Η άγρια φύση της Κεφαλονιάς
Αυτά που έπλασαν τον χαρακτήρα μου, ένα βιωματικό υπόβαθρο της ζωής, μια πληγωμένη πηγή υποσυνείδητου, είναι η αιτία δημιουργίας του λόγου.
Τα κλαριά των δένδρων στάλαζαν υγρό, ήταν από την ομίχλη, αυτή που έβγαζε η μπούκα του Μύρτου και μας καταπλάκωνε την καρδιά. Ερχόταν από την νότια Αδριατική και περνούσε στο Ιόνιο
Οι πέτρες στους λίθινους τοίχους γεμάτες μια πράσινη γλίτσα σαν βελούδο, αυτή που κατά- κάθετε από την υγρασία. Λιγοστό το χώμα κι όπου υπήρχε ήταν άγονο. Οι πετρο-χωματένιοι δρόμοι γεμάτοι λακκούβες βρώμικου νερού. Στις άκρες τους ξεφύτρωναν οι Μαρτιάκοι με τα κίτρινα λουλουδάκια τους, μετά ερχόταν οι παπαρούνες, οι βρούβες, αυτές που εμάζωναν οι κάτοικοι και τις έτρωγαν, τι κι αν τις κατούραγαν οι σκύλοι! Το χαμομήλι άγριο ταπεινά έκανε την εμφάνισή του στις άκρες της χωματένιας αυλής. Οι αμυγδαλιές είχαν ντυθεί στα άσπρα, μια θεϊκή μυρωδιά αγνότητας ξεχυνόταν στον αέρα. Ερχόταν η άνοιξη.
Η μάνα καθάριζε το γυαλί της λάμπας από την κάπνα με ένα αδράχτι που μπροστά είχε δέσει ένα πανί, η νόνα είχε μια ρόκα με μαλλί κι έγνεθε, κάνοντας νήμα μαζεύοντας το στο αδράχτι.
Η θεια κεντούσε πετσετάκια, για το τραπεζάκι της σάλας, με κλωστές μουλινέ και η γειτόνισσα έπλεκε τσουράπια για τον άντρα της όπου ήταν στα βουνά κι έκαιγε καμίνι για κάρβουνα.
Τα μικρά παιδιά έτρεχαν στεφάνι στους χωματένιους δρόμους, τα όρνια πετούσαν, μάλλον έπλεαν στον αέρα κοιτάζοντάς μας. Τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους ψάχνοντας να βρουν κάνα ψοφίμι. Στο καναπεδάκι της εισόδου ένα αχυρένιο στρώμα εκεί πάνω του ήταν η φάτνη των ονείρων μου τα βράδια που κοιμόμουν και ήταν τόσο πολλά; Με συντρόφευε του γκιώνη η λυπητερή λαλιά. Μα εκεί στο αχυρένιο στρώμα ξάπλωνα ώρες ακίνητος από πόνους αρθριτικών με αλοιφή πετρελαίου, το μόνο που υπήρχε, έλεγε ο πατέρας φταίει το κλίμα, είναι υγρό.
Τα ποτήρια με το κοίλο χείλος στο κομοδίνο, το πιρούνι δεμένο με βαμβάκι και ποτισμένο με πράσινο οινόπνευμα, η φλόγα που κυνηγούσε τον αέρα από τα ποτήρια της βεντούζας, το δέρμα σου που φούσκωνε σαν αγιοβασιλιάτικη φούσκα, ο λιναρόσπορος ψημένος στο τηγάνι και τοποθετημένος στο στήθος σου επάνω σε ένα μάλλινο ύφασμα που από την αγριάδα γέμιζες εξανθήματα.
Ο γείτονας αυτός που έκαιγε καμίνι ήρθε πρωί, πρωί, ξύπνησε τον πατέρα τον τράβηξε έξω κι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Τα μάτια του κατακόκκινα πετούσαν σπίθες, δάκρυα έτρεχαν για να τις σβήσουν.
Έκανε χειρονομίες εν τέλει φύγανε μαζί. Πήγαν να ειδοποιήσουν την οικογένεια ότι βρήκε τον Βαγγέλη σκοτωμένο, με μια τσεκουριά του είχαν ανοίξει το κεφάλι καθώς κοιμόταν στο χωράφι του για να προστατεύσει τα σπαρτά του, είχε σπείρει φακή. Τα παιδιά χαιρόταν, ευκαιρία να πάρουν τα εξαπτέρυγα θα τους έδιναν χαρτζιλίκι. Ο γάμος είχε προετοιμαστεί, τι κι αν ήταν φυματικός ο γαμπρός, η αγάπη νίκησε. Το γραμμόφωνο το είχαν κουρδίσει και περίμεναν το γλέντι, ένα γλέντι φτωχό φοβισμένο κι όχι μόνο αλλά έσπασε και το κουρδιστήρι του γραμμόφωνου. Κρίμα δεν ακούστηκε τίποτα.
Μετά πέθανε ο γαμπρός, κάψανε τα ιμάτια του για να μην κολλήσουν χτικιό οι υπόλοιποι. Ξέχωσαν κι έκλεψαν τις πατάτες μας από τον κήπο, τα κουνέλια μας χωρούσαν στις τσέπες του κλέφτη, ο παπάς έκανε λιτανείες, διάβαζε προηγιασμένες. Η κυρά Ιφιγένεια ήρθε στη μάνα μου να της ξορκίσει το μουλάρι που τεμπέλιαζε, η μάνα έβαλε τρία σπυριά χοντρό αλάτι στην άκρη της ποδιάς της, με την πιθαμή της μέτρησε την απόσταση…
Η Ακριβού γιάτρευε με ξόρκια όποιον είχε τη βεντερούγα (ραχίτιδα), η Αγγέλα γέννησε κι άλλη κόρη, έτσι είπε η μαμή, συμφορά της, τόσα θηλυκά! Βρήκαν ποντίκια στα πιθάρια με το λάδι, αυτό του αγίου. Το αντάλλαξαν με καλαμπόκι που έφερνα καΐκια απ’ το Ξηρόμερο. Κάποιος είπε ότι στην Αγγλία βρέθηκε το φάρμακο της φυματίωσης, αλλά πολύ αργά ο άνθρωπος πέθανε.
Ο δάσκαλος μας μάθαινε τον εθνικό ύμνο, το στοίχιση και ζύγιση, μας πήγαινε στην εκκλησία όπου λέγαμε το πάτερ ημών, οι αντάρτες κατέβαιναν απ’ τα βουνά, οι χωροφύλακες έβαζαν πολίτες σκοπούς έξω από το κτίριο της χωροφυλακής, κι αυτοί οι ίδιοι κοιμόταν μέσα.
Μετά ήρθε η θάλασσα
Τα κλαριά των δένδρων στάλαζαν υγρό, ήταν από την ομίχλη, αυτή που έβγαζε η μπούκα του Μύρτου και μας καταπλάκωνε την καρδιά. Ερχόταν από την νότια Αδριατική και περνούσε στο Ιόνιο
Οι πέτρες στους λίθινους τοίχους γεμάτες μια πράσινη γλίτσα σαν βελούδο, αυτή που κατά- κάθετε από την υγρασία. Λιγοστό το χώμα κι όπου υπήρχε ήταν άγονο. Οι πετρο-χωματένιοι δρόμοι γεμάτοι λακκούβες βρώμικου νερού. Στις άκρες τους ξεφύτρωναν οι Μαρτιάκοι με τα κίτρινα λουλουδάκια τους, μετά ερχόταν οι παπαρούνες, οι βρούβες, αυτές που εμάζωναν οι κάτοικοι και τις έτρωγαν, τι κι αν τις κατούραγαν οι σκύλοι! Το χαμομήλι άγριο ταπεινά έκανε την εμφάνισή του στις άκρες της χωματένιας αυλής. Οι αμυγδαλιές είχαν ντυθεί στα άσπρα, μια θεϊκή μυρωδιά αγνότητας ξεχυνόταν στον αέρα. Ερχόταν η άνοιξη.
Η μάνα καθάριζε το γυαλί της λάμπας από την κάπνα με ένα αδράχτι που μπροστά είχε δέσει ένα πανί, η νόνα είχε μια ρόκα με μαλλί κι έγνεθε, κάνοντας νήμα μαζεύοντας το στο αδράχτι.
Η θεια κεντούσε πετσετάκια, για το τραπεζάκι της σάλας, με κλωστές μουλινέ και η γειτόνισσα έπλεκε τσουράπια για τον άντρα της όπου ήταν στα βουνά κι έκαιγε καμίνι για κάρβουνα.
Τα μικρά παιδιά έτρεχαν στεφάνι στους χωματένιους δρόμους, τα όρνια πετούσαν, μάλλον έπλεαν στον αέρα κοιτάζοντάς μας. Τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους ψάχνοντας να βρουν κάνα ψοφίμι. Στο καναπεδάκι της εισόδου ένα αχυρένιο στρώμα εκεί πάνω του ήταν η φάτνη των ονείρων μου τα βράδια που κοιμόμουν και ήταν τόσο πολλά; Με συντρόφευε του γκιώνη η λυπητερή λαλιά. Μα εκεί στο αχυρένιο στρώμα ξάπλωνα ώρες ακίνητος από πόνους αρθριτικών με αλοιφή πετρελαίου, το μόνο που υπήρχε, έλεγε ο πατέρας φταίει το κλίμα, είναι υγρό.
Τα ποτήρια με το κοίλο χείλος στο κομοδίνο, το πιρούνι δεμένο με βαμβάκι και ποτισμένο με πράσινο οινόπνευμα, η φλόγα που κυνηγούσε τον αέρα από τα ποτήρια της βεντούζας, το δέρμα σου που φούσκωνε σαν αγιοβασιλιάτικη φούσκα, ο λιναρόσπορος ψημένος στο τηγάνι και τοποθετημένος στο στήθος σου επάνω σε ένα μάλλινο ύφασμα που από την αγριάδα γέμιζες εξανθήματα.
Ο γείτονας αυτός που έκαιγε καμίνι ήρθε πρωί, πρωί, ξύπνησε τον πατέρα τον τράβηξε έξω κι άρχισαν να μιλάνε μεταξύ τους. Τα μάτια του κατακόκκινα πετούσαν σπίθες, δάκρυα έτρεχαν για να τις σβήσουν.
Έκανε χειρονομίες εν τέλει φύγανε μαζί. Πήγαν να ειδοποιήσουν την οικογένεια ότι βρήκε τον Βαγγέλη σκοτωμένο, με μια τσεκουριά του είχαν ανοίξει το κεφάλι καθώς κοιμόταν στο χωράφι του για να προστατεύσει τα σπαρτά του, είχε σπείρει φακή. Τα παιδιά χαιρόταν, ευκαιρία να πάρουν τα εξαπτέρυγα θα τους έδιναν χαρτζιλίκι. Ο γάμος είχε προετοιμαστεί, τι κι αν ήταν φυματικός ο γαμπρός, η αγάπη νίκησε. Το γραμμόφωνο το είχαν κουρδίσει και περίμεναν το γλέντι, ένα γλέντι φτωχό φοβισμένο κι όχι μόνο αλλά έσπασε και το κουρδιστήρι του γραμμόφωνου. Κρίμα δεν ακούστηκε τίποτα.
Μετά πέθανε ο γαμπρός, κάψανε τα ιμάτια του για να μην κολλήσουν χτικιό οι υπόλοιποι. Ξέχωσαν κι έκλεψαν τις πατάτες μας από τον κήπο, τα κουνέλια μας χωρούσαν στις τσέπες του κλέφτη, ο παπάς έκανε λιτανείες, διάβαζε προηγιασμένες. Η κυρά Ιφιγένεια ήρθε στη μάνα μου να της ξορκίσει το μουλάρι που τεμπέλιαζε, η μάνα έβαλε τρία σπυριά χοντρό αλάτι στην άκρη της ποδιάς της, με την πιθαμή της μέτρησε την απόσταση…
Η Ακριβού γιάτρευε με ξόρκια όποιον είχε τη βεντερούγα (ραχίτιδα), η Αγγέλα γέννησε κι άλλη κόρη, έτσι είπε η μαμή, συμφορά της, τόσα θηλυκά! Βρήκαν ποντίκια στα πιθάρια με το λάδι, αυτό του αγίου. Το αντάλλαξαν με καλαμπόκι που έφερνα καΐκια απ’ το Ξηρόμερο. Κάποιος είπε ότι στην Αγγλία βρέθηκε το φάρμακο της φυματίωσης, αλλά πολύ αργά ο άνθρωπος πέθανε.
Ο δάσκαλος μας μάθαινε τον εθνικό ύμνο, το στοίχιση και ζύγιση, μας πήγαινε στην εκκλησία όπου λέγαμε το πάτερ ημών, οι αντάρτες κατέβαιναν απ’ τα βουνά, οι χωροφύλακες έβαζαν πολίτες σκοπούς έξω από το κτίριο της χωροφυλακής, κι αυτοί οι ίδιοι κοιμόταν μέσα.
Μετά ήρθε η θάλασσα
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
14 σχόλια:
Γαβρίλη,αυτή τη φορά με εξέπληξες.
Ρίχνεις με γρηγοράδα αγκίστρι στο παρελθόν και ανασύρεις εικόνες η κάθε μιά με την δική της πινελιά αλλά στον ίδιο καμβά της εποχής εκείνης.Είπα με εξέπληξες γιατί,.....αδιαφόρησες εσκεμμένα την συνδετική ροή και εβγαλες μπροστα πιό ωμά την εικόνα.
Πυροβολούσες μέ εικόνες που μέσα τους είναι και η ψυχή σου.
Εκανες ένα γλυκόπικρο ξεπόρτισμα από τις ναυτικές ιστορίες.
Φίλε Σπύρο,
Ναι είναι όπως τα λες, μόνο ότι η συνδετική ροή (τότε δεν την ήξερα)προβάλλει στο τέλλος με τρεις άγνωστες για τον καιρό εκείνο λέξεις.¨"Μετά ήρθε η θάλασσα." Σπύρο λες ((Πυροβολούσες μέ εικόνες που μέσα τους είναι και η ψυχή σου))"Είναι αληθινό και ζωντανό, φτάνει μέχρι τα γεράματα¨"
Μετά αυτές τις τόσο ζωντανές εικόνες είναι αυτές που μας γεμίζουν με καρτερία με το από που προερχόμαστε και τώρα στα στερνά μας καταλαβαίνουμε ότι αυτές οι εικόνες ατσάλωσαν τον χαρακτήρα μας, ώστε να εκτιμούμε σήμερα, το τι έχουμε τουλάχιστον εμείς οι παλαιοί, ή οι της ηλικίας μου.
Κι ένα άλλο ακόμα, έτσι πλάστηκε ο χαρακτήρας μας, ο οποίος εξακολουθεί να έχει τις ρίζες του εκεί, κι ας το αγνοούν οι νέώτερες γεννιές, είναι σαν να μην τιμάς τους γονείς σου το σπίτι σου την πατρίδα σου.
Φίλε μου Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Γαβρίλη, γεια σου,
Υπάρχουν χιλιάδες δρόμοι που δεν έχουν ακόμη χαραχτεί και χιλιάδες τόποι ζωής που δεν έχουν ακόμη εξερευνηθεί.
Η γη και ο άνθρωπος είναι ανεξάντλητοι και ανεξερεύνητοι.
Αναζητώντας κάποιος το νόημα της ζωής, θα διαπιστώσει ότι ζει σ'εναν κόσμο που ψάχνει αδιάκοπα για κάποιο συγκεκριμένο νόημα ζωής, αλλά δεν έχει τη νοημοσύνη να το προσδιορίσει.
Οι απορίες ενός μικρού παιδιού σ'αυτό το διήγημα, τις οποίες ο συγραφέας παρουσιάζει διηγηματικά με υπαρξιακή αίσθηση, είναι μέρος αυτής της αναζήτησης.
Νa'σαι καλά,
Νίκος
Χρόνια πολλά καλά και ευτυχισμένα με τους ανθρώπους που αγαπάτε και σας αγαπούν, αγαπητέ κ. Παναγιωσούλη.
...ξεφυλλίζοντας, πόσες άγραφες σελίδες ακόμη!!! Δεν τελειώνουν, παρά με κείνες που θα είναι οι τελευταίες...
Πάντα καλά,
Γαβρίλη μου,
να κεντάς το εργόχειρο της σκέψης και των αναμνήσεων,
Υιώτα
αστοριανή, ΝΥ
Νίκο, αυτές οι ιστορίες έχουν σημαδέψει κατά κάποιον τρόπο την ζωή μας και όχι μόνο αλλά υπάρχει το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην δυστυχία και το κέρδος, αναλόγως του συμφέροντος του κάθε ενός μας. Παράδειγμα, όταν σκότωσαν τον Βαγγέλη ο κόσμος, η οικογένειά του φοβούταν έκλαιγαν για την δυστυχία τους, οι μόνοι που χαρήκανε ήταν τα παιδάκια αυτά που θα κουβαλόυσαν τα εξαπτέρυγα στην κηδεία και θα τους πλήρωναν.
Τέτοια χαόδεις αντίθεση αισθημάτων, σα να είναι ο κόσμος μας μια ζωόδης ζούγκλα χωρίς ανθρώπινη υπόσταση.
Το πηλήκον είναι πόσοι το εννοούν, πόσοι το βλέπουν αυτό;
Ευχαριστώ σε
Γαβριήλ
Αγαπητή μου κ, Ε. Τσαμαδού,
Η οικογένειά μου κι εγώς σας στέλνουμε τις ευχαριστίες μας για τις ευχές σας...
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Υιώτα, Κι όμως τα συμβάντα είναι ιστορία, και είναι δική μου-μας, χωρίς αυτήν είμαστε σαν το φτερό στον άνεμο κι όχι μόνο αλλά πρέπει να γράφοντε, πρώτα γιατί ο ζήσας τότε σε αυτή την περίπτωση ο εαυτός μου ξαλαφρώνει από τα πάθη το μίσος της τότε εποχής και μετά για να τα βλέπουν οι νεώτεροι, το πως γίναμε άνθρωποι με ατσαλένια θέληση για να μην ξεχνάμε...
την φωλιά μας έστω κι αν ζούμε μακριά.
Είναι κι αυτά μέρος της ανθρώπινής μας υπόστασης στα ξένα που όμως ζουν κρυφά μέσα μας, είναι αυτά που θα πάρουμε μαζί μας όταν φύγουμε, γιαυτό είναι καλά κάπου κάπου να λέμε τα γεγονότα ότι κάποτε συμβήκαν, ίσως να μείνουν στην ιστορία...
Χίλια ευχαριστώ
Γαβριήλ
Σε ατσάλωσε χωρίς να το πολυκαταλάβεις κ. Γαβριήλ το άγριο στεριανό τοπίο του τόπου σου, των παιδικών σου χρόνων γιαυτό και τιθάσευσες τη θάλασσα. Ξέρεις πως διαβάζω για δεύτερη φορά το Αχ ναξερα και μένω πάλι έκπληκτή για όσα τράβηξες, να το πω έτσι απλά. Από αυτή την πορεία της στεριάς και της θάλασσας βγαίνουν πολλά αισιόδοξα μηνύματα.
Πολλούς χαιρετισμούς.
... Μετά ήρθε η θάλασσα...
Τα συναισθήματα όταν είμαστε νέοι λίγες φορές τα καταλαβαίνουμε και λιγότερες τα δικαιολογούμε...
Με τον καιρό όμως χωνεύουν, κατακάθονται και δεν υπάρχει χώρος στην ψυχή, οπότε ξαναβγαίνουν και γίνονται λόγος...
Κι εσύ έχεις τον τρόπο, τη γλώσσσα, τις λέξεις κι αυτές τις εικόνες που διεγείρουν τη φαντασία, κυλάνε και φτιάχνουν όλο τούτο το... σενάριο που μας έδωσες.
Να 'σαι καλά!
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Απίστευτο κι όμως αληθινό, το ότι διαβάζεις για δεύτερη φορά το Αχ Νάξερα,
Θέλω να ξέρεις κάτι, όταν το έγραφα αυτό το βιβλίο κλεινόμουν στον δικό μου κόσμο, σε μια απομόνωση και μετά που έβγαινα στον ήλιο μου φαινόταν σαν ψέμματα, ότι κάποτ τα εία ζήσει...
Ευχαριστώ πολύ
Γαβριήλ
Και δεν υπάρχει χώρος στην ψυχή οπότε ξαναβγαίνουν,
Φίλε μου Στρατο, είναι σκηνικά που έχουν αφίσει αποτυπωματα πάνω μας, είναι αυτά που μεγαλώσαμε μαζί.
Αν δεν τα πω θα χαθούν στην άβυσσο της αιωνιοτητας.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Με λίγες λέξεις, με λίγες φράσεις φίλε, αραδιάζεις πάνω στο χαρτί μιά ζωή ολόκληρη. Μιά ζωή που κάπως παρόμοια ζήσαμε όλοι και που το μόνο που μας χάρισε είναι τα σημαδια της. Μετά γιά σένα ήρθε η θάλασσα. Κι΄ίσως να ήταν η λύτρωση. Γιά μας ήρθανε άλλα πιό σκληρά. Πιό δύσκολα. Πιό φαρμακερά. Πέτρινα χρόνια τα είπανε. Και χάραξαν πάνω μας πολλά ακόμη σημάδια. Δεν τα έζησες φίλε και είσαι τυχερός. Κείνα τα χρόνια εσύ οργωνες τις θάλασσες.
Πάντως σ΄ευχαριστώ και σε θαυμάζω που έχεις το θάρρος να τα ζωντανεύεις και τώρα ακόμη.
Νάσαι καλά φίλε.
Ντένης
Φίλε Ντένη, καταλαβαίνω ότι
διόρθωσες τον υπολογιστή σου, αυτό είναι καλό σημάδι.
Ντένη γράφω αυτά που γράφω γιατί ειναι η ιστορία του τόπου μας, με τη διαφορά όπως την έβλεπα τον καιρό εκείνο, με τα μάτια ενός αθώου πιαδιού, αλλα πρέπει να λέγονται γιατί έτσι μεγαλώσαμε φίλε όχι (με γιε μου έλα να φας το αυγό σου) που δεν το είχαμε.
Αχ! Η ζωή έχει πολλές τούμπες, όταν ξεκινήσεις από κάτω σέβεσαι την από πάνω. Όταν ξεκινήσεις από πάνω ε! τότε θα τα βρεις όλα δύσκολα,θα είσαι πάντα ανικανοποίητος.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου