι του μαραγκού, είχε τρία φινιστρίνια που έφερναν το φως της ημέρας χωρίς να τολμώ να τ’ ανοίξω διότι θα έμπαινε το κύμα της θάλασσας. Ήταν γεμάτο κότες μάλλον όλα κοκόρια, που είχαμε φροντίσει να πάρουμε από την ινδική χερσόνησο.
Τα ψυγεία είχαν πάθει ζημιά δεν λειτουργούσαν, τα τρόφιμα λίγα.
Κάθε πρωί τα τάιζα, φορούσα γάντια, έπιανα ένα, ένα, έξη όλα μαζί και τα στραγγάλιζα χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίμα. Τα έπιανα απ’ το κεφάλι τα γύριζα δυο-τρεις φορές έτσι στριφτά μέχρι που δεν κουνιόταν πλέον. Τα υπόλοιπα ξαφνιαζόταν, έτρεχαν να κρυφτούν πάνω στα ράφια στις γωνίες σε μια στάση εχθρική, έτοιμα να μου επιτεθούν. Έτσι τα πιο άγρια τ’ άφηνα τελευταία μέχρι να έρθει η σειρά τους. Τα μαδούσα τα έπλενα κι έτοιμα για μαγείρεμα.
Φανταζόμουν τον εαυτόν μου σαν τον Πολύφημο που σκότωνε τους συντρόφους του Οδυσσέα και τους πιο γενναίους τους άφηνε τελευταίους. Τελικά μας είχε μείνει μόνο ένας κόκορας, ο πιο άγριος, καθώς άπλωνα το γαντοφορεμένο χέρι μου, σήκωνε τις τρίχες του κεφαλιού του μισάνοιγε τα φτερά του και έπαιρνε στάση επιθετική. Αισθάνθηκα τη ζωή του να κρέμεται από τα χέρια μου. Ποιος να τον πρωτοφάει; Τελικά του χάρισα τη ζωή.
Ο Ινδικός Ωκεανός είχε βαλθεί να μας βουλιάξει, ήταν η εποχή των μουσώνων. Επί 20 μέρες ταξιδεύαμε σε μια αγριεμένη θάλασσα. Ο ουρανός και η θάλασσα είχαν ενωθεί σε ένα σταχτί-μαύρο χρώμα, που άσπριζε από τους αφρούς που έκαναν τα κύματα όταν λυσσασμένα χτυπούσαν το βαπόρι το κατάστρωμα χανόταν κάτω από την αφρώδη αυτή λύσσα τους. Από μπροστά μας από δίπλα μας από πίσω μας ο αέρας σφύριζε στα ξάρτια σα δαιμονισμένος, το βαπόρι πάλευε αγκομαχούσε, ανέβαινε σε υδάτινο βουνό και κατέβαινε σε χαράδρες, η προπέλα ξενέρωνε γύριζε σαν τρελή στον αέρα, κάνοντας το βαπόρι να τρέμει ολόκληρο. Εκεί πέρα στον ορίζοντα τα σύννεφα φαινόταν απειλητικά, σκέπαζαν τον ήλιο, μερικά από αυτά έμοιαζαν σαν τον Αίολο που φυσούσε, μετά φάνηκε σύννεφα σαν να ήταν η Τρίαινα και μια μορφή σαν τον Ποσειδώνα. Μήπως οι θεοί μας, για να μας βοηθήσουν απαιτούσαν να κάνουμε θυσίες, τότε θα μπορούσα να σφάζω τα κοτόπουλα να χυθεί αίμα! Αλλά χρειαζόμαστε έναν Μάντη, ούτε Κάλχας ούτε Πυθία υπήρχε.
Η κιβωτός μας χόρευε σαν καρυδότσουφλο, ο καθένας μας βουβά σιωπηλά προσευχόταν στο δικό του θεό να μας βοηθήσει να φτάσουμε στη στεριά, να αφήσουμε τον κόκορα να πετάξει να τρέξει να μας δώσει την είδηση ότι υπάρχει ελπίδα, να βρούμε στεριά, να πατήσουμε χώμα ευλογημένο κάτι τι, το στερεό, να κάνουμε τα τάματα στους θεούς μας, να δούμε γυναίκες, που στην φαντασία μας φάνταζαν σαν θεϊκές υπάρξεις, γεμάτες στοργή, ρομαντικές τρυφερές. Να νιώσουμε κι εμείς ότι είμαστε παιδιά της μητέρας γης. Ο κάθε ένας μας έπλαθε μια ιδανική μορφή δικής του γυναίκας, κάτι να λατρεύει, να πιστεύει, να αγαπά, σαν ένα αγγελικό εξωγήινο λουλούδι να τους καταλαβαίνει, κάτι απαλό μεθυστικό, να προσεύχεται στο όνομά της.
Κι όταν στα λιμάνια τις βλέπαμε να περνούν δίπλα μας, εκστατικοί, άφωνοι, ντροπαλοί, άτολμοι, καθόμαστε και τις κοιτάζαμε ώρες ολόκληρες σα να ήταν από άλλον πλανήτη.
Ξάφνου στο βάθος φάνηκαν βουνά, ήταν το νησί Σοκότρα, πλέαμε στην Αραβική θάλασσα, βάλαμε πλώρη προς τα εκεί, τα βουνά έκοψαν τον αέρα, νιώσαμε ένα πιο μεγάλο τράνταγμα, το βαπόρι έπαψε πλέον να πλέει, είχαμε σφηνωθεί σε ύφαλο.
Ο λοστρόμος, από τη Σύμη έτρεξε έφερε το σκαντάγιο να μετρήσει το βάθος της θάλασσας. Ο καπετάνιος από τη Σάμο μέσω του βραζιλιάνου ασυρματιστή με τα μορς ζητούσε οδηγίες απ’ το γραφείο της Νέας Υόρκης, ο ανθυποπλοίαρχος ένας καϊκίσος μάλωνε με τον υποπλοίαρχο για τις μανούβρες που έπρεπε να κάνει το βαπόρι ώστε να ξεκολλήσει από την ξέρα. Ο πρώτος μηχανικός ένας Αργεντινός φώναζε ότι του τελειώνουν τα καύσιμα, πράγματι σε λίγο τελείωσαν έτσι κόπηκε και το ηλεκτρικό ρεύμα, τα τρόφιμα είχαν εξαντληθεί, κι εμείς γυρίζαμε σαν ξόανα στην κουβέρτα, μερικοί είχαν ξαπλώσει στις μπουκαπόρτες των αμπαριών, άλλοι σκυμμένοι στην κουπαστή ρίχνανε καθετές για ψάρεμα.
Μια νέα περιπέτεια άρχιζε
:

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

7 σχόλια:

Justine's Blog είπε...

Υπέροχο κείμενο, τόσο παραστατικό. Σα να ζωγραφίζεις εικόνες της θάλασσας. Δεν πολυμπαίνω στα μπλόγκς γιατί είμαι σε μιά απίστευτη διαρκή τρεχάλα. Ομως ξαπόστασα διαβάζοντας αυτό το αριστούργημά σου.
Φιλί

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Ιουστίνη,
Ε! τι να πω!
Ευχαριστήθηκα πάρα πολύ που όπως λες (ξαπόστασες διαβάζοντας αυτό το αριστούργημά σου)

Με ανεβάζεις δηλαδή τα γραπτά μου σε έναν υπερθετικό βαθμό έτσι αισθάνουμαι ότι τα γενοβολήματα της πένας μου έστω και θαλασσοβρεγμένα πετούν στα ουράνια με φτερά σαν του Ίκαρου κι εγώ όμως προσέχω να μην πάμε πολύ ψηλά και λυώσει το κερί τους ο ήλιος μας.
Χίλια ευχαριστώ...

Γαβριήλ

Μαριάνθη είπε...

Πέρασα και ξαναπέρασα κ. Γαβριήλ να διαβάσω τις θαλασσοπεριπέτειές που με ταξιδεύουν και μένα μα τώρα βρίσκω χρόνο να αφήσω ένα μήνυμα. Να είσαι καλά. Χαιρετισμούς.

Μηθυμναίος είπε...

Συνηθισμένο σκαρί στις περιπέτειες εσύ φίλε μου!
Μα, όπως σου έχω ξαναγράψει, απορώ πως τα έχεις συγκρατήσει μέσα σου με τόσες λεπτομέρειες. Ούτε ό χρόνος μπόρεσε να τα εξατμίσει από μέσα σου...
Μήπως κράταγες ημερολόγιο;

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Πέρασες και ξαναπέρασες απ το σπιτικό μου, μάλιστα σ' ευχαριστώ, όπως καταλαβαίνεις αυτές οι ιστορίες μου είναι τόσο ασυνήθιστες που σήμερα μετά από τόσα χρόνια μου φαίνουντε σχεδόν απίστευτες...
Αλλά έχουν αφήσει τα σημάδια τους στον δρόμο μου...

Χαιρετισμούς οικογένεια
Ευχαριστώ
Γαβριήλ

pylaros είπε...

Recordar es Vivir,
έτσι αρχίζει ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα σε Ισπανόφωνο σταθμό της Νέα Υόρκης...

Αυτό κάνω κι εγώ φίλε μου και συγκρίνω τις ζωές του τότε με το σήμερα, βλέπω την ουτοπία της ευτυχίας που φέρνει το όνειρο της ύλης, σε βάρος της ανθρώπινης θαλπωρής, ή ας πούμε της ανθρώπινης αλληλεγύης και ξαναφέρνω στην επιφάνεια από μέσα μου μια άλλη ζωή στην οποία ήμουν
"πρωτ'"-- αγωνιστής...

Ευχαριστώ φίλε
χαιρετισμούς

Γαβριήλ

Αστοριανή είπε...

...kapou-kapws oi...lekseis mou
xa8ikan!

Gavrili mou, sou symplhrwnw estw kai argoporimena!
Thavmasio keimeno! Mnhmes kai synaisthimata yfainontai me texnh.
Efxaristw pou se diavasa!
Kalo vrady,
Yiwta