
Φιλονικούσαν δυο σχολιαστές πάνω σε ξένη ιστοσελίδα, ξάφνου πετιέται ένας τρίτος και τους γράφει, ρε σεις δεν πάτε να ανοίξετε δικό σας μπλογκ έτσι θα διαβάζεται μόνοι σας τα δικά σας γραπτά και θα χαιρόσαστε θα ικανοποιείτε το εγώ σας, αντί να μας γεμίζεται με ανοησίες;
Ομολογώ εντυπωσιάστηκα, η αλήθεια είναι ότι το μπλογκ σου δίνει την ελευθερία να εκφραστείς, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.
Η πρωτοτυπία του θέματος παίζει πρωταρχικό ρόλο, κάτι που να μην είναι κοινό, έτσι λοιπόν ψάχνω στο μυαλό μου να γράψω κάτι το ασυνήθιστο.
Βάζω μπροστά τη μηχανή των αναμνήσεων, είναι λίγο σκουριασμένη αλλά υπάρχει μια διαφορά, η μηχανή αυτή είναι δική μου, δηλαδή μέσα σε αυτή ενηλικιώθηκα, οπότε μου ανήκουν όλα τα Copyright.
Μια πλατεία με φοίνικες και παγκάκια, μπροστά από μια μεγάλη εκκλησία, εκεί είχαμε βγει παρέα με το φίλο μου, τον Jose Dueña. Είμαστε ναυτικοί πλήρωμα από το ίδιο βαπόρι κάναμε βόλτες στην πλατεία Cienfuegos Cuba. Ξάφνου παρουσιάστηκε μια πιτσιρίκα, χαιρέτισε, ο Χοσέ μου λέει κάνε της παρέα αν θέλεις εγώ πάω σπίτι μου. Ήταν από εκείνα τα μέρη. Με τα στάνταρ της Κούβας τίποτα το παράξενο, κάναμε βόλτες, πήγαμε για ένα ποτό, για καφέ, μετά μου έσκασε το παραμύθι.
Ξέρεις μου λέει θα περάσουμε τη νύχτα μαζί αλλά έχω ένα πρόβλημα, ζω με την μάνα μου, αυτή με περιμένει να γυρίσω, με ψώνια, λοιπόν δώσε μου10 δολάρια να της τα δώσω ώστε να πάει μόνη της στην αγορά και περίμενέ με να γυρίσω θα περάσουμε τη νύχτα αγκαλιά. Κοίταξα την εκκλησία απέναντί μας, κοίταξα και τα αγάλματα, σαν καλός χριστιανός την πίστεψα! Ένα ακόμη μάθημα, το ρήμα περιμένω έμεινε μια κουκίδα, που σα διάττοντας αστέρας χάθηκε στο άπειρο της ζωής.
Ένα μικρό λιμανάκι στην Κούβα Isabela de Sagua, ναυτικοί εμείς ψάχναμε για διασκέδαση, κάποιος μας είπε έχει χορό ο δήμος, γιατί δεν πάτε κι εσείς, όλοι οι Κουβανοί φορώντας γουαγιαβέρας καθισμένοι στην βεράντα στις καρέκλες τους αυτές που δεν έχουν πόδια αλλά δυο καμπύλες και κουνιόταν σα να νανουρίζουν μωρά, μέσα στην αίθουσα ορχήστρα και χορός. Στα σκαλοπάτια της βεράντας μας σταμάτησαν, όχι μας είπαν απαγορεύονται οι ναυτικοί. Θυμώσαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε στο εσωτερικό της Κούβας μια πόλη Sagua La Ggrande, εδώ κάπως άλλαζε ο κόσμος, όχι δεν υπήρχε διασκέδαση έπρεπε να το πάρουμε απόφαση θα γυρίζαμε στο βαπόρι, όπως φύγαμε, εν τέλει κάτι βρέθηκε, εκεί στη σκοτεινιά, στη λάσπη ασυνήθιστοι οι ντόπιοι από ναυτικούς έχασα τα λεφτά από την τσέπη μου.
Ομολογώ εντυπωσιάστηκα, η αλήθεια είναι ότι το μπλογκ σου δίνει την ελευθερία να εκφραστείς, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα.
Η πρωτοτυπία του θέματος παίζει πρωταρχικό ρόλο, κάτι που να μην είναι κοινό, έτσι λοιπόν ψάχνω στο μυαλό μου να γράψω κάτι το ασυνήθιστο.
Βάζω μπροστά τη μηχανή των αναμνήσεων, είναι λίγο σκουριασμένη αλλά υπάρχει μια διαφορά, η μηχανή αυτή είναι δική μου, δηλαδή μέσα σε αυτή ενηλικιώθηκα, οπότε μου ανήκουν όλα τα Copyright.
Μια πλατεία με φοίνικες και παγκάκια, μπροστά από μια μεγάλη εκκλησία, εκεί είχαμε βγει παρέα με το φίλο μου, τον Jose Dueña. Είμαστε ναυτικοί πλήρωμα από το ίδιο βαπόρι κάναμε βόλτες στην πλατεία Cienfuegos Cuba. Ξάφνου παρουσιάστηκε μια πιτσιρίκα, χαιρέτισε, ο Χοσέ μου λέει κάνε της παρέα αν θέλεις εγώ πάω σπίτι μου. Ήταν από εκείνα τα μέρη. Με τα στάνταρ της Κούβας τίποτα το παράξενο, κάναμε βόλτες, πήγαμε για ένα ποτό, για καφέ, μετά μου έσκασε το παραμύθι.
Ξέρεις μου λέει θα περάσουμε τη νύχτα μαζί αλλά έχω ένα πρόβλημα, ζω με την μάνα μου, αυτή με περιμένει να γυρίσω, με ψώνια, λοιπόν δώσε μου10 δολάρια να της τα δώσω ώστε να πάει μόνη της στην αγορά και περίμενέ με να γυρίσω θα περάσουμε τη νύχτα αγκαλιά. Κοίταξα την εκκλησία απέναντί μας, κοίταξα και τα αγάλματα, σαν καλός χριστιανός την πίστεψα! Ένα ακόμη μάθημα, το ρήμα περιμένω έμεινε μια κουκίδα, που σα διάττοντας αστέρας χάθηκε στο άπειρο της ζωής.
Ένα μικρό λιμανάκι στην Κούβα Isabela de Sagua, ναυτικοί εμείς ψάχναμε για διασκέδαση, κάποιος μας είπε έχει χορό ο δήμος, γιατί δεν πάτε κι εσείς, όλοι οι Κουβανοί φορώντας γουαγιαβέρας καθισμένοι στην βεράντα στις καρέκλες τους αυτές που δεν έχουν πόδια αλλά δυο καμπύλες και κουνιόταν σα να νανουρίζουν μωρά, μέσα στην αίθουσα ορχήστρα και χορός. Στα σκαλοπάτια της βεράντας μας σταμάτησαν, όχι μας είπαν απαγορεύονται οι ναυτικοί. Θυμώσαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε στο εσωτερικό της Κούβας μια πόλη Sagua La Ggrande, εδώ κάπως άλλαζε ο κόσμος, όχι δεν υπήρχε διασκέδαση έπρεπε να το πάρουμε απόφαση θα γυρίζαμε στο βαπόρι, όπως φύγαμε, εν τέλει κάτι βρέθηκε, εκεί στη σκοτεινιά, στη λάσπη ασυνήθιστοι οι ντόπιοι από ναυτικούς έχασα τα λεφτά από την τσέπη μου.
Νέα Υόρκη, ξέμπαρκοι ναυτικοί, γυρίζαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο, από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο, δεν ήταν εύκολο να σου ανοίξουν τις πόρτες τους οι εδώ ομογενείς. Κάτω στην 8η λεωφόρο τα καμπαρέ το Βρετάνια το Πορτ Σάιντ, το Αιγυπτιακοί Κήποι, κάθε γωνία και μπαρ, αλητεύαμε, πηγαίνοντας να ακούσουμε το «Ο χάρος την πόρτα μου χτυπά χτύπα κι εσύ καμπάνα…» και να δούμε χορεύτριες του χορού της κοιλιάς αυτές που τους έβαζες τα δολάρια στη ζώνη.
Μέχρι που να βρούμε κάποιον να μας συστήσει στο σύστημα δηλαδή το πώς να βρεις φιλενάδα, να μην μας φοβάται, δηλαδή να μας παρουσιάσει σαν τίμιους, νοήμονες ναυτικούς εδώ στη Νέα Υόρκη πέρναγε ο καιρός και θα έπρεπε να φύγουμε, αν όμως γνωρίζαμε την πρώτη οι άλλες ερχόταν αλυσίδα…
Τώρα πολλές φορές περπατώ τα βράδια στα μοναχικά δρομάκια της γειτονιάς μου, εδώ στο Μπρονξ, αναπνέω ελεύθερα, σαν αναλαμπές έρχονται στο μυαλό μου οι παλιές μου περιπέτειες, ξαναβρίσκω την σύνδεση του τότε με το σήμερα, πάνω στον ίδιον τον εαυτόν μου. Είναι αυτές όπου με έπλασαν, θυμώνω με την σημερινή κατάσταση μου, μου φαίνεται ότι έχω χάσει κομμάτι του εαυτού μου, αισθάνομαι αδύναμος να γυρίσω πίσω, απίστευτο κι όμως είναι αυτή η αδυναμία μου που με ηρεμεί, την χρησιμοποιώ σαν γέφυρα που ενώνει το χθες με το σήμερα, το τότε με το τώρα, έτσι εξακολουθώ να απολαμβάνω τη ζωή, σε μια ουτοπία ότι τίποτα δεν άλλαξε!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης