
Η ψυχή σου λαχταρά από αγωνία, όταν τα δάκτυλα σου κρατούν την πένα και γράφουν τις εμπνεύσεις του νου σου στο χαρτί, εκεί ανοίγει η πηγή των σκέψεών σου, και ρέουν σα ρυάκι γάργαρου νερού που ξεσκεπάζει τις ρίζες του τόπου σου. Κλαις, υποφέρεις από παιδική νοσταλγία. Γράφεις με τα ίδια ελληνικά γράμματα που γαλουχήθηκες, δεν τα ξέχασες. Είναι τα μόνα που δεν έχουν αλλάξει. Αποτυπώνεις τις σκέψεις σου σε χάρτινες σελίδες οι οποίες φιλικά προσκείμενες αντέχουν σε ότι γράφεις, τις γεμίζεις και τις πετάς σε μιαν άκρη με την ελπίδα δημοσίευσης κάποτε σε φόρμα βιβλίου.
Σελίδες γεμάτα έρωτα, αγάπη, αναμνήσεις, σελίδες που εξυμνούν το δόξα εν υψίστης, άλλες μυρίζουν λιβάνι, άλλες λεν το πάτερ ημών, άλλες υμνούν την θεά Αθηνά, άλλες κατηγορούν, άλλες μισούν τις υπόλοιπες δια το πιστεύω τους. Έτσι όπως είναι τσαλακωμένες ξεχασμένες, σκονισμένες πεταμένες σε μια γωνιά μαλώνουν αναμεταξύ τους, κολλούν οι ομοϊδεάτισσες η μια με την άλλη, γίνονται φύλλα, εχθρεύονται τις άλλες, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι φτάνει μια καύτρα ανθρώπινου τσιγάρου, αυτού που καπνίζεις, αυτό που παίρνεις μια ρουφηξιά το βάζεις στο τασάκι, συνεπαρμένος απ’ το γράψιμο το ξεχνάς, όταν το θυμάσαι είναι πλέον στάχτη. Η καύτρα του μπορεί να πέσει σαν ουράνιο αστροπελέκι για να χαθούν μια για πάντα.
Τι θα μείνει μετά; Μα ασφαλώς η στάχτη για όλες, αυτές που έγραφαν για αγάπη, για λιβάνι και λιτανείες, μα και αυτές που έγραφαν για το θάνατο της Υπατίας, ή την Αλεξανδρινή βιβλιοθήκη. Όλες θα χαθούν…
Θεέ μου! Τι ουτοπία;
Οι άνθρωποι τα πάθη τους, οι ιδέες τους, μοιάζουν σα τα τσαλακωμένα χάρτινα φύλλα, συνυπάρχουν, μαλώνουν αναμεταξύ τους, δεν σκέφτονται ποτέ, ότι πάνω στη γη μας υπάρχει χώρος για όλες τις ιδέες, για όλους τους ανθρώπους, ότι και αυτοί οι ίδιοι, όσο διαφορετικοί και να είναι θα έχουν όλοι την ίδια τύχη, στάχτη!
Οι δυο κόσμοι
.
.

Τα χιόνια ήρθαν στα μαλλιά, κάθε μέρα που περνούσε ανακάλυπτε καινούριους ορίζοντες στο διάβασμα, καινούριες εμπνεύσεις γραφής. Η ικανοποίηση της ευτυχίας, της ύπαρξής του μέσα από τον γραπτό λόγο, από το διάβασμα.
Οι άλλοι τον κοιτούν από πέρα χορτάτοι, μπουχτισμένοι από τα περιττά, μπερδεμένοι μέσα σε πιστωτικούς πλαστικούς λαβύρινθους, κάνοντας μετοχικούς λογαριασμούς, ανάβοντας κεριά σε αμμώδη κηροπήγια, γονυπετώντας μπρος σε ζωγραφιστές ξύλινες υπερδυνάμεις, με μαυρο-ρασοφόρους οδηγούς που αυτοί οι ίδιοι πληρώνουν.
Τον κοιτούν και αναφωνούν! Βρε τον φουκαρά, κρίμα τον άνθρωπο! Δεν πρόκοψε!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
Νέα Υόρκη