Έτσι πλάστηκε ο χαρακτήρας μας, άρχισε η μοναξιά.
Πάνω σε ένα τραπεζάκι μια γκαζιέρα πετρελαίου «Πίτσος», προσπαθούσε να ζεστάνει μια τριγωνική κονσέρβα corned beef αργεντινής για δείπνο, αυτή που είχα αγοράσει από το απέναντι παντοπωλείο. Η σκηνή στην γωνία των οδών Μεγίστης και Ηρακλέους στην Καλλιθέα. Όταν έβρεχε οι χωματένιοι δρόμοι ζάρωναν με ρυτίδες σε βαθιά χαντάκια λες και χάλαγε η επιδερμίδα τους. Πιο κάτω μετά από την παράλληλη οδό Δημοσθένους, ένα ρέμα έτρεχε ένα μαύρο μολυσμένο νερό, δεν ξέρω αν έφτανε μέχρι τα περιβόλια της αγίας Ελεούσας. Μερικά τετράγωνα πιο κάτω στην οδό Μεγίστης ήταν οι στάβλοι του στρατού. Στις άκρες του πεζοδρομίου εκεί όπου υπήρχε άφθονη κοπριά παιδάκια έστηναν παγίδες να πιάσουν σπουργίτια, τα έκαναν ψητά.
Στην λεωφόρο Συγγρού εκεί όπου συναντιόνταν με την Μεγίστης, στάση Χρυσάκη υπήρχε ένα περίπτερο, πήγαινα και καθόμουν στη γωνία και μετρούσα τα αυτοκίνητα, πρόσεχα τις μάρκες, θαύμαζα τις κούρσες, κοίταζα τα λεωφορεία. Ένα λεωφορείο αντικ χρώματος λαδί με μουσαμαδένια τέντα για σκεπή, χωρίς γυάλινα παράθυρα και πόρτες με χερούλι έκανε τη διαδρομή Ακαδημία-Βουρλοπόταμος. Μα κι αυτά τα λεωφορεία τα κίτρινα της πάουερ το κουμπί που πατούσες για στάση ήταν στη οροφή με σκαλιστά γράμματα με τη λέξη ΑΠΑΞ, το κοίταζα και δεν πίστευα τα μάτια μου. Η Ελλάδα ξαναζεί με το πάτημα ενός κουμπιού. Μετά μου άρεσαν τα άδεια πακέτα από τσιγάρα αυτά που πετούσαν στις άκρες, τα μάζευα λοιπόν κι έκανα κολεξιόν σκουπίδια. Ήταν μια εποχή 1949 όπου ακόμα δεν είχε τελειώσει ο εμφύλιος, τουλάχιστον στην επαρχία. Περπατούσα προς το δέλτα Φαλήρου, το ιπποδρόμιο δεν λειτουργούσε χάζευα τα αποθηκευμένα στρατιωτικά υλικά. Απέναντι η ταβέρνα «Τα Πεύκα» του Χειλά, πιο κάτω το Χασάνι. Ο αμερικανικός στόλος φουνταρισμένος στον φαληρικό όρμο, ναύτες έπαιζαν στον Ιππόδρομο Μπεις Μπολ, παιδάκια, πολλά, άλλα με πατίνια, άλλα χωρίς, σαν τις μύγες τους ακολουθούσαν, προσφέροντας τους κι εγώ δεν ξέρω τι, άπλωναν τα χέρια τους, τους ζήταγαν τσίκλες. Όταν βράδιαζε γύριζα στο ημιυπόγειο δωμάτιο όπου μέναμε μαζί με την θεία μου για ύπνο.
Το μεροκάματο ήτανε στο Ρουφ σε ένα εργοστάσιο κάτι που έμοιαζε με παράγκα. Εργοστάσιο λαμπτήρων για φακούς και ποδήλατα. Όχι δεν υπήρχε τηλέφωνο, με πλήρωναν 11.000 δρχ. την ημέρα, έπαιρνα το λεωφορείο της ΕΔΕΜ αξία εισιτηρίου 500 δρχ. για Ακαδημία, περπατούσα στην ομόνοια οδός Πειραιώς έπαιρνα το πράσινο Τραμ, πάλι 500 δρχ. περνάγαμε την λαχαναγορά, κατέβαινα στη στάση Καμπά, περπατούσα, πέρναγα τις σιδηροδρομικές γραμμές, εκεί πολλοί έλληνες κληρωτοί έκαναν γυμνάσια, στην αριστερή μεριά ήταν η δουλειά. Από δεξιά η ταβέρνα ‘Τσάπελας’ όπου έπαιζε χωρίς διακοπή το (συννεφιασμένη Κυριακή και το Βαλεντίνα) είχα μαζί μου μια καραβάνα έ! ότι περίσσευε από το σπίτι, αλλά ποτέ δεν έφτανε έτσι αγόραζα μια μερίδα πατάτες ή φασόλια είχαν δυο χιλιάδες δρχ. στους στρατώνες εκεί υπήρχαν άγγλοι στρατιώτες, ήταν μια εταιρία NAAFI δεν ξέρω τι εννοούσαν τα γράμματα, αλλά εκεί στην καντίνα δούλευε ένας γνωστός μου ο οποίος μου βρήκε και την δουλειά. Εργάτριες όλα κορίτσια μόνο ένα ακόμη αγόρι ο Τάκης κι εγώ. Τραγούδαγαν συνεχώς (Το φανταράκι απόψε πάει έχει μεράκια και τάχει πιει…) και το (Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ακουμπισμένος σε ένα δεντρί, ο τραυματίας αναστενάζει και τη μανούλα του ζητάει για να βρει…) σχεδόν όλα τα κορίτσια μίλαγαν μια άλλη γλώσσα ήταν από την Κερατέα μίλαγαν αρβανίτικα.
(Η αξία της δραχμής ισοδυναμούσε 1 δολάριο = 11.000. δρχ.) μετά όπου έφυγα έγινε 15.000 δρχ.)
Όχι δεν είχαμε ραδιόφωνο αλλά η κυρία από τη Νάξο που έμενε στο από πάνω το έβαζε διαπασών κι έτσι ακούγαμε την κυριακάτικη λειτουργία. Τρέχοντας γύριζα τα βράδια να προλάβω να πάω στο ιδιωτικό νυχτερινό γυμνάσιο Καλλιθέας 7-9 ή 10. Για το κρύο του χειμώνα ευτυχώς υπήρχαν τα σαράφικα στην οδό Αθηνάς βρήκα ένα πανωφόρι καφετί από αυτά τα μεταχειρισμένα που έστελναν οι αμερικάνοι.
Μετά από έναν χρόνο χωρίς ελπίδα καλυτέρευσης, άνοιξα πανιά όπως λέει και το τραγούδι «θα σε πάρω να φύγουμε σε άλλη γη σε άλλα μέρη…» μόνο που εγώ πήρα τον εαυτόν μου και τις αναμνήσεις μου παρέα, άνοιξα πανιά, έκτοτε με ακομπανιάρει η μοναξιά μου, οι αναμνήσεις μου, μα κι ένα μεγάλο γιατί; Ψάχνω για μια ολοκληρωτική προσωπικότητα, ή κάτι παρόμοιο, τι κρίμα δεν μπορώ να το διευκρινίσω, λέτε να είναι η νοσταλγία της νιότης; Ή το ότι προσπαθώ να συνδέσω τις τόσο διαφορετικές τεθλασμένες κουλτούρες που έπλασαν τη ζωή μου; σε κάτι πιο ολοκληρωμένο, δηλαδή σα να πούμε σε μια ευθεία οριζόντια φυσική γραμμή; Ειλικρινά δεν ξέρω…
Πάντως τα πρώτα φτερουγίσματα της ζωής δεν ξεχνιόνται ποτέ, είναι αυτά που μας δίδαξαν την αυτοσυντήρηση του εαυτού μας
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη
11 σχόλια:
"...θα σε πάρω να φύγουμε
σ' άλλη γη, σ' άλλα μέρη,
που κενένα δεν ξέρουμε
και κανεις δεν μας ξέρει..."
Γαβρίλη μου,
εκεί που πάμε (!) κάποιοι μας ξέρουνε, τουλάχιστον να τα...πούμε λίγο!
Κι όχι τίποτ' άλλο, τα μέρη που περιγράφεις στην Αθήνα, αλλά και κεί που σπούδαζα , κι εργαζόμουν, έχουν τόσο αλλάξει που θα με πονέσει αν τα δω γεμάτα ... αλλοπρόσαλους...
Βιαστικά, ένα γειά σου,
Υιώτα
Ποτέ καμιά ευθεία και ίσιος ανεμπόδιστος δρόμος δε σμύλεψε τον άνθρωπο, δεν τον έβαλε στη διαδιακσία να σκεφτεί να βρει λύσεις για να πορευτεί. Τα κακοτράχαλα βουνά, οι δρόμοι με τις στροφές-στις οποίες δεν ξέρεις και τι σε περιμένει-με τις ανηφοριές και τις κατηφοριές κρατούν τον άνθρωπο σε εγρήγορση και τον βάζουν να σκέφτεται για ναναι σε ετοιμότητα και να δίνει λύσεις.
"Πάντως τα πρώτα φτερουγίσματα της ζωής δεν ξεχνιόνται ποτέ, είναι αυτά που μας δίδαξαν την αυτοσυντήρηση του εαυτού μας"
...έτσι είναι!Με όλα αυτά κάνεις πλάνο για την αυτοσυντήρησή σου αλλιώς χάθηκες!!
Πάντως κ. Γαβριήλ είτε σε θάλασσες μας ταξιδεύετε είτε για στεριανά περπατήματα μάς μιλάτε,η ομορφιά και η γοητεία της διήγησης δεν παύει.
Να είστε καλά. Χαιρετισμούς.
Αγαπητή Υιώτα,
Ξαναγύρισα μετά από πολλά χρόνια, στην ίδια γειτονιά, όλα έχουν αλλάξει, το υπόγειο δωματιάκι υπάρχει χωμένο σε σκόνες και σκουπίδια, όχι το σπίτι γλύτωσε δεν κατεδαφίστηκε για πολυκατοικίες, η γειτονιά τσιμεντοποιήθηκε.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
«Πάντως τα πρώτα φτερουγίσματα της ζωής δεν ξεχνιόνται ποτέ, είναι αυτά που μας δίδαξαν την αυτοσυντήρηση του εαυτού μας…».
Κι έπλασαν το χαρακτήρα μας…
Έμειναν, όλα αυτά που γράφεις φίλε, κομμάτια ενός παρελθόντος που δεν υπάρχει πια, ψηφίδες συναισθημάτων που βιώθηκαν με ένταση και στο διάβα του χρόνου ατόνησαν, βλέπω, όμως, σε σένα πως… δεν πέθαναν! Ζουν μέσα σου και θα ζουν… για πάντα.
Τότε όλα αυτά σε γοήτευαν, η ψυχή σου ξεχείλιζε από όνειρα, αχαλίνωτη φαντασία και φιλοδοξίες. Τα αισθήματά σου θέριευαν με αγνές φιλίες… ίσως κι αθώους έρωτες (δεν μας λες εδώ αν υπήρχαν. Που θα υπήρχαν…) μα, όπως γράφεις πήρες τον εαυτό σου κι έφυγες παρέα με τις αναμνήσεις μόνο… που τώρα ίσως να σε βασανίζουν κιόλας…
Πόσο γρήγορα, αλήθεια, σαν ένα τίποτα περνάει ο χρόνος….
Όσα άφησες πίσω και τα φύλαξες στην καρδιά σου, απ’ όλα όσα μας διηγιέσαι εδώ, τίποτα μου φαίνεται πως δεν θα έχει μείνει ίδιο. Ούτε οι δραχμές να φανταστείς. Κι εγώ σκεπτόμουν, καθώς διάβαζα, μα καλά 11.000 δρχ. τη μέρα κι άφησε αυτό το μεροκάματο κι έφυγε; Και προσγειώθηκα όταν πιο κάτω μας διευκρίνισες –και πολύ καλά έκανες- την ισοτιμία δραχμής-δολαρίου.
Ένα δολάριο τη μέρα… λοιπόν. Τόσα λεφτά… Τόση γλύκα…
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
πράγματι οι κακοτοπιές σμυλέυουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου, αλλά πράγμα παράξενο, πολύ παράξενο, τουλάχιστον για εμένα. τώρα που βλέπω τα περασμένα ασφαλώς στην μνήμη μου λέω και μονολογώ! θα έπρεπε να είχα κάνει αυτό, ή αυτό ή το άλλο.
Τέλος καλό όλα καλά ,
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε Στράτο, Πράγματι ο χαρακτήρας μας πλάστηκε τον καιρό εκείνο, αλλά υπάρχει το ξεκίνημα από την φωλιά, εκεί έγινε το βάπτισμα, τα υπόλοιπα στερέωσαν αυτά που σου δίδαχτήκαμε στην φωλιά...
Μετά από πολλά χρόνια έφτασα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού πήρα ταξί και του λέω θα με πας πάνω από το Ιπποδρόμιο, θα ανέβης την Συγγρού, θα στρίψεις αριστερά στην Μεγίστης εκεί όπου ήταν οι σταύλοι του Στρατού. Ο ¨ανθρωπος σταμάτησε, πατριώτη μου λέει πόσα χρόνια έχεις να έρθεις...
Πήγα να βρω παλιούς φίλους-γειτόνους. Πολλοί είχαν φύγει για το μεγάλο ταξίδι, άλλοι είχαν πλουτίσει κι άλλαξαν γειτονιά, η σπιτονοικοκυρά είχε φύγει για το μεγάλο ταξίδι μαζί με τον γιο της, στο σπίτι έμενε μόνο η κόρη της, τώρα πιος είχε ξενέψει πιο πολύ αυτή ή εγώ; με κάλεσε σπίτι της αλλά είχε κοπεί αυτό το νήμα της παλιάς οικειότητας κλπ...
Η φιλοσοφία του Πλάτωνα ήταν στο απόγειό της για ερωτική τότε εποχή.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Η ανάρτηση σας μου ξύπνησε κοιμισμένες θύμησες. Το ΄50 πήγαμε και εμείς στην Καλλιθέα. Χαροκόπου 33 μέναμε, κοντά στη Δημοσθένους, έκανα κάθε μέρα τη διαδρομή ποδαρόδρομο ως το Γυμνάσιο της Καλλιθέας στην Κρέμου, περνούσα από τα σπιτόπουλα στην Αγία Ελεούσα, τα ρέματα, τους χωματόδρομους και τα χαντάκια. Μια πληγωμένη Ελλάδα προσπαθούσε να ξαναζήσει. Πόσοι αιώνες έχουν περάσει από τότε;
Κι έχω την εντύπωση, μάλλον την ψευδαίσθηση ότι ήταν μόλις χθες!
έφτανα περπατώντας ως τα περιβόλια της Αγίας Ελεούσας, θαύμαζα το κτίριο του οίκου Τυφλών Καλλιθέας,
Αχ! αυτές οι μνήμες!
Αγαπητή μου κ. Ε. Τσαμαδού
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε Γαβρίλη.
Ν΄αρχίσω κι΄εγώ σαν το Στράτο. Από το τέλος.
Πάντως τα πρώτα φτερουγίσματα της ζωής δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Κάπως έτσι ήταν και τα δικά μου πρώτα φτερουγίσματα. Και πως να τα ξεχάσω; Εσύ πήρες παλτό από τα παλιατζίδικα.
Εγώ κυκλοφορούσα με ό,τι δεν φορούσαν τα μεγαλύτερα αδέλφια μου.
Και καταλαβαίνεις ότι ήσαν αρκετά.....ευρύχωρα μιά κι΄εγώ πιτσιρικάς ήμουν πετσί και κόκαλο από την...καλοπέραση.
Πάντως φίλε Γαβρίλη και η στεριανή σου ζωή έχει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον.
Νάσαι καλά να μας τα λες.
Ντένης
Γεια σου Φίλε μου,
Αχά! ήμουν ο πρωτότοκος οπότε δεν υπήρχε εφεδρικο σακάκι...
Αλλά η ζωή μέχρι που να έρθει το τέλος είναι ένα απρόοπτο χρωματιστό άγνωστο μονοπάτι, όπου όλοι βαδίζουμε χωρίς να ξέρουμε το αύριο, το οπόιο πάντοτε τρέχει πιο μπροστά από εμάς.
Νάσαι καλα φίλε Ντέςνη
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου