Και ήρθε ο αραμπάς με το κόκκινο άλογο στον χωματένιο δρόμο, η καρότσα είχε για καθίσματα κάτι κασέλες, οι οποίες είχαν απέξω το σινιάλο της Shell κι έγραφαν πετρέλαιο Ελληνικού μονοπωλίου, η μάνα μου μ’ έπιασε απ’ το χέρι, ήταν ντυμένη με μια σκούρα ρόμπα, κρατούσε στο χέρι ένα μαντηλάκι άσπρο φρεσκοσιδερωμένο, που μύριζε λεβάντα. Οι ρόδες της καρότσας τεράστιες μύριζαν κατράμι.
Ήμουν τόσο μικροκαμωμένος ώστε κάποιος με πήρε στην αγκαλιά του και με πέταξε πάνω στην καρότσα. Η μάνα μου έκατσε δίπλα μου. Σε άλλη κασέλα κάθισαν η μάνα και η αδελφή, αυτού που πηγαίναμε να επισκεφτούμε. Μπροστά κρατώντας τα γκέμια του αλόγου ο αμαξάς ο οποίος ήταν πατέρας του.
Ξεκινήσαμε από τα Μαρκάτα Πυλάρου, πηγαίναμε στις Αγροτικές φυλακές Ληξουρίου, μια απόσταση 20 χιλιομέτρων και, να δούμε τον γιο του αμαξά μα και φαμελίτη μας, τον φυλακισμένο Μικέλη ο οποίος καθώς λέγανε είχε σκοτώσει μια γριά.
Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ούτε να αρνηθώ το αν ήταν αλήθεια ή όχι, αυτό που ξέρω ότι εμείς ένα κάρο γεμάτο ανθρώπους, πήγαινε προς το Λιβάδι εκεί όπου ήταν οι αγροτικές φυλακές Κεφαλληνίας.
Για πρώτη μου φορά είδα φυλακισμένους, φορούσαν όλοι μια κίτρινη στολή με μαύρες χοντρές ρίγες, ήταν σε μια αυλή, από κάπου έτρεχε νερό κι αυτοί το έβαζαν στη χούφτα τους κι έπλεναν το πρόσωπό τους. Είδα και τον Μικέλη, κουβέντιασαν οι μεγάλοι με αυτόν, εγώ μόνο κοίταζα χωρίς να μιλώ.
Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε αρχίσει, ακουγόταν που κόχλαζε, χωρίς όμως να έχει εκραγεί.
Ένα πρωί έφτασαν οι Ιταλοί κατακτητές, ανοίχτηκαν οι φυλακές, ο καθένας πήγε σπίτι του. Μαζί τους φέρανε την πείνα, την κατάσχεση των ζώων, ο πατέρας του Μικέλη έχασε την άμαξα, πέρασαν τα χρόνια, με την πρώτη ευκαιρία όλοι έφυγαν, ο Μικέλης η οικογένειά του πήγαν στην Μομπάσα Αφρική, είχαν έναν ακόμη αδελφό ναυτικό ο οποίος είχε μείνει εκεί.
Σήμερα δεν υπάρχει ούτε το σπίτι τους, ούτε η γωνιά μα ούτε και η τσίγκινη παράγκα όπου καίγαμε ξύλα στο κρύο του χειμώνα και λέγαμε παραμύθια μαζί με την μικρότερη αδελφή του, τη Ρωξάνη... τα μόνα που έχουν μείνει είναι τα ερείπια των φυλακών, τα σιδερο-καγκελόφραχτα παράθυρα.
Ξεκινήσαμε από τα Μαρκάτα Πυλάρου, πηγαίναμε στις Αγροτικές φυλακές Ληξουρίου, μια απόσταση 20 χιλιομέτρων και, να δούμε τον γιο του αμαξά μα και φαμελίτη μας, τον φυλακισμένο Μικέλη ο οποίος καθώς λέγανε είχε σκοτώσει μια γριά.
Δεν μπορώ να επιβεβαιώσω ούτε να αρνηθώ το αν ήταν αλήθεια ή όχι, αυτό που ξέρω ότι εμείς ένα κάρο γεμάτο ανθρώπους, πήγαινε προς το Λιβάδι εκεί όπου ήταν οι αγροτικές φυλακές Κεφαλληνίας.
Για πρώτη μου φορά είδα φυλακισμένους, φορούσαν όλοι μια κίτρινη στολή με μαύρες χοντρές ρίγες, ήταν σε μια αυλή, από κάπου έτρεχε νερό κι αυτοί το έβαζαν στη χούφτα τους κι έπλεναν το πρόσωπό τους. Είδα και τον Μικέλη, κουβέντιασαν οι μεγάλοι με αυτόν, εγώ μόνο κοίταζα χωρίς να μιλώ.
Ο πόλεμος ακόμα δεν είχε αρχίσει, ακουγόταν που κόχλαζε, χωρίς όμως να έχει εκραγεί.
Ένα πρωί έφτασαν οι Ιταλοί κατακτητές, ανοίχτηκαν οι φυλακές, ο καθένας πήγε σπίτι του. Μαζί τους φέρανε την πείνα, την κατάσχεση των ζώων, ο πατέρας του Μικέλη έχασε την άμαξα, πέρασαν τα χρόνια, με την πρώτη ευκαιρία όλοι έφυγαν, ο Μικέλης η οικογένειά του πήγαν στην Μομπάσα Αφρική, είχαν έναν ακόμη αδελφό ναυτικό ο οποίος είχε μείνει εκεί.
Σήμερα δεν υπάρχει ούτε το σπίτι τους, ούτε η γωνιά μα ούτε και η τσίγκινη παράγκα όπου καίγαμε ξύλα στο κρύο του χειμώνα και λέγαμε παραμύθια μαζί με την μικρότερη αδελφή του, τη Ρωξάνη... τα μόνα που έχουν μείνει είναι τα ερείπια των φυλακών, τα σιδερο-καγκελόφραχτα παράθυρα.
Περνώντας από εκεί στέκομαι και προσκυνώ, δακρύζω από την θύμηση. Όχι δεν προσκυνώ τα εικονίσματα, αλλά τα αθώα παιδικά μου χρόνια, αυτά που χάθηκαν.
Αυτό που απέμεινε όπως τότε, είναι το ίδιο το ηλιοβασίλεμα της Πυλάρου, αυτό που μου θυμίζει την ταυτότητά μου, αυτό που όταν το αντικρίζω ο νους μου παίζει τις ασπρόμαυρες ταινίες της παιδικής μου ηλικίας…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Αυτό που απέμεινε όπως τότε, είναι το ίδιο το ηλιοβασίλεμα της Πυλάρου, αυτό που μου θυμίζει την ταυτότητά μου, αυτό που όταν το αντικρίζω ο νους μου παίζει τις ασπρόμαυρες ταινίες της παιδικής μου ηλικίας…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
12 σχόλια:
Αγαπητέ Γαβριήλ
πολύ συγκινητική ανάρτηση, φορτισμένη και φορτωμένη αναμνήσεις, μιας ζωής που όσο δύσκολης κι αν ήταν, δε ξεχνιέται μ' όλα τα πλούτη του Κόσμου...αρκεί ένα Ηλιοβασίλεμα!
Καλό Ξημέρωμα απο την γειτονική Ζάκυνθο.
Χαρά
Αυτή η ιστορία είναι ξεχωριστή κ. Γαβριήλ!!Όπως μοναδικός κι ο τρόπος που γράφεις.
Με ευχαριστεί και με ενθουσιάζει.
Χαιρετισμούς στην όμορφη οικογένειά σου.
Και μόνο ο τίτλος της ανάρτησής σου φίλε Γαβρίλη τα λέει όλα.
Μια ασπρόμαυρη ταινία. Γιατί τι άλλο μπορεί να είναι οι εμπειρίες και οι αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων, που τις κουβαλάμε πάνω μας και τις πηγενοφέρνουμε στις ξενητιές μας, από μια ταινία ασπρόμαυρη. Αυτές τις ταινίες που άφησαν κάποιο σημάδι στην παιδική μας ζωή.
Νάσαι καλά φίλε
Αγαπητή μου Χαρά,
Σε ευχαριστώ που πέρασες από τη γειτονιά μου,
αυτές οι αναμνήσεις ήταν τόσο αθώες, ώστε ακόμη σήμερα βρίσκω ένα αποκούμπι, μια θαλπωρή και ξεκουράζουμαι από την γεμάτη αντιξοότητες και προβληματισμούς σημερινή κοινωνία.
Κι ακόμα κάτι, σήμερα είναι σαν παραμύθι αφού δεν υπάρχουν πλέον ούτε οι φυλακές, ούτε οι πρωταγωνιστές της σκηνής, μα ούτε και τα σπίτια τους, καταστράφηκαν ισοπεδόθηκαν απ τους σεισμούς...
Ευχαριστώ πολύ,
χαιρετώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
χαιρουμαι που σου αρέσει ο τρόπος που γράφω, η ιστορία μου αυτή είναι αληθινή, έτσι καμιά φορά με πιάνει ένα γενάτι, ένα πείσμα να θέλω να φύγω από την σύγχρονη γεμάτη προβλήματα πραγματικότητα, έτσι ξεκουράζεται η καρδιά μου όταν εξωτερικεύω τον παλαιό μου εαυτόν, που μόνο εγώ γνωρίζω...
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Φίλε Ντένη,
Σκέφτηκες ποτέ ότι θα μπορούσαμε να γίνουμε σκηνοθέτες από τις τόσες πολλες ασπρόμαυρες ταινίες όπου έχουμε γραμμένες στο νου μας, μιας πέτρινης εποχής που μόνο αναπολούμε τα αθώα παιδικά μας χρόνια...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αυτά τα ηλιοβασιλέματα, κι ας μην τα προσκυνάς, πάντα θα γεννούν μέσα σου, κάθε φορά που θα τ’ αντικρίζεις, τη νοσταλγία μιας χαμένης εποχής που όλοι, λίγο-πολύ, αναπολούμε.
Να όμως που εσύ (κι εγώ το ίδιο κάνω) επιστρέφεις (μαζί σου κι εμείς) στο παρελθόν και μας το κάνεις σαν να μην έφυγε ποτέ!
Με την καλημέρα μου, φίλε νοσταλγέ και ταξιδιάρη!
Καλημέρα Γαβρίλη.Σε Πολλή νοσταλγία και ρομαντισμό μας ταξίδεψες και σήμερα.Τα ηλιβασιλέματα φίλε μου, πάντα είναι εκεί ,τα ίδια γλυκά και όμορφα.Εμείς χάνουμε την παιδική μας αθωότητα.Τώρα που πέρασαν τα χρόνια ξαναγυρίζουμε σ' εκείνη την όμορφη και ανέμελη εποχή ,για να γλυκαίνουμε τη σκληρότητα της καθημερινότητας μας ,βάλσαμο στην ψυχή μας θα παραμένουν όσο ζούμε .Χαιρετώ Κάτε
...όπως τα έχουμε καταφέρει... Γαβρίλη μου,
χάσαμε και τα ενδιάμεσα χρώματα!!!
¨ομως, η φωτογραφία σου, -στην...μετώπη-
πολύ συμβολική!
Κάποια στιγμη, όταν έχεις -κι έχω...- καιρό, πάρε με!
Θα τα πούμε,
χαιρετισμούς,
Υιώτα
Φίλε Στράτο,
Τούτο εδώ το δημοσίευμα όχι μόνο μας φέρνει πίσω στην παιδική μας ηλικία, αλλά ήθελα να δώσω έμφαση και σε αυτά που χάθηκαν όπως οι αγροτικές φυλακές, οι στολές των κρατουμένων, ένα χρώμα κίτρινο-χακί με μαύρες πλατιές κάθετες ρίγες, με την άμαξα και το άλογο που μετά τα κατάσχεσαν οι κατακτητές...
Η μεγάλη φυγή, η ερήμωση του τόπου,
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Καλημέρα Κάτε!
Ξέρεις καμιά φορά συλλογίζομαι ότι οι καινούργιοι Κεφαλονίτες ούτε καν ξέρουν πως ήταν η ζωή πριν πολλά χρόνια, όπως κι εγώ δεν ξέρω πως ήταν η ζωή στα χρόνια του πατέρα μου, ασφαλώς πριν παντρευτή...
Δεν υπάρχει τίποτε γραπτό,
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αυτό είνσι το σκηνικό που έβλεπα το απέναντι μας βουνό το Καλόνόρος κάθε μέρα από τη στιγμή που γεννήθηκα...
Αγαπητή μου Υιώτα
Το ηλιοβασίλεμα έρχεται και φεύγει αλλά η εικόνα παραμένει μέσα μου όσο υπάρχω
Ευχαριστώ
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου