ΤΟ ΠΑΘΟΣ
Μετρούσα τα βήματά μου, κοίταζα σε κάθε γωνία του δρόμου με όραμα την ελπίδα, μετά από μερικά βήματα έσβηνε κι αυτή σα στιγμιαία αχυρένια φλόγα, κοίταζα σα χαζός, κοίταζα μήπως φανεί εκείνη. Ο ζεστός αέρας με έλουζε με μια σκόνη ξερής λάσπης, αυτή που όταν ίδρωνα κολλούσε πάνω μου, περπατούσα σαν ζόμπι, αναζητούσα τη μοναξιά, πήγαινα στο παγκάκι του πάρκου, καθόμουν, το βλέμμα απλανές, μετρούσα τις ξύλινες ράγες του πάγκου, από πόσα καρφιά είχε η κάθε μία, κοίταζα τα έντομα που ζουζούνιζαν γύρω από τη φθοριούχο λάμπα της κολόνας. Άφηνα τα κουνούπια, αυτά που μου έπιναν το αίμα στα μπράτσα μου επάνω, να χορτάσουν. Ο κόσμος με κοιτούσε αδιάφορος. Πέρασε μια παλιά μου γνωστή, κάθισε δίπλα μου, μου χαμογέλασε, με ρώτησε τι έχω, δεν της απάντησα. Μου πρότεινε να κάνουμε παρέα να την πάω σπίτι της, την κοίταξα αδιάφορος, πάμε της είπα για να της κάνω το χατίρι, όταν έμεινα μόνος μαζί της τα μάζεψα κι έφυγα. Αυτή με έβρισε, ρε συ ή μεθυσμένος θα είσαι ή ερωτευμένος. Δεν απάντησα έφυγα σαν το σκυλί. Περνώντας έριξα μια ματιά στο Μόντε Κάρλο, ένα μπαρ με γυναίκες, η ιδιοκτήτρια Μαγδαλένια με είχε καλέσει στο βαφτίσει του μωρού της στην εκκλησία ο πατήρ Περούτσι θα έκανε το μυστήριο, μετά στην αυλή του κέντρου θα γινόταν τσιμπούσι, νονός ένας έλληνας ναυτικός. Της είχα υποσχεθεί ότι θα πήγαινα. Ήθελα να το αποφύγω, μου ήταν αδιάφορο. Μετά πέρασα απ’ το μπαρ «Ευρώπη» η ιδιοκτήτρια Ελένα ήρθε δίπλα μου, μου είπε να με κεράσει, μια καινούργια πιτσιρίκα που δεν με γνώριζε με πέρασε για πελάτη. Η ορχήστρα έπαιζε οι άλλοι χόρευαν, ο πορτογάλος ναυτικός από το Ακρωτήρι Σαν Βιτσέντε που ήταν μαζί της με πλησίασε, μου είπε ότι δεν αξίζει για μια γυναίκα να μαλώνουν οι ναυτικοί. Συμφωνώ, εξ άλλου δεν με ενδιαφέρει του είπα, για να τον ξεφορτωθώ. Βγήκα έξω στον δρόμο, άναψα ένα τσιγάρο, η ερημιά με έπνιγε, όλα μου ήταν αδιάφορα, περπάτησα προς την πύλη, ο φύλακας με την πράσινη στολή παραξενεύτηκε, γιατί τόσο ενωρίς; Τον κοίταξα, δεν του απάντησα, κι αν του έλεγα θα καταλάβαινε; Ανέβηκα και κλείστηκα στο βαπόρι. Χωρίς να το καταλάβω, έπαψαν να υπάρχουν γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, δεν είχα μάτια για κανέναν μόνο γι’ αυτήν. Αυτή που με περίμενε κάθε βράδυ κάτω απ το φοινικόδεντρο, αυτή που κάναμε όρκους πίστης, αυτή που περνάγαμε μαζί τις ελεύθερες ώρες μου, που παίζαμε λοταρία, που πηγαίναμε στο λούνα Παρκ, που ακούγαμε μουσική τραγούδια της αγάπης, που χορεύαμε μαζί, αυτή που δεν τολμούσα να περπατήσω στο δρόμο κι έστελνε και με φώναζαν, αυτή που μου χάρισε την γυναικεία τρυφερότητα, που γι’ αυτήν ζούσα έπαψε να με φωνάζει, αυτή είχε χαθεί. Έφτιαχνα στη ζωή μου φανταστικά παλάτια μόνο γι’ αυτήν, ότι και να μου έλεγε ήταν διαταγή. Τη νύχτα εν πλω πήγαινα να ξαπλώσω στο κρεβάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να ονειρευτώ μόνο αυτή. Με περίμενε κάθε φορά στην πύλη του λιμανιού. Η εξαφάνιση της μου είχε γίνει νταλκάς. Το προηγούμενο βράδυ είχα βγει χαρούμενος, είχαμε πει θα με περίμενε κάτω απ’ το φοινικόδεντρο, στο ίδιο παγκάκι, εκεί που είχαμε πρωτο-συναντηθεί. Όμως δεν φάνηκε, ανήσυχος πήγα στο σπίτι της, δεν ήταν ούτε εκεί.
Εμείς νομίζαμε ότι ήταν μαζί σου, μου είπαν.
-Όχι, απάντησα.
Η μάνα της άρχισε να κλαίει. Ως φαίνεται κάτι θα ήξερε.
Φεύγοντας στάθηκα στον κορμό ενός δένδρου, ήταν σκοτάδι κανένας δεν με έβλεπε, κρύφτηκα απ’ το ίδιο το σκοτάδι, απ’ τα μάτια μου για πρώτη φορά έτρεχαν δάκρυα, από κάπου εκεί κοντά ακουγόταν γαύγισμα σκύλου, κατέβηκα στο δρόμο πέρασα απ’ το μπαρ ‘παλάτι’ φίλοι ναυτικοί γλεντούσαν. Κρύφτηκα, από τους φίλους μου για να μην προδώσω τον πόνο μου. Περνούσε ο καιρός.
Χάθηκε από το πρόσωπο της γης εξαφανίστηκε, έμεινε το γιατί, το ανεκπλήρωτο πάθος, κλείστηκα στον εαυτόν μου, δεν μιλούσα σε κανένα, πονούσα όταν βγαίνοντας έξω πέρναγα από τα ίδια μέρη που κάποτε είμαστε μαζί, προσπαθούσα να συνέλθω, δε βαριέσαι χαμένος κόπος. Πήγαινα στον κινηματογράφο αυτόν που κάποτε πηγαίναμε μαζί, καθόμουν ώρες ολόκληρες με μιαν ελπίδα στην καρδιά, να την ξαναδώ. Έτσι ένα βράδυ που προχωρούσα το πάθος ξανάναψε όταν είδα ένα κορίτσι στον δρόμο που έμοιαζε εκείνης. Έκανα τα αδύνατα δυνατά την έπιασα φιλενάδα, ήταν σα μια απομίμηση του πάθους. Βγαίναμε μαζί, της έκοβα το κεφάλι κι έβλεπα το κεφάλι της άλλης, ζούσα σε αυτή την ψευδαίσθηση για λυτρωμό, δεν βαριέσαι χαμένος κόπος. Έπρεπε να βρεθεί λύση, μια οποιαδήποτε λύση, ή έπρεπε να φύγω μακριά. Η ανθρώπινη καρδιά όταν πληγωθεί με την τύφλωση του πάθους γίνεται εφιάλτης, είναι καταδίκη, είναι αρρώστια. Λείπει η λογική, κι αρχίζει ο παραλογισμός, τίποτα δεν έχει αξία εμπρός στο πάθος.
Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως ήμουν απροετοίμαστος κι άφησα τον εαυτό μου να σκλαβωθεί έτσι σε μια γυναίκα; Τι μου έλειπε; Μήπως στη μοναξιά του ωκεανού μεγαλοποιούσα την γυναίκα τη θεωρούσα ένα άγιο αγνό μπιμπελό; Βρήκα τη σωτηρία στη φυγή μόνο αυτή, έτσι ξεμπαρκάρισα. Έπιασα άλλο βαπόρι πήγα στην Ινδία, στο Μπαγκλαντές, Κεϋλάνη, Βιρμανία, νότιο Αφρική, όχι δεν πήγα ν’ ασκητέψω, ούτε να γίνω Κρίσνα Χάρε, ούτε βούδας, στα κύματα, στον μουσώνα του Ινδικού Ωκεανού πήγα να ξεχάσω, «είδε φωτογραφία.»
Άρα πόσοι άνθρωποι έχουν γνωρίσει αυτό το μαρτύριο; Αυτό το ψυχικό πάθος που σκλαβώνει, που σκοτώνει, που ξεριζώνει το είναι σου, που αλλάζει, την προσωπικότητά σου, που σε κάνει κουρέλι να εκλιπαρείς; Μήπως φταίει η μοναξιά της θάλασσας; ,
Φάρμακο είναι ο χρόνος, μόνο αυτός, αλλά και πάλι δεν είσαι βέβαιος, μόνο ο θάνατος είναι αυτός που σβήνει τα πάντα, αλλά ποιος φταίει για αυτή την γεμάτη πάθος ψυχολογική αρρώστια; Ίσως η αφέλεια του άνδρα, μέσα στον παραλογισμό σου δεν μπορείς να σκεφτείς τι είναι αυτό που σου λείπει. Τι είναι αυτό που ξεγελά την νοημοσύνη, τη λογική;
Μετρούσα τα βήματά μου, κοίταζα σε κάθε γωνία του δρόμου με όραμα την ελπίδα, μετά από μερικά βήματα έσβηνε κι αυτή σα στιγμιαία αχυρένια φλόγα, κοίταζα σα χαζός, κοίταζα μήπως φανεί εκείνη. Ο ζεστός αέρας με έλουζε με μια σκόνη ξερής λάσπης, αυτή που όταν ίδρωνα κολλούσε πάνω μου, περπατούσα σαν ζόμπι, αναζητούσα τη μοναξιά, πήγαινα στο παγκάκι του πάρκου, καθόμουν, το βλέμμα απλανές, μετρούσα τις ξύλινες ράγες του πάγκου, από πόσα καρφιά είχε η κάθε μία, κοίταζα τα έντομα που ζουζούνιζαν γύρω από τη φθοριούχο λάμπα της κολόνας. Άφηνα τα κουνούπια, αυτά που μου έπιναν το αίμα στα μπράτσα μου επάνω, να χορτάσουν. Ο κόσμος με κοιτούσε αδιάφορος. Πέρασε μια παλιά μου γνωστή, κάθισε δίπλα μου, μου χαμογέλασε, με ρώτησε τι έχω, δεν της απάντησα. Μου πρότεινε να κάνουμε παρέα να την πάω σπίτι της, την κοίταξα αδιάφορος, πάμε της είπα για να της κάνω το χατίρι, όταν έμεινα μόνος μαζί της τα μάζεψα κι έφυγα. Αυτή με έβρισε, ρε συ ή μεθυσμένος θα είσαι ή ερωτευμένος. Δεν απάντησα έφυγα σαν το σκυλί. Περνώντας έριξα μια ματιά στο Μόντε Κάρλο, ένα μπαρ με γυναίκες, η ιδιοκτήτρια Μαγδαλένια με είχε καλέσει στο βαφτίσει του μωρού της στην εκκλησία ο πατήρ Περούτσι θα έκανε το μυστήριο, μετά στην αυλή του κέντρου θα γινόταν τσιμπούσι, νονός ένας έλληνας ναυτικός. Της είχα υποσχεθεί ότι θα πήγαινα. Ήθελα να το αποφύγω, μου ήταν αδιάφορο. Μετά πέρασα απ’ το μπαρ «Ευρώπη» η ιδιοκτήτρια Ελένα ήρθε δίπλα μου, μου είπε να με κεράσει, μια καινούργια πιτσιρίκα που δεν με γνώριζε με πέρασε για πελάτη. Η ορχήστρα έπαιζε οι άλλοι χόρευαν, ο πορτογάλος ναυτικός από το Ακρωτήρι Σαν Βιτσέντε που ήταν μαζί της με πλησίασε, μου είπε ότι δεν αξίζει για μια γυναίκα να μαλώνουν οι ναυτικοί. Συμφωνώ, εξ άλλου δεν με ενδιαφέρει του είπα, για να τον ξεφορτωθώ. Βγήκα έξω στον δρόμο, άναψα ένα τσιγάρο, η ερημιά με έπνιγε, όλα μου ήταν αδιάφορα, περπάτησα προς την πύλη, ο φύλακας με την πράσινη στολή παραξενεύτηκε, γιατί τόσο ενωρίς; Τον κοίταξα, δεν του απάντησα, κι αν του έλεγα θα καταλάβαινε; Ανέβηκα και κλείστηκα στο βαπόρι. Χωρίς να το καταλάβω, έπαψαν να υπάρχουν γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, δεν είχα μάτια για κανέναν μόνο γι’ αυτήν. Αυτή που με περίμενε κάθε βράδυ κάτω απ το φοινικόδεντρο, αυτή που κάναμε όρκους πίστης, αυτή που περνάγαμε μαζί τις ελεύθερες ώρες μου, που παίζαμε λοταρία, που πηγαίναμε στο λούνα Παρκ, που ακούγαμε μουσική τραγούδια της αγάπης, που χορεύαμε μαζί, αυτή που δεν τολμούσα να περπατήσω στο δρόμο κι έστελνε και με φώναζαν, αυτή που μου χάρισε την γυναικεία τρυφερότητα, που γι’ αυτήν ζούσα έπαψε να με φωνάζει, αυτή είχε χαθεί. Έφτιαχνα στη ζωή μου φανταστικά παλάτια μόνο γι’ αυτήν, ότι και να μου έλεγε ήταν διαταγή. Τη νύχτα εν πλω πήγαινα να ξαπλώσω στο κρεβάτι όσο πιο γρήγορα μπορούσα για να ονειρευτώ μόνο αυτή. Με περίμενε κάθε φορά στην πύλη του λιμανιού. Η εξαφάνιση της μου είχε γίνει νταλκάς. Το προηγούμενο βράδυ είχα βγει χαρούμενος, είχαμε πει θα με περίμενε κάτω απ’ το φοινικόδεντρο, στο ίδιο παγκάκι, εκεί που είχαμε πρωτο-συναντηθεί. Όμως δεν φάνηκε, ανήσυχος πήγα στο σπίτι της, δεν ήταν ούτε εκεί.
Εμείς νομίζαμε ότι ήταν μαζί σου, μου είπαν.
-Όχι, απάντησα.
Η μάνα της άρχισε να κλαίει. Ως φαίνεται κάτι θα ήξερε.
Φεύγοντας στάθηκα στον κορμό ενός δένδρου, ήταν σκοτάδι κανένας δεν με έβλεπε, κρύφτηκα απ’ το ίδιο το σκοτάδι, απ’ τα μάτια μου για πρώτη φορά έτρεχαν δάκρυα, από κάπου εκεί κοντά ακουγόταν γαύγισμα σκύλου, κατέβηκα στο δρόμο πέρασα απ’ το μπαρ ‘παλάτι’ φίλοι ναυτικοί γλεντούσαν. Κρύφτηκα, από τους φίλους μου για να μην προδώσω τον πόνο μου. Περνούσε ο καιρός.
Χάθηκε από το πρόσωπο της γης εξαφανίστηκε, έμεινε το γιατί, το ανεκπλήρωτο πάθος, κλείστηκα στον εαυτόν μου, δεν μιλούσα σε κανένα, πονούσα όταν βγαίνοντας έξω πέρναγα από τα ίδια μέρη που κάποτε είμαστε μαζί, προσπαθούσα να συνέλθω, δε βαριέσαι χαμένος κόπος. Πήγαινα στον κινηματογράφο αυτόν που κάποτε πηγαίναμε μαζί, καθόμουν ώρες ολόκληρες με μιαν ελπίδα στην καρδιά, να την ξαναδώ. Έτσι ένα βράδυ που προχωρούσα το πάθος ξανάναψε όταν είδα ένα κορίτσι στον δρόμο που έμοιαζε εκείνης. Έκανα τα αδύνατα δυνατά την έπιασα φιλενάδα, ήταν σα μια απομίμηση του πάθους. Βγαίναμε μαζί, της έκοβα το κεφάλι κι έβλεπα το κεφάλι της άλλης, ζούσα σε αυτή την ψευδαίσθηση για λυτρωμό, δεν βαριέσαι χαμένος κόπος. Έπρεπε να βρεθεί λύση, μια οποιαδήποτε λύση, ή έπρεπε να φύγω μακριά. Η ανθρώπινη καρδιά όταν πληγωθεί με την τύφλωση του πάθους γίνεται εφιάλτης, είναι καταδίκη, είναι αρρώστια. Λείπει η λογική, κι αρχίζει ο παραλογισμός, τίποτα δεν έχει αξία εμπρός στο πάθος.
Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Μήπως ήμουν απροετοίμαστος κι άφησα τον εαυτό μου να σκλαβωθεί έτσι σε μια γυναίκα; Τι μου έλειπε; Μήπως στη μοναξιά του ωκεανού μεγαλοποιούσα την γυναίκα τη θεωρούσα ένα άγιο αγνό μπιμπελό; Βρήκα τη σωτηρία στη φυγή μόνο αυτή, έτσι ξεμπαρκάρισα. Έπιασα άλλο βαπόρι πήγα στην Ινδία, στο Μπαγκλαντές, Κεϋλάνη, Βιρμανία, νότιο Αφρική, όχι δεν πήγα ν’ ασκητέψω, ούτε να γίνω Κρίσνα Χάρε, ούτε βούδας, στα κύματα, στον μουσώνα του Ινδικού Ωκεανού πήγα να ξεχάσω, «είδε φωτογραφία.»
Άρα πόσοι άνθρωποι έχουν γνωρίσει αυτό το μαρτύριο; Αυτό το ψυχικό πάθος που σκλαβώνει, που σκοτώνει, που ξεριζώνει το είναι σου, που αλλάζει, την προσωπικότητά σου, που σε κάνει κουρέλι να εκλιπαρείς; Μήπως φταίει η μοναξιά της θάλασσας; ,
Φάρμακο είναι ο χρόνος, μόνο αυτός, αλλά και πάλι δεν είσαι βέβαιος, μόνο ο θάνατος είναι αυτός που σβήνει τα πάντα, αλλά ποιος φταίει για αυτή την γεμάτη πάθος ψυχολογική αρρώστια; Ίσως η αφέλεια του άνδρα, μέσα στον παραλογισμό σου δεν μπορείς να σκεφτείς τι είναι αυτό που σου λείπει. Τι είναι αυτό που ξεγελά την νοημοσύνη, τη λογική;
Ευτυχώς που υπάρχει και η θάλασσα!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
22 σχόλια:
Γαβρίλη μου,
ένα συγκέρασμα γλυκόπικρο οι απορίες σου. Γραμμένο στο πρώτο πρόσωπο, ταυτίζουμε αυθόρμητα το αφήγημα κι εσένα. Τον νεαρό ναυτικό του τότε και τον άνθρωπο που γνωρίζουμε (;)τώρα...
Ένα ποτήρι ξέχειλο οι αναμνήσεις, το αδειάζεις μέχρι που να μη μένει τίποτα...
Δεν γνωρίζω πόσοι μπορεί να έχουν αιστανθεί ένα παρόμοιο έρωτα και πώς τον έχουν "κυκλοφορήσει" μέσα στο είναι τους...
Κάπου, τον νιώθουμε ακόμα οδυνηρό.
Είναι από κείνα τα φαρμάκια που θάλεγε κάποιος "να λείπουν", μα όταν έχεις ζήσει όλο αυτό, είναι εξίσου σημαντική εμπειρία στη ζωή, έστω κι αν ακόμη πονάει.
Από πλευράς μου, δεν θα έλεγα να το ξεχάσεις...
Φιλικά, Υιώτα
Αγαπητή μου Υιώτα,
Πίστεψέ με, είναι της ζωής εμπειρίες, που δεν ξέρω αν είναι κοινές ή είναι μοναδικές.
Η απορίες μου δύσκολα να απαντηθούν, τους περισσότερους συνάδελφους ναυτικούς και μη, που έχω ρωτήσει, -όχι, τίποτα δεν είχαν ποτέ τους αισθανθεί-
ούτε καν ξέρουν γιατί μιλώ.
Έκτοτε σιωπώ.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Ευτυχώς που υπάρχει η θάλασσα κι εμείς συνεχίζουμε να τα κάνουμε θάλασσα με τις ατέλειές μας, με τα πάθη μας, με τις ανάγκες και τις ορέξεις μας... Όμως ο θάνατος φίλε μου Γαβρίλη, δεν 'σβήνει τα πάντα', μόνο τα κακά που κάναμε στη ζωή σβήνει γιατί αυτά δεν της χρειάζονται...
Ιάκωβος
Μάλιστα αγαπητέ μου Ιάκωβε! Η θάλασσα (εν πλω) είναι αυτή που ξαναδίνει στον άνδρα, σαν τον στρατιώτη, την αρρενωπή του ορμή, την δύναμη να παλαίψει άγρια με όλα τα στοιχειά είτε ανθρώπινα, είτε της φύσης και να νικήσει...
Ο θάνατος σβήνει την παρουσία στη ζωή του αφηγητή...
Φίλε Ιάκωβε,
Ευχαριστώ
Οπως εμενα τωρα στα γεραματα,ετσι κι'εσενα καποτε στη νιοτη σου,σε θελξανε τα καμωματα και τα εξωτερικα σχηματα μιας γυναικας.Τα ματια σου ξεδιψασανε και θρεψανε το στοχασμο σου.Οργωσανε τον συνειδησιακο σου κοσμο,κι 'η ερωτικη σου πλημμυρα ξεχυθηκε στα γενεσιουργα της ψυχης σου χωραφια κι'οργιασε η βλαστηση των παρορμησεων σου.Σε νοιωθω καλυτερα απο 'οσο νομιζεις γιατι εχω παθει εγω τωρα οτι εσυ τοτες....Τουλαχιστον εσυ ησουν νεος,αντεξες. Εχεις καμμια συμβουλη να μου δωσεις;;;; Εισαι ρε φιλε ουτως ή αλλως,οχι μονο ωραιος γραφιας ,αλλα και συγκινητικος αφηγητης.
Γαβριλαρε,σε συγχαιρω
Eύαγγελος
Βαγγέλη,
το πάθος αυτό διαφέρει από την αγάπη, τον έρωτα, σε ένα άρρωστο αίσθημα σκλάβου προς αφέντη.
Δύσκολο να το πιστέψει κανείς, αλλά ευτυχώς είναι παροδικό, εν το μεταξύ πάνω στην κρίση σε τρελένει.
και κρατά πολύ, πάρα πολύ!
Φίλε ευχαριστώ
Γαβριήλ
Ο Γαβριήλ μιλά τόσο ζωντανά για το γνωστό αχαλίνωτο πάθος της νιότης του που μας δίνει εκείνα τα ξεχωριστά τινάγματα της ψυχής πούναι συνδυασμός πόθου και ξαναμμένης φαντασίας που απλά μιμείται το πρόσωπο της Αγάπης.
Στην νιότη το πάθος έχει την φυσιολογική και σωστή θέση του. Η υπερβολή και η τρέλα είναι χαρακτηριστικά των νέων που τα «ζουμιά» τους ακόμα βράζουν με καημούς και λαχτάρες.
Με τα χρόνια ο κύκλος της ζωής συμπληρώνεται και γεννιέται η αλήθεια και η αγάπη ΑΝ ΕΡΘΕΙ τότε παίρνει την σωστή της πλέον ολοκληρωμένη μορφή. Από την άλλη μεριά οι αφηρημένες και αβάσιμες φαντασιώσεις των ηλικιωμένων είναι επικίνδυνες παθολογικές καταστάσεις προπαντός όταν δεν υπάρχει αμοιβαία συμμετοχή από το πρόσωπο των παρορμήσεών τους… Σε συγχαίρω ξανά ολόθερμα Γαβριήλ μου για μια πολύ ρεαλιστική εικόνα και ψυχική κατάσταση της ζωής που περιγράφεις τώρα στο ΠΑΘΟΣ σου με τόση επιτυχία.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
Με απέραντη φιλία και αγάπη
ΣΤΕΛΛΑ ΖΑΜΠΟΥΡΟΥ ΦΟΛΛΕΝΤΕΡ
Αγαπητή μου Στέλλα.
Πολλοί άνθρωποι γεννούνται και πεθαίνουν χωρίς να έχουν ζήσει αυτό τα καταστρεπτικό πάθος, αυτή την τόσο ευαίσθητη ψυχική ποιότητα αισθημάτων, αυτό όπου δεν ξέρεις πώς να προφυλαχθείς.
Εκ τω υστέρων σου μένει μια εμπειρία από όπου βλέπεις το ρουν της ζωής με μια διαφορετική αφετηρία απόψεων από τους άλλους ανθρώπους.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Τι είναι αυτό που ξεγελάει τη νοημοσύνη, τη λογική;
Τι αφελής ερώτηση!!
Το ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ, που δεν έχει ούτε λογική ούτε ευθύνη, που δεν έχει κανόνες ούτε το διέπουν κανένας νόμος και κανένας περιορισμός.
Ωραίες ψυχολογικές καταστάσεις,ή μάλλον, ανατάσεις.
Ν τ ί ν ο ς
Γαβρίλη,
Το πάθος, αυτός ο αισθησιασμός που ξέρει πως να ικετεύει ένα κομματάκι πνεύμα και το αγνό ερωτικό αίσθημα, να γίνεται ψυχική οδύνη και σπαραγμός.
Ευτυχώς που ξεπερνιέται (όχι πάντοτε) αν και μένει για πάντα μέσα μας και κάποτε-κάποτε θέλει να μας το θυμίζει.
Να'σαι καλά,
Νίκος
Ποιος να φταίει; "Ίσως η αφέλεια του άνδρα,"
Το λέω και το τονίζω, φταίει Η αφέληα του άνδρα που αφήνει τον εαυτόν του ελευθερο "αμμολητό" και πέφτει στο απεριόριστο αυτό συναίσθημα όπου δεν έχει σύνορα. Μια βασανιστική ψυχολογική κατάσταση που σπανίως συναντάμε.
Ευχαριστώ Ντίνο,
Γαβριήλ
Νίκο,
Δεν είναι τόσο το τι αφήνει αλλά το ότι νιώθεις σαν ένας διαφορετικός άνθρωπος όπου δεν έχεις κοινά σημεία με τους υπόλοιπους, βεβαίψως κάποτε το ξεπερνάς μπαίνει και αυτό στη "στάχτη του χρόνου" σαν το φιλμ του Αγγελόπουλου.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
12 Φεβρουάριος 2009 6:13 μμ
Δεν πρόκειται για καμμιά αφέλεια άντρα ή γυναίκας, Γαβρίλη.
Το πάθος αγάπης, όταν δεν ικανοποιείται, καταντάει στις χειρότερες μορφές του αρρώστεια, που δεν βρήκε το φάρμακό της να την γιατρέψει. Συναίσθημα και αισθήσεις (και ορμόνες) απογειώνονται στο κυνήγημα της εκστατικής ικανοποίησης που φέρνει η ολοκλήρωση της κατάκτησης.
Η εμπειρία ενός τέτοιου πάθους, αφήνει πάντα μικτές σελίδες αναφοράς στην περιγραφή της.
Προσωπικά πιστεύω, πως ο,τιδήποτε έχει περάσει η καρδιά του ανθρώπου στο διάβα της ζωής του, έχει ΑΞΙΑ. Δεν πετάμε ποτέ τα κομμάτια του εαυτού μας που ζήσαμε.
Να είσαι καλά πάντα Γαβρίλη μου.
Βάνα.
"Δεν πετάμε ποτέ τα κομμάτια του εαυτού μας που ζήσαμε."
Αγαπητή μου Βάνα, με δυο σου λέξεις τα λες όλα. Αυτό εννοεί πόσο πολύ το καταλαβαίνεις το θέμα.
Τι άλλο να πω εκτός ότι για να τα θυμάμαι εννοεί ότι ούτε εγώ τα έχω πετάξει, Είναι από αυτά όπου αφήνουν σημάδια...
Ευχαριστώ,
Γαβριήλ
Αγαπημένε Γαβρίλη,
Με πόσο πάθος περιγράφεις τον απωλεσθέντα έρωτα ςνός ναυτικού εν πλώ! Λέω , ευτυχώς που η Ορτάνσια δεν γνωρίζει ελληνικά, αλλοιώς θα ζήλευε μέχρι τα φυλλοκάρδια της αυτή την παιασμένη σου γραφή για μια γυνάικα άγνωστη.
Χρόνια σας πολλά
Ιουστίνη
...Σας παρουσιάζω λίγα προσωπικά μου στοιχεία γιατί θέλω να ενισχύσω την απόφαση και το θάρρος μου να σας στείλω μήνυμα. Ελπίζω να μη σας ενοχλήσει αυτό. Δεν μπόρεσα όμως να το αποφύγω όταν διάβασα τα κείμενα των αναρτήσεών σας στο blog σας. Να πω τέλεια;Λίγο είναι.Υπέροχα, με άγγιξαν πολύ. Πάντα μου άρεσε να διαβάζω κείμενα με πρωταγωνιστή τον κόσμο της θάλασσας. Μα και το άλλο "η αμβροσία" εξίσου ζεστό, νοσταλγικό, αισθαντικό...
Μαριάνθη
Αγαπητή μου Ιουστίνη,
La pasión, το πάθος είναι κάτι που γεννιέται, χωρίς να το θέλεις, είναι σαν τον ιστό της αράχνης όπου σε αιχμαλωτίζει και όσο προσπαθείς να βγεις τόσο πιο πολύ μπλέκεσαι. Στο τέλος κατορθώνεις και σπας τα ψυχικά δεσμά, ελευθερώνεσαι αλλά μένει η ουλή.
Happy Valentine's Day
Σε ευχαριστώ!
Γαβριήλ
Αγαπητή μου κ. Μαριάνθη: Το μήνυμά σσας, μια ευχάριστη έκπληξη για εμένα, ανταποδίδω τα ενθαρρυντικά σας λόγια σας με ένα μεγάλο ευχαριστώ!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Φίλε Γαβρίλη.
Είναι κάποιες καταστάσεις, που δύσκολα ο άνθρωπος μπορεί να τις
ελέγξει.Μιά απ΄αυτές είναι και ο έρωτας με την γενική σημασία της λέξης. Γιατρεύεται μόνο από τον χρόνο.΄Εστω και επιφανειακά.
Κάτι τέτοιο είναι κι΄αυτό που έζησες εσύ κείνη την εποχή.
Δύσκολος ο έλεγχός του. Απ΄ό,τι φαίνεται όμως μάλλον....τα κατάφερες.
Νάσαι καλά
Ντένης
Φίλε Ντένη, αφού υπάρχουμε μέχρι σήμερα πάω στην παροιμία που λέει: τέλος καλό όλα καλά.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ,
Αλλά το πάθος δεν είναι έρωτας...
Δημοσίευση σχολίου