Στιγμιότυπο μιας
περασμένης ζωής.
Εποχή αμέσως μετά
τον πόλεμο
Ματωμένος γάμος, στην Πύλαρο, όχι δεν αντιγράφω το θεατρικό έργο Bodas de Sangre του Federico García Lorca
Στο χωριό ετοιμαζόταν να τελέσουν και να γλεντήσουν
τον γάμο που καθυστερούσε μέχρι να φύγουν οι κατακτητές. Φεύγοντας είχαν αφήσει
ολόκληρες βουνοκορφές γεμάτες πυρομαχικά, του ηττημένου Ιταλικού στρατού. Οι χωριανοί
τρέξανε και γέμισαν τα σπίτια τους χειροβομβίδες, καραμπίνες μπαρούτι, ακόμη
και κράνη στρατιωτών, μπαλάσκες δερμάτινες κάνανε πέδιλα.
Μια Πέμπτη με είχαν
καλέσει στα προικιά (Στρώματα) στο σπίτι
όπου θα γινόταν ο γάμος, κάποιος με έσπρωξε κι έπεσα πάνω στο νυφικό στρώμα, ήταν αυτό που θα περνούσαν οι νεόνυμφοι την πρώτη νύχτα του γάμου. Πάνω στα στρώματα πέταγαν ή κέρματα ή γλυκά, εκεί
πέταξαν κι εμένα για το γούρι, να αποκτήσουν σερνικό. (Έθιμο του τόπου
μας) πάντως δεν άγγιξα τίποτα, από αυτά
τα άψυχα που έριχναν οι καλεσμένοι.
Την Κυριακή φώναξαν
τον παπά στο σπίτι όπου τέλεσε το μυστήριο του γάμου. Μια που με είχαν καλέσει
στα προικιά, ήμουν και στο γάμο.
Μετά απ’ την
ανταλλαγή στεφάνων το Ησαΐα χόρευε και το η γυνή να φοβάται τον άνδρα, το πάτημα του ποδιού απ’ την νύφη,
θυμάμαι είχα μπει στην σάλα και παρακολουθούσα το μυστήριο, κατά το έθιμο άρχισαν τα σμπάρα στην αυλή του
σπιτιού με αραβίδες ιταλικές, οι
χειροβομβίδες, έπεφταν η μια πίσω απ την άλλη, αυτές τις πέταγαν λίγο πιο
μακριά στον κήπο, ήταν αυτές οι επονομαζόμενες κουκουνάρες απομεινάρια του
Ιταλικού στρατού, «οι χωρικοί τις άδειαζαν και τις χρησιμοποιούσαν για
ταμπακέρα να βάνουν ταμπάκο και να στρίβουν τσιγάρο.
Δυο από
αυτές δεν έσκασαν, έστειλαν ένα παιδί να
κάνει λάκκο και να τις χώσει, άνοιξε έναν λάκκο τις πήρε μ’ ένα φτυάρι, τότε έσκασαν του έβγαλαν το ένα μάτι, λαβώθηκε
στα χέρια, πιτσιλιές από αίμα έβαψε την
στιγμή, η γιαγιά σχεδόν τυφλή ούρλιαζε απ’ το κρεβάτι της, πανικός
δημιουργήθηκε, όλοι φώναζαν έτρεχαν, δεν
είχαν ακόμη αρχίσει να σερβίρουν φαγητό, είδα ότι η κατάσταση ήταν εκτός
ελέγχου, δεν μου έδινε κανένας σημασία έφυγα χωρίς να προλάβω να φάω κάτι, μετά πήγα
σπίτι κι έκλαιγα, η θεια μου με
παρηγόρησε μούκοψε μια φέτα ξερή μπομπότα, και την τηγάνισα με λάδι σε ένα
παλιό μπακιρένιο τηγάνι όπου ήταν κατάμαυρο απ’ την γάνα, αυτήν που έβγαναν τα
ξύλα, όπου πολλές φορές την χρησιμοποιούσαν και σαν βερνίκι για να βάψουν την
βακέτα από παπούτσια όποιος τυχερός είχε.
Σήμερα στο χωριό δεν υπάρχουν άνθρωποι, χάθηκαν,
έφυγαν, σκόρπισαν, οι παιδικές
αναμνήσεις δεν πρέπει να χαθούν, είναι
μαρτυρίες, η ιστορία του τόπου μας, είναι η πηγή της οδύσσειας μας, μα
και μια από τις αιτίες της σημερινής
ερημιάς…
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης
4 σχόλια:
Όντως ματωμένος γάμος! Παρόμοιες ειδήσεις έχουμε διαβάσει κατά καιρούς, αλλά μέσα απ' τη διήγησή σου Γαβρίλη, δεν μπορεί να τη χωρέσει ο ανθρώπινος νους τέτοια τραγωδία.
Μπάρμπα Γαβριήλ τα ίδια έθιμα είχαμε κι εμεις με ένα μικρό αγόρι να κάθεται στην αγκαλιά της νύφης για να φέρει γούρι ( και σερνικό το πρώτο της παιδί ), όχι όμως χειροβομβίδες, αραβίδες και κουκουνάρες γιατί το χωριό μου εκει στον στον Ταύγετο που είναι, οι Ιταλοί ήταν τεμπέληδες και δεν ανέβηκαν εκεί πάνω.
Αγαπητή μου κ. Κανελλάκη
Τον καιρό εκείνο οι ταυματισμοί προπαντός παιδιών και οι σκτωμοί από απαρατημένα πυρομαχικά ήταν ένα καθημερινό συμβάν...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Καλημέρα φίλε Γιώργο!
Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί όλοι θέλανε ΣΕΡΝΙΚΟ παιδί,
άμα σκεφτούμε ότι η ζωή χωρίς γυναίκα δεν αξίζει τον κόπο!!!!!
Οι Ιταλοι προσπάθησαν να κάνουν δικό τος κράτος τα επτάνησα μας είχαν κι δικά τους χαρτονομίσματα με την λεζαντα ISOLE IONIE
Σε ευχαριστώ φίλε
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου