Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Ενσταντανέ, από τη χώρα των Μάγια, αρ. 1

Το φάντασμα:

Χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα του σπιτιού μου ήταν περίπου 4 η ώρα τα χαράματα, κοίταξα από την χαραμάδα και είδα τον οδηγό του ταξί μου που εργαζόταν τη νυχτερινή βάρδια, άνοιξα.
Μου έκανε νόημα να βγω έξω, έβαλε το στόμα του κοντά στο αυτί μου λες και ήμουν ιερωμένος για να εξομολογηθεί. Η ανάσα του μύριζε πιοτό, μου φάνηκε μεθυσμένος.
«Σου έφερα το αυτοκίνητο σου, φοβήθηκα γιατί είδα μπροστά μου το φάντασμα του Χουνουναπού -νο, ξέρεις αυτού που λένε ότι υπάρχει, μα δεν υπάρχει, αυτού που εξουσιάζει το βασίλειο του Άδη Χιμπαλμπά, που στο όνομά του κάνουν ανθρώπινες θυσίες, αυτό που όποιος το δει πεθαίνει, έτσι πιστεύουν στο μέρος μου οι χωριανοί μου, Μάγια Κιτσέ.»
«Μη λες ανοησίες, θέλω να μάθω τι έγινε.»
«Καθώς περνούσα το γεφυράκι αυτό που οδηγεί προς το νεκροταφείο, είδα στη μέση του δρόμου μια ανθρώπινη σιλουέτα χωρίς να κινείται. Απ’ το φόβο παρέλυσαν τα πόδια μου, δοκίμασα να την αποφύγω έστριψα δεξιά, αριστερά χαμένος κόπος, τελικά της έδωσα μια με τον προφυλακτήρα.»
Πετάχτηκα όρθιος από την έκπληξη, δεν πίστευα στα αυτιά μου, κοίταξα γύρω μου να δω αν μας ακούει κανένα αυτί. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε, κάποιος κόκορας δοκίμαζε να λαλήσει, αλλά δεν ήταν σίγουρος για το ξημέρωμα και η λαλιά πνίγηκε στο λαρύγγι του. Κοίταξα τον προφυλακτήρα ήταν γεμάτος αίματα.
«Πήγες στην αστυνομία;»
«Θα αστειεύεσαι, αυτοί σε κλείνουν μέσα και μετά άντε να βρεις άκρη.»
«Σε είδε κανένας ρώτησα;»
«Όχι,»
«Μα είσαι σίγουρος ότι ήταν το φάντασμα του χωριού σου, μήπως ήταν άνθρωπος, ή ακόμα και κανένας σκύλος;»
«Όχι σου λέω ήταν το φάντασμα του Χουνουναπού-νο, ή ίσως να ήταν και άνθρωπος, πάντως κάτι ήταν όπως τον χτύπησα έπεσε πάνω στο καπό, έστριψα απότομα δεξιά και το κορμί έπεσε στο έδαφος.»
Πήγα μέσα στο σπίτι κι έφερα ένα κανάτι νερό, έπλυνα τα αίματα και πήγα σε φίλο που είχε γκαράζ, ζήτησα τη γνώμη του.
«Αν ήταν Άνθρωπος αύριο θα ακουστεί, αλλά για καλό κακό πάρε το αυτοκίνητο και φύγε, πήγαινε στην πρωτεύουσα μια απόσταση 300 χιλιομέτρων, μείνε εκεί μια βδομάδα επισκεύασέ το και μετά βλέπουμε.»
Ο νόμος της πιάτσας είναι η σιωπή, κανένας δεν καταδίδει κάποιον στην αστυνομία, την οποία όλοι θεωρούν εχθρό τους.
Ο νόμος της σιωπής ένας τάφος, ένας σύντροφος του εσωτερικού μας κόσμου. Η σιωπή ένα ταμπού τιμής, ήταν η τιμή της μπέσας όπως λέει και ο αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ, το πρωτόγνωρο αυτό συναδελφικό ένστικτο σιωπής κι αλληλεγγύης ενός καταπιεσμένου λαού που παραμένει μέχρι σήμερα, ενάντια στις αρχές του κατεστημένου.

*

Η σημαδεμένη:

Η Βλάνκα ήταν μια ομορφούλα ξανθή με γαλανά μάτια, η σκούφια της κρατούσε από Άγγλους ίσως πειρατές αυτούς που είχαν εποικήσει το νησί Ουτίλα στην Καραϊβική. Ζούσε μαζί με τη μάνα της στην πόλη του λιμανιού Μπάριος σε ένα ξύλινο σπιτάκι, μεταξύ τους μιλούσαν αγγλικά.
Ήταν τακτική πελάτισσα του ταξί μου, είχε πιάσει φίλο έλληνα ναυτικό, κατά κάποιο τρόπο με θεωρούσε φίλο της και πριν έρθει το βαπόρι στο λιμάνι μου έλεγε όλα τα μυστικά που έκανε στο σώμα της, όλα τα τρυκ που μόνο μια γυναίκα φαντάζεται για να παραδοθεί στην αγκαλιά του ναυτικού κάνοντάς τον να πιστεύει ότι ζούσε μόνο γι’ αυτόν.
Το ταξί μου είχε γίνει το μεταφορικό μέσον των ερωτευμένων, μέχρι που κάποιος ζήλεψε την ευτυχία τους, έστειλαν με τη βία το παλικάρι στην Ελλάδα και μετά από λίγο αυτοκτόνησε στην Κόρινθο. Η Βλάνκα έψαχνε για αντικαταστάτη, για καινούργιες περιπέτειες μέχρι που τον καινούργιο φίλο της ντόπιο ναυτικό και φίλο δικό μου, τον δολοφόνησαν σε ελληνικό βαπόρι εν πλω κι εγώ την μετέφερα στα διάφορα αστυνομικά τμήματα ζητώντας δικαιοσύνη…
Μετά από λίγο σκοτώθηκε και η ίδια τρέχοντας σε μια μοτοσικλέτα με καινούργιο φίλο που απέκτησε όταν ζητώντας δικαιοσύνη για τον δολοφονημένο φίλο της γνωρίστηκε με ναύτη του λιμεναρχείου, που είχε τη μοτοσικλέτα, έτσι τρίτωσε το κακό.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τα βιώματά σου Γαβριήλ,μοιάζουν σαν νάρχονται από έναν άλλον κόσμο.
Μου κάνει εντύπωση ο αφτιασήδωτος τρόπος που τα αφηγήσαι.Τόσα χρόνια μετά και τάφησες έτσι,χωρίς εξωραίσμό,σαν τις παλιές φωτογραφίες μας που δεν αλλάζουμε τις κορνίζες γιά να μην χαθεί το φως της νιότης .

σπύρος δαρσινός

pylaros είπε...

Ο αφτιασήδωτος τρόπος αφήγησης είναι φίλε Σπύρο, σα να ξαναζείς τα περασμένα, αυτό σου δίνει τη διδαχή να πατάς κάτω στη σημερινή γη πιο στερεά.

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

Γεμάτα χρώμα και μυρωδιές τα κειμενάκια σου. Γιατί αυτές τις εμπειρίες δεν τις κάνεις ένα ολοκληρωμένο έργο;

pylaros είπε...

Τέτοιου είδους εμπειρίες, αλλά διαφορετικές από αυτές που δημοσιεύω στο Blog μου τις έχω γράψει σε πέντε βιβλία, εκδοθέντα όλα στη Νέα Υόρκη, εποχή 1996 - 2002
Κυνηγώντας ένα Όνειρο,
Στέλιος ο Έλληνας,
Ο Αστροναύτης των Τροπικών,
Θαλασσινές ταξιδιωτικές περιπέτειες,
Πενήντα χρόνια πίσω,
Σκοπός μου είναι να εκδώσω ακόμα ένα με όλο αυτό το υλικό που έχω σκορπισμένο, αλλά, με το σήμερα κι αύριο, ο χρόνος τρέχει και δεν τον προλαβαίνω…

Ευχαριστώ,

Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

Μέσα από τις άδηλες δυνάμεις στο ταξείδι της ζωής (εδώ του ναυτικού) ξεπηδάει μια απόκοσμη βαθύτητα, που παρουσιάζει τη λογοτεχνία όχι ως μέγιστο επίτευγμα, αλλά απλώς ως ευγενή προσφορά.
Φίλε Γαβρίλη, μας εκπλήτεις.

Νίκος, Νέα Υόρκη

pylaros είπε...

Το ταξίδι της ζωής φίλε Νίκο είναι αυτό που σε κάνει άνθρωπο. Όταν περάσουν τα χρόνια ξαναζείς τα δικά σου ατομικά επιτεύγματα που τα εξωτερικεύεις πριν προλάβει να τα εξαφανίσει η φθορά του χρόνου.
Ευχαριστώ

Γαβριήλ