Πήρα τον δρόμο του γυρισμού προς το λιμάνι, πέρασα απ’ τη γωνιά με το φοινικόδεντρο, κατάλαβα πως ο παράδεισός μου είχε γκρεμιστεί, όμως δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι μ’ άφησε, έτσι χωρίς καμιά εξήγηση. Η πανσέληνος χάραξε στον ορίζοντα, θυμήθηκα που την βλέπαμε μαζί ανάμεσα απ’ τα πλατύφυλλα φύλλα της μπανανιάς, μου φάνηκε ότι ήρθε να μου ρίξει μια τελευταία ματιά, σαν να ήθελε να μου πει ένα αντίο.
Μετά έτρεξα μπήκα στο μπαρ, ήταν γεμάτο ναυτικούς, η Μάρτα ήρθε και με αγκάλιασε,
-Άσε με, μη με αγγίζεις,
Η ορχήστρα μαρίμπα από ξυλόφωνα έπαιζε χαρούμενους σκοπούς, ο φίλος μου οργανοπαίκτης, ήταν και ο κουρέας μου, μου έγνεψε το καλώς όρισες, τα ζευγάρια χόρευαν, η ιδιοκτήτρια του μπαρ γυναίκα ναυτικού φίλου μου από το Λιτόχωρο μου είπε να κάτσω σε σκαμπό να μιλήσουμε, είδα το περιβάλλον γυναίκες για όλα τα γούστα, η σκηνή μου προξένησε ατολμία ένα αίσθημα ότι δεν ανήκα σε αυτούς, βγήκα έξω τρέχοντας.
-Άσε με, μη με αγγίζεις,
Η ορχήστρα μαρίμπα από ξυλόφωνα έπαιζε χαρούμενους σκοπούς, ο φίλος μου οργανοπαίκτης, ήταν και ο κουρέας μου, μου έγνεψε το καλώς όρισες, τα ζευγάρια χόρευαν, η ιδιοκτήτρια του μπαρ γυναίκα ναυτικού φίλου μου από το Λιτόχωρο μου είπε να κάτσω σε σκαμπό να μιλήσουμε, είδα το περιβάλλον γυναίκες για όλα τα γούστα, η σκηνή μου προξένησε ατολμία ένα αίσθημα ότι δεν ανήκα σε αυτούς, βγήκα έξω τρέχοντας.
Στον δρόμο συνάντησα την Ισολίνα και την Κάρμεν δυο αδελφές, μου έπιασαν κουβέντα με ρωτούσαν πότε θα έρθει το ‘Χριστιάνα’ βαπόρι που είχαν φίλους. Μπήκαμε στο μπαρ Μόντε Κάρλο, η Μαγδαλένια ιδιοκτήτρια με ένα πλατύ χαμόγελο, μου είπε, θα σε καλέσω στα βαφτίσια του γιου μου, θα πηγαίναμε και στην εκκλησία, το γλέντι θα γινόταν στην αυλή, νουνός ένα φίλος ναυτικός από την Ιθάκη.
Ευχαρίστως είπα, αυτή η γυναίκα φημιζόταν ότι έφερνε γυναίκες από το διπλανό κράτος , εκεί μαζευόταν νεαροί ναύτες του πολεμικού ναυτικού. Παράγγειλα να πιούμε κάτι η Ισολίνα και η Κάρμεν μου είπαν να πάμε σπίτι τους. Όχι, όμως αισθανόμουν χαμένος
Είχε νυχτώσει, πέρασα από την πλατεία τα παγκάκια ήταν άδεια, διάλεξα ένα και κάθισα δίπλα από το δρόμο. Στη μέση ένα κυκλικό κουβούκλιο όπου έπαιζε η ορχήστρα του δήμου, κάθε Κυριακή βράδυ. Απέναντι το πράσινο κτίριο του κυβερνείου, ένας τυφεκιοφόρος σκοπός στην πόρτα, εκεί τελείωνε και ο δρόμος μετά ήταν η θάλασσα, από αριστερά ήταν η σιδηροδρομική γραμμή όπου πήγαινε στον λιμενοβραχίονα, εκεί που ήταν αραγμένο το βαπόρι μου. Δίπλα μου ανυψώνονταν δένδρα φοίνικες σε φόρμα κυκλική. Τα κορίτσια της νύχτας πέρναγαν από εκεί για να κόψουν δρόμο από ένα μονοπατάκι όπου οδηγούσε στο μπαρ η γαλάζια θάλασσα που ήταν ακριβώς πίσω από το ξενοδοχείο του βορρά αυτό που ήταν απέναντι απ’ το κυβερνείο.
Σκέφτηκα στη ζωή μου σε πόσες πλατείες έχω κάτσει μοναχός κάνοντας όνειρα, ρίχνοντας νοσταλγικές σκέψεις, μάλλον αποζητώντας κάτι τι το απρόοπτο κάτι τι που δεν ερχόταν, κάτι τι που δεν αγοράζεται, αρχίζοντας από την Κούβα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρας, το Βερακρούζ του Μεξικού, το Central Park στη Νέα Υόρκη, το café du monde στην Γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης και τώρα στην Γουατεμάλα. Η ζωή του ναυτικού τόσο αφιλόξενη, σκληρή, ωμή!
Σηκώθηκα.
Πήρα το δρόμο για το βαπόρι, δεν μίλησα κανενός, εξ’ άλλου τι να πω;
Γυναίκες υπήρχαν ένα σωρό, ήταν ακατανόητο γιατί να θέλω εκείνη; Ποιος θα με καταλάβαινε; Αφού ούτε ο ίδιος δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτόν μου;
Μια μοναξιά που η θάλασσα την έκανε ακόμη πιο λυπητερή, το πέλαγος άνοιγε την πληγή και της έριχνε αλάτι, μια μοναξιά που δεν έχει αντίδοτο, μια μοναξιά που σκοτώνει. Μόνο ο χρόνος αυτός είναι ο γιατρός, αλλά κι αυτός τόσο αργός λες και βαδίζει σαν κοχλίας, δεν βιάζεται να φύγει, αν αντέξεις έως τότε θα σε γιάνει. Πήρα απόφαση πρέπει να ξεχάσω.
Ξανά στο λιμάνι, πήγα με φίλους σε μπαρ, διασκέδαση, στον δρόμο είδα κάποια που της έμοιαζε, ταράχτηκα, ήταν βράδυ, μπήκε με παρέα σε κινηματογράφο, περίμενα, περίμενα να τελειώσει, όταν βγήκε έπεσα πάνω της.
Ευχαρίστως είπα, αυτή η γυναίκα φημιζόταν ότι έφερνε γυναίκες από το διπλανό κράτος , εκεί μαζευόταν νεαροί ναύτες του πολεμικού ναυτικού. Παράγγειλα να πιούμε κάτι η Ισολίνα και η Κάρμεν μου είπαν να πάμε σπίτι τους. Όχι, όμως αισθανόμουν χαμένος
Είχε νυχτώσει, πέρασα από την πλατεία τα παγκάκια ήταν άδεια, διάλεξα ένα και κάθισα δίπλα από το δρόμο. Στη μέση ένα κυκλικό κουβούκλιο όπου έπαιζε η ορχήστρα του δήμου, κάθε Κυριακή βράδυ. Απέναντι το πράσινο κτίριο του κυβερνείου, ένας τυφεκιοφόρος σκοπός στην πόρτα, εκεί τελείωνε και ο δρόμος μετά ήταν η θάλασσα, από αριστερά ήταν η σιδηροδρομική γραμμή όπου πήγαινε στον λιμενοβραχίονα, εκεί που ήταν αραγμένο το βαπόρι μου. Δίπλα μου ανυψώνονταν δένδρα φοίνικες σε φόρμα κυκλική. Τα κορίτσια της νύχτας πέρναγαν από εκεί για να κόψουν δρόμο από ένα μονοπατάκι όπου οδηγούσε στο μπαρ η γαλάζια θάλασσα που ήταν ακριβώς πίσω από το ξενοδοχείο του βορρά αυτό που ήταν απέναντι απ’ το κυβερνείο.
Σκέφτηκα στη ζωή μου σε πόσες πλατείες έχω κάτσει μοναχός κάνοντας όνειρα, ρίχνοντας νοσταλγικές σκέψεις, μάλλον αποζητώντας κάτι τι το απρόοπτο κάτι τι που δεν ερχόταν, κάτι τι που δεν αγοράζεται, αρχίζοντας από την Κούβα, την Κόστα Ρίκα, την Ονδούρας, το Βερακρούζ του Μεξικού, το Central Park στη Νέα Υόρκη, το café du monde στην Γαλλική συνοικία της Νέας Ορλεάνης και τώρα στην Γουατεμάλα. Η ζωή του ναυτικού τόσο αφιλόξενη, σκληρή, ωμή!
Σηκώθηκα.
Πήρα το δρόμο για το βαπόρι, δεν μίλησα κανενός, εξ’ άλλου τι να πω;
Γυναίκες υπήρχαν ένα σωρό, ήταν ακατανόητο γιατί να θέλω εκείνη; Ποιος θα με καταλάβαινε; Αφού ούτε ο ίδιος δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτόν μου;
Μια μοναξιά που η θάλασσα την έκανε ακόμη πιο λυπητερή, το πέλαγος άνοιγε την πληγή και της έριχνε αλάτι, μια μοναξιά που δεν έχει αντίδοτο, μια μοναξιά που σκοτώνει. Μόνο ο χρόνος αυτός είναι ο γιατρός, αλλά κι αυτός τόσο αργός λες και βαδίζει σαν κοχλίας, δεν βιάζεται να φύγει, αν αντέξεις έως τότε θα σε γιάνει. Πήρα απόφαση πρέπει να ξεχάσω.
Ξανά στο λιμάνι, πήγα με φίλους σε μπαρ, διασκέδαση, στον δρόμο είδα κάποια που της έμοιαζε, ταράχτηκα, ήταν βράδυ, μπήκε με παρέα σε κινηματογράφο, περίμενα, περίμενα να τελειώσει, όταν βγήκε έπεσα πάνω της.
-Όχι δεν ήταν εκείνη…
Τότε κατάλαβα ότι δεν είχα ξεχάσει.
Άραγε γιατί;
Τότε κατάλαβα ότι δεν είχα ξεχάσει.
Άραγε γιατί;
Μετά άλλαξα βαπόρι πήγα ταξίδια μακριά στον Ινδικό Ωκεανό, γνώρισα άλλους ανθρώπους.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
15 σχόλια:
Γαβριήλ μου,
σαν να πέρασα από όλες τις πλατείες που έχεις αφήσει τα όνειρά σου και τις νοσταλγίες σου.
Ξεχνάς άραγε ποτέ;
Νομίζω πως όχι.
Την καλημέρα μου
Ήθελα να μου ’λεγες, φίλε μου αισθηματία, αν υπάρχει άνθρωπος που θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν έχει βιώσει, τουλάχιστον μία φορά στην ζωή του κάποια μορφή ερωτικής απογοήτευσης.
Αλλά μου αρέσει που εσύ κρατήθηκες πιστός, δεν έπεσες στην ποδιά άλλης αλλά έμεινες να περιμένεις… εκείνη και μόνο.
Πάντως έβγαλες όλο το υπέροχο συναίσθημά σου!!!
meggie,
έχεις δίκιο, ποτέ δεν ξεχνώ.
Πάντα αναπολώ!
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε Στράτο,
Ε Ναι δεν υπάρχει άνθρωπος, που να μην έχει ζήσει απογοητεύσεις, προσπαθώ να βρω μια τετράγωνη λογική που όμως δεν υπάρχει.
αλλά πολλές φορές σκέπτομαι το πόσα λίγα πράγματα χρειάζεσαι για να αισθάνεσαι (να είσαι) ευτυχισμένος.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Καλέ μου Γαβρίλη,
Τί όμορφο σκηνικό, μου φαίνεται παράξενο πώς ΄ξεχώριζες κάποια γυναίκα ανάμεσα στις τόσες της περιπέτειας. Και την αναζητούσες επί ματαίω,
Καλή σου Κυριακή από το ήλιόλουστο Μόντρεαλ με το πολικό ψύχος.
Πολύ όμορφα δοσμένη η ερωτική σου απαγοήτευση φίλε Γαβρίλη.
Θέλω να πιστεύω πως σύντομα θα γιατρεύτηκες. Άλλωστε εσείς οι ναυτικοί είχατε το...Κάθε λιμάνι και καϋμός.
Νάσαι καλά φίλε
Ντένης
Γαβρίλη μου,
αντιγράφω:
"...Μια μοναξιά που η θάλασσα την έκανε ακόμη πιο λυπητερή, το πέλαγος άνοιγε την πληγή και της έριχνε αλάτι, μια μοναξιά που δεν έχει αντίδοτο, μια μοναξιά που σκοτώνει. Μόνο ο χρόνος αυτός είναι ο γιατρός, αλλά κι αυτός τόσο αργός λες και βαδίζει σαν κοχλίας, δεν βιάζεται να φύγει, αν αντέξεις έως τότε θα σε γιάνει. Πήρα απόφαση πρέπει να ξεχάσω.
......."
Όταν δεν έχεις εύκολη λύση, είναι η μόνη διέξοδος!
Τότε που κόχλαζε το αίμα, ήταν ένας προσωρινός πόνος...
τώρα που σε περιτριγυρίζουν τόσες αγάπες... αρχίζοντας από την όμορφη Ορτανσία σου, τις κόρες, τα εγγόνια σου...
ναι, δεν ξεχνας, σίγουρα όμως η τότε "αγάπη" έχει "ξαρμυριάσει" κατά πολύ... έτσι δεν είναι????
Με την αγάπη μου,
Υιώτα
ΝΥ
Αγαπητή μου Ιουστίνη,
Καλημέρα πό την παγωμενη Νέα Υόρκη, πολύ το κρύο τα χιόνια,
Αλλά έχουμε ήλιο που τυφλώνει,
Όχι αυτό το μυστήριο ακόμα δεν το έχω λύσει γιατί αυτή; ίσως να υπάρχουν αόρατες χημικές έλξεις, δηλώνω αναρμόδιος.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε Ντένη, είναι όπως τα λες αλλά αυτά συμβαίνουν όταν πας στο ιδιο λιμάνι τακτικές γραμμές για χρόνια.
Τότε ήμουν παιδί, τώρα άστα καλύτερα να μην λέω τίποτα!
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Υιώτα.
Πολλές φορές φεύγω από την παρούσα κοινωνία, την παρούσα κατάσταση και, την ωριμότητα, ταξιδεύω μόνος μου, μοναχός μου, όχι δεν παίρνω κανέναν παρέα, ξαναζώ αυτά που πέρασα που όμως είναι αυτά που με έπλασαν αντανακλώ μια ψυχή ανίδεη από κοινωνία τρόπους κλπ. και το κυριότερο ήμουνα μόνος...
Έπρεπε να βρω ψυχική δύναμη καθεαυτό δική μου!
Σήμερα Έ! είναι αλλιώς
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Μια σύντομη καλησπέρα κ. Γαβριήλ μετά την αποκατάσταση του προβλήματος που είχα με τη σύνδεση και με κράτησε στη σιωπή.
Να είσαι καλά πάντα.
Αγαπητέ Γαβριήλ καλή σου μέρα.
Πάντα συναισθηματικός, πάντα αυθεντικός. Μας μεταφέρεις σε μια
άλλη εποχή. Ποιός δεν έζησε αυτά
τα καρδιοκτύπια, την μοναξιά.
Τι ωραία να τα θυμάται κανείς.
Νόμιζες πώς ησουν ναυαγός οχι στην
θάλασσα αλλά στην στεριά. Κι όμως
συνήλθες.Πολλές φορές ακόμη και η
απογοήτευση κάτι προσφέρει.
Τήν επιλογή. Να μην δίνει κανείς
την καρδούλα του που είναι πολύτιμη
κι αυαίσθητη στον η στην οποιαδήποτε. Συμφωνείς;
Να είσαι πάντα καλά.
Ρισσιάνα
καλημέρα αγαπητή μου Μαριάνθη,
Είχα ανυσηχήσει για την απουσία σου από το διαδύκτιο, αλλά τέλος καλό όλα καλά.
Εδώ ο καιρός μας έχει τρελάνει στα χιόνια, σήερα μαυρίλα κρύο χιονίζει συνεχώς,
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Καλησπέρα αγαπητή μου Ρισσιάνα!
Ναι όπως λες κι εσύ σας μετέφερα σε μια άλλη εποχή αλλά είναι πράγματα που έχουν συμβεί οπότε έχουν αφήσει κάποια ίχνη και όχι μόνο αλλά σήμερα όταν βρίσκομαι σε δύσκολη θέση για οποιδήποτε πρόβλημα λέω μέσα μου.
Βρε εγώ δεν είμαι που έχω μείνει αμανάτι εδώ κι εκεί σε ξένα μέρη και πάντοτε κατόρθωνα να επιζώ;
και θα το βάλω κάτω τώρα;
Ευχαριστώ σε
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου