Ένα αιώνιο γιατί;
Μια σταλαγματιά θύμησης κύλησε σα δάκρυ, έπεσε χάμω, ανοίχτηκε σα σε στυπόχαρτο, λέρωσε τη μνήμη, τότε αυτή ξαναζωντάνεψε.
Αν προλάβαινε η μάνα της Αγγελικής να πήγαινε στο Αργοστόλι με τα πόδια μια απόσταση 35 χιλιομέτρων να φέρει το φάρμακο ίσως να γλύτωνε, ήταν μόλις 7 χρονών κοριτσάκι, δεν πρόλαβε όμως. Στο χωριό είχε πέσει μια επιδημία δυσεντερίας, μετά έφυγε ο συμμαθητής μου ο Νίκος, μετά μας ήρθε ο άνθρακας, μετά η ευλογιά, η Ιλαρά, ο κοκίτης, ο τύφος, ο τριχοφάγος, η ραχίτιδα όλα αυτά στα μικρά παιδιά. Στους μεγάλους βασίλευε το χτικιό και ο φόβος να μην αγγίξουμε τίποτα, να μην κολλήσουμε.
Σαν ξημέρωσε ο θεός την ημέρα από στόμα σε στόμα έφτασε η είδηση και στ’ αυτιά μας. Δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα κατακτητές γερμανούς στρατιώτες πήγαιναν προς το λιμάνι της Σάμης. Είπαν ότι οι αντάρτες του ΕΑΜ τους κάνανε καρτέρι, ξάπλωσε ένας στη μέση του δρόμου και με το αυτόματο γάζωσε τον οδηγό κλπ…
Οι Γερμανοί οπισθοχώρησαν προς το Φισκάρδο, όλοι περίμεναν αντίποινα.
Από το σπίτι μου χτισμένο στα Μαρκάτα Πυλάρου σε ύψωμα έβλεπα απέναντι προς τ’ ανατολικά τη θάλασσα, το στενό της Ιθάκης και το νότιο ακρωτήρι του αϊ Γιάννη. Την επόμενη μέρα φάνηκαν δυο καραβάκια να πλέουν παράλληλα με την ακτή, λέγανε πως πήγαινα στην Σάμη για αντίποινα. Οι αντάρτες τους έβαλαν με τα κανόνια αυτά που είχαν κυριεύσει από τους Ιταλούς με την παράδοσή τους. Οι κανονιές έπεφταν δίπλα τους, μπορούσα να διακρίνω τον αφρό της θάλασσας.
Σε μια στιγμή ένας καπνός άσπρος φάνηκε να γεμίζει τον ορίζοντα στο μέρος που ήταν τα βαποράκια. Νομίζαμε ότι άρπαξαν φωτιά, όχι, είχαν αμολήσει παραπέτασμα καπνού, έτσι χάθηκαν από τα μάτια μας. Σε λίγο φάνηκε αεροπλάνο αγγλικό και τα βομβάρδισε.
Ακολούθησε η νύχτα σκοτάδι πυκνό, θα ήταν περίπου μετά τα μεσάνυχτα ακούσαμε στο σπίτι κάτι σαν σφυρίγματα και μετά έναν κρότο δυνατό που επαναλαμβάνονταν σε τακτικά διαστήματα, σφύριζαν σα να ήταν ο δαίμονας που ερχόταν να πάρει ψυχές. Ο πατέρας, η μάνα μου μας ξύπνησε όλους, απαγορευόταν να ανάψεις τον λύχνο, αν έβλεπαν φως έδινες στόχο, καταλάβαμε ότι ήταν οβίδες κανονιών που οι γερμανοί μας έστελναν από κάπου κοντά στο Φισκάρδο.
Στην αρχή είπαμε να φύγουμε να πάμε να βρούμε κανένα απάγκιο, απέναντί μας ήταν ένα διώροφο σπίτι, λέγαμε να πάμε να απαγκιάσουμε πίσω από τον μεγάλο του τοίχο. Εν τέλει δεν το κουνήσαμε κάτσαμε στο σπίτι, μια οβίδα έπεσαι σε ένα μας χωράφι στην τοποθεσία ξηρά, έκανε έναν μεγάλο λάκκο.
Ξημέρωσε πάλι ο θεός την ημέρα, ήμασταν όλοι καλά, ήταν Σεπτέμβρης του 1944, περιμέναμε με ελπίδα τους κατακτητές να φύγουν. Όταν κάποτε έφυγαν τότε στο σχολείο μας ήρθε κάποια μικρή βοήθεια από την UNRA, μας μοίρασαν κι από μια οδοντόβουρτσα και μας δίδαξαν να πλένουμε τα δόντια μας, μέχρι τότε βάζαμε αλάτι στο δάκτυλο και τα τρίβαμε. Περιμέναμε την λευτεριά, χωρίς να μπορούμε να προβλέψουμε ότι θα άρχιζε ένας καινούργιος αδελφοκτόνος εμφύλιος πόλεμος, πολύ χειρότερος από αυτό των κατακτητών όπου κράτησε μέχρι το 1949, σημαδιακός χρόνος για εμένα, τότε ήταν που έριξα μια πέτρα πίσω μου, που από την πολυκαιρία έγινε μαύρη, πολλά χρόνια πείνας στέρησης, πολλά χρόνια αμάθειας, αγραμματοσύνης, πολλά χρόνια ανελεύθερης ύπαρξης, πολλά χρόνια λογοκρισίας, θυμάμαι τις επιστολές που λαβαίναμε ήταν όλες ανοικτές λογοκριμένες, από τα διάφορα κυβερνητικά όργανα.
Κανονικά θα πρέπει να είχα ξεχάσει αυτά τα συμβάντα, αλλά δεν γίνεται, είναι η ιστορία του τόπου μου, είναι η λαχτάρα μου, είναι ο εαυτός μου τυλιγμένος σε κουρέλια, είναι για να θυμόμαστε την Ελλάδα μας, την του τότε, αυτή που ακόμα είναι στις καρδιές μας, έστω κι αν έχει αλλάξει… και στο γυρισμό μετά από τόσα χρόνια βρήκα τα ερείπια, την ερημιά, την απελπισία.
Θεέ μου, γιατί; Τι φταίνε τα μικρά παιδιά, αυτά που τους σκότωσαν την αθωότητά τους, αυτά που μεγάλωσαν σαν γέροι τυλιγμένοι σε παιδικό νεανικό κορμί;
Γαβριήλ Παναγιωσούλης