Η ελληνική σημαία κυμάτιζε στον πρυμναίο ιστό,
Παράξενο μου φάνηκε, για να βεβαιωθώ πήγα στην απέναντι παραλία, παρκάρισα το ταξί μου, στο περίβολο της γαλάζιας λίμνης και πήγα στην ακροθαλασσιά που έβρεχε ο κόλπος του Amatique της καραϊβικής, όχι δεν ήταν άμμος αλλά κακοτράχαλες πέτρες, τα νερά μουντά. Πολλές φορές ερχόμουν στο ίδιο μέρος καθόμουν κι αγνάντευα την θάλασσα, σκεφτόμουν ότι συνόρευε με το μέρος που γεννήθηκα, έτσι και σήμερα μόνος κάθισα σε μια πέτρα κι αναλογίστηκα την ταυτότητά μου, ποιος είμαι, από πού είναι η καταγωγή μου, μέσα στην φουρτούνα των ερώτων και μετά της βιοπάλης, είχα απολέσει αυτό το ιερό αίσθημα της αγάπης, της νοσταλγίας, προς το μέρος που γεννήθηκα, ήμουν ένα «σκεύασμα» της παγκοσμιότητας, ένας που πάντα ζητούσε και απαιτούσε να είναι γυναίκα στην παρέα, ένας που τριγύριζε σαν τη μέλισσα γύρω από την γύρη, η οποία ήταν γένους θηλυκού.
Ξανά κοίταξα το βαπόρι, ένα μικρό όμορφο κρουαζιερόπλοιο, διάβασα το όνομά του ΣΤΕΛΛΑ ΩΚΕΑΝΙΣ. Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, ήταν γεμάτο αμερικανούς τουρίστες.
Περπάτησα σιγά, σιγά εκεί όπου είχα αφήσει το ταξί μου, στον δρόμο συνάντησα κι άλλους συναδέλφους.
-Πήγαινε στην πύλη του μόλου, έχουν έρθει πολλοί αμερικανοί τουρίστες και ζητούν ταξί.
Το πλήρωμα Έλληνες, πολλοί χωριανοί μου Κεφαλλονίτες, ούτε καν που τους θυμόμουν, μου λέγανε ποιοι ήταν προσπαθούσα, να θυμηθώ, εν τω μεταξύ πολλά τα αγώγια έπρεπε να διαλέξω τι με συμφέρει.
Δεν ξέρω πως με βρήκε μια Ελληνίδα πλήρωμα μου είπε ήταν λογίστρια του πλοίου, μου έφερε μαζί της ένα παλληκάρι ιταλό μουσικό του πλοίου και μου είπε να τους πάω κάπου μακριά, σε ένα ποταμάκι το Rio Dulce εκεί στην απέναντι όχθη ήταν το κάστρο του Αγίου Φιλίππου όπου είχαν κτίσει οι Κονκισταδόρες, πέρασαν απέναντι στο Κάστρο με μονόξυλο ιθαγενών, εγώ δε να τους περιμένω στην όχθη να τους φέρω πίσω στο λιμάνι.
Ο δρόμος χωματένιος, άσχημος, όχι πολυσύχναστος, γεμάτος στροφές, περνούσε μέσα από την ζούγκλα, ένα ειδυλλιακό τοπίο για δυο. Ε! αυτό το αγώι διήρκησε μια ολόκληρη μέρα…
Το βράδυ αργά πήγα σπίτι, για πρώτη φορά έκανα μια ερώτηση στον εαυτόν μου αν ανήκω εδώ που ήμουν, αλλά, όπως πάντα με νίκησαν, το καλωσόρισμα, η γυναικεία αγάπη, η απλότητα της λογικής αυτής που δεν ανέχεται πολύπλοκες ιδιομορφίες, αυτής της απλότητας που το ζητούμενο ήταν το δώσε ημάς σήμερον.
Τίποτε άλλο.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Παράξενο μου φάνηκε, για να βεβαιωθώ πήγα στην απέναντι παραλία, παρκάρισα το ταξί μου, στο περίβολο της γαλάζιας λίμνης και πήγα στην ακροθαλασσιά που έβρεχε ο κόλπος του Amatique της καραϊβικής, όχι δεν ήταν άμμος αλλά κακοτράχαλες πέτρες, τα νερά μουντά. Πολλές φορές ερχόμουν στο ίδιο μέρος καθόμουν κι αγνάντευα την θάλασσα, σκεφτόμουν ότι συνόρευε με το μέρος που γεννήθηκα, έτσι και σήμερα μόνος κάθισα σε μια πέτρα κι αναλογίστηκα την ταυτότητά μου, ποιος είμαι, από πού είναι η καταγωγή μου, μέσα στην φουρτούνα των ερώτων και μετά της βιοπάλης, είχα απολέσει αυτό το ιερό αίσθημα της αγάπης, της νοσταλγίας, προς το μέρος που γεννήθηκα, ήμουν ένα «σκεύασμα» της παγκοσμιότητας, ένας που πάντα ζητούσε και απαιτούσε να είναι γυναίκα στην παρέα, ένας που τριγύριζε σαν τη μέλισσα γύρω από την γύρη, η οποία ήταν γένους θηλυκού.
Ξανά κοίταξα το βαπόρι, ένα μικρό όμορφο κρουαζιερόπλοιο, διάβασα το όνομά του ΣΤΕΛΛΑ ΩΚΕΑΝΙΣ. Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, ήταν γεμάτο αμερικανούς τουρίστες.
Περπάτησα σιγά, σιγά εκεί όπου είχα αφήσει το ταξί μου, στον δρόμο συνάντησα κι άλλους συναδέλφους.
-Πήγαινε στην πύλη του μόλου, έχουν έρθει πολλοί αμερικανοί τουρίστες και ζητούν ταξί.
Το πλήρωμα Έλληνες, πολλοί χωριανοί μου Κεφαλλονίτες, ούτε καν που τους θυμόμουν, μου λέγανε ποιοι ήταν προσπαθούσα, να θυμηθώ, εν τω μεταξύ πολλά τα αγώγια έπρεπε να διαλέξω τι με συμφέρει.
Δεν ξέρω πως με βρήκε μια Ελληνίδα πλήρωμα μου είπε ήταν λογίστρια του πλοίου, μου έφερε μαζί της ένα παλληκάρι ιταλό μουσικό του πλοίου και μου είπε να τους πάω κάπου μακριά, σε ένα ποταμάκι το Rio Dulce εκεί στην απέναντι όχθη ήταν το κάστρο του Αγίου Φιλίππου όπου είχαν κτίσει οι Κονκισταδόρες, πέρασαν απέναντι στο Κάστρο με μονόξυλο ιθαγενών, εγώ δε να τους περιμένω στην όχθη να τους φέρω πίσω στο λιμάνι.
Ο δρόμος χωματένιος, άσχημος, όχι πολυσύχναστος, γεμάτος στροφές, περνούσε μέσα από την ζούγκλα, ένα ειδυλλιακό τοπίο για δυο. Ε! αυτό το αγώι διήρκησε μια ολόκληρη μέρα…
Το βράδυ αργά πήγα σπίτι, για πρώτη φορά έκανα μια ερώτηση στον εαυτόν μου αν ανήκω εδώ που ήμουν, αλλά, όπως πάντα με νίκησαν, το καλωσόρισμα, η γυναικεία αγάπη, η απλότητα της λογικής αυτής που δεν ανέχεται πολύπλοκες ιδιομορφίες, αυτής της απλότητας που το ζητούμενο ήταν το δώσε ημάς σήμερον.
Τίποτε άλλο.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
12 σχόλια:
Όπως πάντα φίλε Γαβρίλη οι εμπειρίες σου πολύ αξιόλογες και σαν ναυτικός και σαν ταξιτζής αλλά και σαν πολίτης του κόσμου
Έχεις ζήσει πολλά και έχεις να μας πεις ακόμη περισσότερα
ΌΠως πάντα ένα αξιόλογο κείμενο.
Νάσαι καλά
Ντένης
Ωραία το είπε ο κ. Ντένης!!Πολίτης του κόσμου!!
Απολαυστικό για ακόμη μια φορά και τούτο το κείμενο. Εικόνες και αίσθηση εξωτικής γης και αέρα.
Χαιρετισμούς.
..."πετραδάκι πετραδάκι... για τασένα τοχτισα..." (!)
Γαβρίλη μου,
...αναμνήσεις, αφηγήσεις... μια ζωή σε ξώδεψε...
ως που ήθε η Ορτανσία
και σε αλυσώδεσε...
Νάσαι , μάλλον νάστε καλά, όλοι!
Χαιρετισμούς,
Υιώτα
(κι ο Δημήτρης με ρωτάει: -καλά, τα βλέπουν όλοι αυτά του γράφεις;;;;;;;;;;;;;
-φυσικά, απαντώ, μα πάντα με καλή καρδιά!)
«…μέσα στην φουρτούνα των ερώτων, σαν τη μέλισσα γύρω από την γύρη ένα «σκεύασμα» της παγκοσμιότητας που πάντα ζητούσε και απαιτούσε να είναι γυναίκα στην παρέα…».
Τα λόγια σου ποιητικά κι ερωτικά… «απολαμβάνοντας μια πρωτόγνωρη απλή ζωή»!
Τελικά μας «σκίζεις» όλους.
Κάτι τέτοιες στιγμές με επισκέπτονται κι εμένα συχνά, μπλέκονται με το συναίσθημα ψάχνοντας μια χαραμάδα για λίγο φως. Και τότε αρχίζουν κάτι τόσα δα «όταν» να συνοδεύουν την κάθε μια από τις αξέχαστες στιγμές μου και… να τις ξαναφέρνουν στο τώρα.
Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την αύρα της έμπνευσης για το επόμενο άρθρο μου… που θα στο αφιερώσω.
Να ’σαι καλά!!!
Καλημέρα Γαβριήλ. Χάρηκα πολύ την ανάρτηση. Να είσαι καλά.
Καλημέρα φίλε Ντένη,
Πίστεψέ με εδώ η Νέα Υόρκη είναι γεμάτη μειονότητες, με το που θα ανοίξης τον στόμα σου η προφορά σου σε προδίδει, πολλοί από ευγένεια δεν σε ρωτούν, άλλοι δεν αντέχουν και σου λένε από που ήρθες;
Σε άλλα μέρη του κόσμου αυτό δεν υπάρχει, γίνεσαι ένα με τα πέριξ, εκτός από εδώ!
Φίλε ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
καμιά φορά το να μην ανήκεις πουθενά έχει κι αυτό τις χαρές του.
Αισθάνεσαι σαν ένα μέρος της γης ππου πατάς, βεβαίως όλα αυτά προσωρινώς.
χαιρετισμούς
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Καλημέρα,
Όπως μπορείς να καταλάβεις, το παρελθόν μας είναι γεμάτο αναμνήσεις, και στοχασμούς,
Όχι εγώ δεν γνώρισα μόνιμες γειτονιές αλλά ταξίδευα μερόνυχτα, από όπου και οι αναμνήσεις, όμως πολλές φορές καθόμουν να ξαποστάσω, όπου ήρθαν και οι στοχασμοί!
χαιρετισμους
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε μου Στράτο, γράφεις;
(Σ’ ευχαριστώ που μου έδωσες την αύρα της έμπνευσης για το επόμενο άρθρο μου… που θα στο αφιερώσω)
είναι μεγάλη μου τιμή που κατόρθωσα να σε εμπνέυσω για μια περασμένη εποχή, τότε που εγώ τουλάχιστον αισθανόμουν τόσο ελεύθερος σα να ήμουν πολίτης του κανενός...
Ευχαριστώ φίλε
Γαβριήλ
Καλημέρα αγαπητή μου Γιώτα,
Ευχαριστώ που επισκέφτηκες το φτωχικό μου,
Χθες το βράδυ διάβαζα στο δικό σου Μπλογκ για την Γαβριέλα,
Σύμπτωση έχω κι εγώ μια κόρη με το όνομα Γαβριέλα,
σε ευχαριστώ
Γαβριήλ
Οι αναμνήσεις ενός Ελληνα από εξωτικές πατρίδες (δεύτερες), είναι ό,τι γοητευτικότερο διαβάζουμε. Ευχαριστούμε.
Mary Ka,
χαίρουμαι που σου αρέσουν αυτά τα "γεννοβολήματα" της πένας μου,
Ευχαριστώ που πέρασες απ το φτωχικό μου,
χαιρετώ σε
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου