Εντυπώσεις από το καλοκαίρι του 2017 στο χωριό
που γεννήθηκα Μαρκάτα, Καφελονιάς
Σήμερα ξαναπέρασα…
Ήταν διώροφο, το
υπόγειο γεμάτο βαρέλια κρασιού, μπροστά απ’
την πόρτα του
υπογείου μια στέρνα με αλώνι, στην αυλή είχε και
κούνιες για τα
κορίτσια, περνούσα κάπου, κάπου και κατέβαινα κι εγώ,
με φώναζαν να
παίξουμε, η κυρία στο επάνω πάτωμα πάντα
παρφουμαρισμένη
κάπως στρουμπουλή, ο άνδρας της επιχειρήσεις στάνες στο εξωτερικό. Δεν έμεναν
όλο τον χρόνο στο χωριό, ταξίδευαν το χρησιμοποιούσαν για εξοχικό τους.
Σήμερα ξαναπέρασα
απ’ το δρομάκι αυτό των Μαρκάτων, με τρόμαξα
τα ερείπια, η θύμηση
και η νοσταλγία για τα παλιά φούντωσαν πάλι,
θυμάμαι που θαύμαζα τα σπίτια και τους
κατοίκους του, η μάνα μου
μοδίστρα τους έραβε κι εγώ ήμουν που παρέδινε
το φόρεμα στην
δικαιούχο, περιμένοντας να με φιλέψουν κάτι…
ήταν η τεράστια
ανισότητα της
κοινωνίας μας
Η διαφορά μας αυτοί
είχαν να φάνε ενώ εμείς δελτίο, μια φέτα ψωμί
στην καθισιά μας, κι
αυτό αν υπήρχε. Ήταν αυτά τα σπίτια που λέγανε
ότι είχαν και
εσωτερική τουαλέτα μέσα σε ντουλάπα αλλά την έκρυβαν
από ντροπή…στο χωριό
το ψιθύριζαν κρυφά ότι το τάδε σπίτι έχε
τουαλέτα μέσα…μια
μέρα από περιέργεια άνοιξα την ντουλάπα και
την είδα ήταν
χρώματος κόκκινου σα να λέμε ένας κάνταρος.
Μετά έφυγα και πήγα σπίτι μου, η μάνα μου είχε
μια κοπέλα
σπίτι και της έκανε πρόβα σε φόρεμα, μπήκα
απότομα, πρόλαβα και
είδα το στήθος της, η κοπέλα ντράπηκε, εγώ
κοκκίνησα βγήκα στον
δρόμο πήρα το ραβδί
μου και έψαξα να βρω παιδιά να παίξουμε
γουρουνούλα, είχα
και το πικιόνι. (Τενεκεδένιο κουτί)
Από κάπου εκεί κοντά ακουγόταν παιδικές φωνές και θόρυβος από
στεφάνια που
κυλούσαν στον χωματένιο δρόμο.
Ο πατέρα είχε βγει
βόλτα στο καφενείο…
Μια σκηνή της εποχής
του λύχνου, αυτού που μας έφεγγε το βράδυ όταν
δεν τούτρωγαν το φυτίλι
οι γάτες.
Σήμερα, ο λύχνος
έπαψε να φωτίζει, φέρανε το ηλεκτρικό, νερό
τρεχούμενο, Έφυγαν οι άνθρωποι ερήμωσε ο τόπος, τα ερείπια το μαρτυρούν είναι
τρεχούμενο, Έφυγαν οι άνθρωποι ερήμωσε ο τόπος, τα ερείπια το μαρτυρούν είναι
μνημεία ότι κάποτε υπήρχε
ζωή, ότι κάποτε υπήρχαν άνθρωποι…
στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλονιάς.
Γαβριήλ
Παναγιωσούλης
8 σχόλια:
Οι αναμνήσεις των παιδικών σου χρόνων Γαβρίλη μου με στερήσεις και κοινωνικές ανισότητες μόνο ερείπια άφησαν !! Αλλαξαν οι καιροί και τα σπίτια βουβάθηκαν !! Την αγάπη μου !!!
Αχ αυτές οι αναμνήσεις που γεννούν τα ερείπια της Κεφαλλονιάς!!! Έφυγαν οι άνθρωποι Γιαβιήλ και έφυγε η ζωή από τα χωριά.
Όσο για τις ανισότητες πάντα υπήρχαν και υπάρχουν παντού.
Σίγουρα πέρασες καλά το καλοκαίρι σου στην πατρίδα
Να σαι καλά
Αγαπητή μου Νικόλ
Η σημερινή μοντέρνα ζωή μας πάντα κρατά τις παλιές της ρίζες...
Μου είναι αδιανόητο μέσα στην πανσπερμία όπου ζούμε ακόμα κι αν το θέλω να εγκλιματισθώ με τον γείτονα, με την κοινωνία όπου ζούμε εφόσον με την πρώτη μου λέξη η προφορά μου διαφέρει από τους γηγενείς (αν κι εδώ που ζούμε κανένας δεν είναι γηγενής, είναι όλοι μετανάστες)
Οπότε γυρίζοντας στα παλιά βλέπω το τι απόμεινε από το μέρος που γεννήθηκα....
Ευχαριστώ
Με την αγάπη μου
Γαβριήλ
Αγαπητή μου ANNA Flo.
Ναι περάσαμε ένα πολύ όμορφο καλοκαίρι γεμάτο ήλιο και θάλασσα, επίσης μια ειρηνική συνύπαρξη σε μια απόλυτη ησυχία με το ότι είχε απομείνει από το κάποτε σφύζοντα από ζωή χωριό μου....
Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί...
πρέπει να το συνειδητοποιήσω και να μην ψάχνω φαντάσματα.
Έλα όμως όπου τα ερείπια με εντυπωσιάζουν...
Ευχαριστώ πολύ
Γαβριήλ
Είναι που, κάποιες φορές, φίλε Γάβο, η φθορά τους εκπέμπει μια μελαγχολική ομορφιά, κι αυτό γιατί, όπως το λες, κάποτε υπήρχε ζωή. Υπήρχαν άνθρωποι. Κάποτε –και για κάποιους– εκεί μέσα ζυμώθηκε η ζωή.
Τώρα ρημαγμένα ερείπια, αντιστέκονται σαν από μια πληγωμένη αξιοπρέπεια.
Δυστυχώς…
Πολύ ζωντανή η διήγησή σου για τα χρόνια εκείνα Γαβρίλη. Μου κάνει εντύπωση πως, αν και χρόνια στο εξωτερικό, διατηρείς ατόφιο το λεξιλόγιό σου και τις εκφραστικές σου δυνατότητες. Ένα μικρό λογοτεχνικό απόσπασμα για τα χρόνια εκείνα, που άνετα θα μπορούσε να φιλοξενηθεί σ' ένα σχολικό αναγνωστικό. Και το λέω αυτό, γιατί όσοι συγγενείς μου βρέθηκαν διάσπαρτοι Αμερική και Καναδά, μιλάνε πλέον με αλλοιωμένη γλώσσα (και το καμαρώνουν κιόλας)...
Πονούν οι αναμνήσεις το ξέρω, μα έχεις μέσα σου τους μηχανισμούς εκείνους που κάνουν τη λύπη, λέξεις, τις βάζουν στο χαρτί και τις αφήνουν παρακαταθήκες για τους επόμενους.
Τα σέβη μου Γαβρίλη!
Καλημέρα φίλε μου Στράτο,
Ο κόσμος άλλαξε, αλλάξαν οι καιροί κανονικά θα πρέπει να αλλάξει και το μαυλό μου, ή ας πούμε ο τρόπος σκέψης μου.
Γυρνώντας στο μέρος που γεννήθηκα με πνίγουν οι αναμνήσεις, είναι αυτές που μάρτυρούν τα εναπομείναντα ερείπια.
Δεν υπάρχουν πλέον άνθρωποι, αυτοί που αγαπούσα φύγανε για το μεγάλο ταξίδι, τότε γυρνώ και ξαναζώ την παιδική μου ηλικία σε κάθε γωνία σε κάθε πέτρα που είναι τόσο πολλές.
Αλλά και η ερημιά αυτή της σημερινής υπαίθρου είναι αυτή που με τρομάζει σαν πέσει το σκοτάδι...
Ευχαριστώ φίλε
Γάβο!
Αγαπητή μου κ. Μαρία Κανελλάκη
Αν και στην Ελλάδα έζησα μόνο 16 χρόνια δηλαδή από την μέρα που γεννήθηκα μέχρι που έφυγα, όμως δεν είχα προλάβει να ζήσω την εφηβεία, αλλά από παιδί έγινα απότομα άνδρας με υποχρεώσεις έστω κι ας ήμουν, ανήλικος-ανώριμος...
Όλα αυτά μου κράτησαν το ενδιαφέρον σε όλη μου την ζωή να ερευνώ και να θέλω να μανθάνω το γιατί και το διότι της τότε κατάστασης ώστε σήμερα που τα χρόνια βαραινουν να κάθομαι και να ονειροπολώ, μάλλον να ξαναφέρνω μπροστά μου, νοσταλγικές σκηνές από τα χρόνια εκείνα, τόσο διαφορετικές από τις σημερινές... Επίσης όπως και να το κάνουμε ο άνθρωπος φέρνει στους ώμους του τον τόπο που γεννήθηκε, την προφορά, το φιλοτιμο όσο και να του επιβάλουν οι καταστάσεις να αλλάξει είναι σχεδον αδύνατο. ή πάλι ίσως να είναι και ο τρόπος που σκέπτεται ο κάθε ένας αν πάρουμε παράδειγμα από αυτό που γράφεις:(και το καμαρώνουν κιόλας)...
Σε ευχαριστώ πολύ
με εκτίμηση
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου