Με είχε πιάσει η νύχτα, περπατούσα με το κεφάλι σκυφτό, ο δρόμος χωματένιος, άχαρος, γεμάτος σκόνη, η ζέστη μου έπαιρνε την αναπνοή, ο ιδρώτας έτρεχε απ’ το μέτωπό μου, ανακατευόταν με τη σκόνη κι έφτιαχνε κηλίδες, αυτές που χρωμάτιζαν το πρόσωπό μου, που έμοιαζε σαν αντίσκηνο στρατιωτικής σκηνής. Είχα φύγει από το δρόμο της υπαίθριας αγοράς αυτής που οι ζητιάνοι ήταν στις άκρες του δρόμου και σου άπλωναν τα χέρια τους, γυμνοί σκεπασμένοι με χώμα. Προχωρούσα προς το ποτάμι τον Γάγγη, εκεί ήταν διπλαρωμένο το βαπόρι μας ξεφορτώνοντας ρύζι.
Από πίσω μου με ακολουθούσαν ένα σωρό πιτσιρίκια, πολλά άπλωναν τα χέρια τους με ψηλάφιζαν κι όλα μαζί φώναζαν Μίστερ Μπαξίς.
Για να απαλλαγώ απ τα παιδάκια όσα χέρια γινόταν απαιτητικά τα τσίμπαγα κάτι τσιμπιές στριφτές, έφευγαν αυτά ερχόταν άλλα.
Είχα πλέον απελπιστεί ξάφνου μπροστά μου βρέθηκε ένα πράσινο κτίριο με καθαρή αυλή, κυκλικά σχήματος παράθυρα και πόρτα, προχώρησα προς τα εκεί, ήταν ένα τζαμί.
Τα παιδάκι με ακολούθησαν, μπήκα μέσα, ήταν γεμάτο από άνδρες γονατιστοί ντυμένοι στα άσπρα, ένας από αυτούς σηκώθηκε, κάτι είπε στα παιδάκια που εξαφανίστηκαν. Περνούσε ένα τρίκυκλο ταξί ‘ρίκσο’ ανέβηκα στο ποδήλατο, στο ποτάμι του λέω, επέμεινε να περάσουμε σε ένα μέρος να με κεράσει τσάι, κι άρχισε να μου εξηγεί ότι η πόλη βρισκόταν σε γιορτινή ατμόσφαιρα, μια που ήταν ραμαζάνι. Μετά να μου συστήσει ράφτες να μου ράψουν κουστούμι, ή να με πάει έξω απ την πόλη εκεί στα κρυφά όπου σερβίρουν αλκοόλ, του υποσχέθηκα ότι την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε βόλτα έξω από την πόλη.
Τέλος τον κατάφερα με πήγε στο ποτάμι, στο βαπόρι οι εργάτες σαν μυρμήγκια μετέφεραν σακιά ρύζι στην πλάτη τους στο κεφάλι τους.
Για να απαλλαγώ απ τα παιδάκια όσα χέρια γινόταν απαιτητικά τα τσίμπαγα κάτι τσιμπιές στριφτές, έφευγαν αυτά ερχόταν άλλα.
Είχα πλέον απελπιστεί ξάφνου μπροστά μου βρέθηκε ένα πράσινο κτίριο με καθαρή αυλή, κυκλικά σχήματος παράθυρα και πόρτα, προχώρησα προς τα εκεί, ήταν ένα τζαμί.
Τα παιδάκι με ακολούθησαν, μπήκα μέσα, ήταν γεμάτο από άνδρες γονατιστοί ντυμένοι στα άσπρα, ένας από αυτούς σηκώθηκε, κάτι είπε στα παιδάκια που εξαφανίστηκαν. Περνούσε ένα τρίκυκλο ταξί ‘ρίκσο’ ανέβηκα στο ποδήλατο, στο ποτάμι του λέω, επέμεινε να περάσουμε σε ένα μέρος να με κεράσει τσάι, κι άρχισε να μου εξηγεί ότι η πόλη βρισκόταν σε γιορτινή ατμόσφαιρα, μια που ήταν ραμαζάνι. Μετά να μου συστήσει ράφτες να μου ράψουν κουστούμι, ή να με πάει έξω απ την πόλη εκεί στα κρυφά όπου σερβίρουν αλκοόλ, του υποσχέθηκα ότι την επόμενη μέρα θα πηγαίναμε βόλτα έξω από την πόλη.
Τέλος τον κατάφερα με πήγε στο ποτάμι, στο βαπόρι οι εργάτες σαν μυρμήγκια μετέφεραν σακιά ρύζι στην πλάτη τους στο κεφάλι τους.
Την άλλη μέρα μας περίμενε πήρα μαζί μου έναν φίλο ναυτικό και πήγαμε έξω απ’ την πόλη, μια οικογένεια ξανθών μας σέρβιραν Τζιν, δίπλα ήταν το ποτηράκι του μωρού με διαλυμένο γάλα σκόνη, ρώτησα από πού ήταν; Πολωνοί μου είπαν άνδρας γυναίκα κι ένα μωρό 2-3 μηνών που το νανούριζε ο άνδρας! Το νόημα της ανθρωπιάς είχε εξαφανιστεί. Ήμασταν όλοι μας βουτηγμένοι σε ένα καζάνι κολάσεως όπου κόχλαζαν τα βρώμικα νερά του Γάγγη, η ζέστη, τα κουνούπια, οι βάλτοι της ζούγκλας, αγρίευε το βλέμμα μας σαν άγρια θηρία. Η αλληλεγγύη, η ανθρωπιά, ήταν ζωγραφισμένες μόνο στα όνειρα του νου.
Στην αρχή είχαμε αγκυροβολήσει στον δέλτα του ποταμού Γάγγη για να βγάλουμε μερικό φορτίο σε μαούνες ώστε να ελαφρώσει το βαπόρι και να προχωρήσει στο ποτάμι. Εκεί γέμισε από εργάτες, οι οποίοι, όταν έτρωγαν καθόταν κατάχαμα γύρω από ένα μεγάλο κοινό πιάτο κάτι σα σκάφη γεμάτο ρύζι στη μέση μια τρύπα με χρωματιστή σάλτσα, βούταγαν τα δάχτυλα γεμάτα ρύζι στη σάλτσα αυτή. Αφού τελείωναν μασούσαν ένα πράσινο φύλλο κι έφτυναν ένα χρώμα κόκκινο κάτι σαν αίμα. Όταν νύχτωνε άρχιζαν το τραγούδι, με νταούλια, ένας μονότονος λυπητερός ρυθμός, κοιμόταν δε πάνω στον μουσαμά των αμπαριών. Δυο σανίδες δεμένες στην κουπαστή πάνω απ το ποτάμι ήταν το αναγκαίο συμπλήρωμα της ζωής τους, υπήρχε και ένα κονσερβοκούτι με σπάγκο για να βγάζουν νερό απ’ το ποτάμι.
Η σκηνή στο λιμάνι της Τσιταγκόνγκ του Μπανγκλαντές.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
7 σχόλια:
...μα υπάρχουν τέτοιες καταστάσεις!
έχεις δίκιο που τ’ αναφέρεις!
εμείς ζούμε στα ...πούπουλα εν συγκρίσει μ’ αυτούς!
Αχ! Γαβρίλη μου, πόσο εγωϊστές είμαστε!
Καλή σου νύχτα,
Υιώτα
Πέρασα να διαβάσω κ. Γαβριήλ για άλλη μια φορά τις ιστορίες με τα ταξιδέματα και την θαλασσινή αρμύρα . Άλλοι κόσμοι, άλλοι χρόνοι, άλλοι καιροί. Δεν παύουν να με γοητεύουν.
Χαιρετισμούς από όλους μας.
"Το νόημα της ανθρωπιάς είχε εξαφανιστεί. Ήμασταν όλοι μας βουτηγμένοι σε ένα καζάνι κολάσεως"
Με απλά λόγια είπες τα πάντα !!
την άλλη πλευρά της γης ...την άλλη πλευρά των ανθρώπων ...
Πόσο μικροι είμαστε τελικά ...
Πανέμορφη η διήγησή σου Γαβριήλ ..
μαθαίνουμε τόσα
Σ ευχαριστούμε !!!
Εύχομαι ένα όμορφο βράδυ !!!!
Αγαπητή μου Υιώτα,
Όπως ξέρεις η νεανική μου ζωή είχε κάποιο διαφορετικό ξεκίνημα από το στερεότυπο των Μεταναστών και ειδικώς των Ελλήνων...
Διαυτό πάντα όταν γράφω διστάζω διότι δεν μπορώ να παρουσιάσω έναν κόσμο με λουλούδια αφού δεν είναι, ή δεν ήταν...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριπάνθη,
Ευχαριστώ που πέρασες απ τη γειτονιά μου.
Ναι άλλοι κόσμοι, οι καιροί είναι όμως σχεδόν οι ίδιοι, καμιά φορά νομίζω ότι ονειρεύομαι αλλά αναπολώ καταστάσεις από τις οποίες πέρασα, σα να πούμε τη σκύλα και χάρυβδη... και δεν το πιστεύω ότι έφτασα μέχρι εδώ!
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Δέσποινα, πολλές φορές γράφω στο Πυλαρος περιπέτειες, είναι τόσο διαφορετικές, τόσο ωμές, από τις στερεοτυπικές ας πούμε των μεταναστών ώστε διστάζω να τις εκθέσω ή να τις δημοσιεύσω. όμως είναι η άλλη γη, ο άλλος κόσμος, είναι ο καθρέφτης της ψυχής, αυτής που υπάρχει σήμερα, αυτής που ακόμα αιωρείται ανήσυχα στο διάστημα.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου