
Είναι μια μέρα του Φλεβάρη, όπου τιμώ μια επέτειο μοναδική δική μου, που εορτάζεται μόνο από τον εαυτόν μου κάθε τέσσερα χρόνια.
Πρέπει να εξηγήσω:
Ότι ακολουθεί: είναι ένα μέρος της αφήγησης της ζωής ενός πιτσιρικά στην Αμερική ως λαθραίος στο νησί κρατητήρια του Έλλις,
Απόσπασμα από το βιβλίο μου Αχ! Νάξερα, σελίδα 199.
…Έφτασε ο Φλεβάρης. Το ηθικό του Γερασιμάκη ήταν πλέον κουρελιασμένο. Όταν φτάσεις σε μια τέτοια κατάσταση δε σου μένει τίποτε άλλο παρά να αντιμετωπίζεις τη μοίρα σου με απάθεια. Είχε ήδη 115 μέρες φυλακή. Τις μετρούσε μια, μια και τις διέγραφε απ την ζωή του.
………………………………………………………………….......
Ένα πρωί τηλεφώνησε του θείου του…
« Ναι, είπα την ιστορία σου σε κάποιους χωριανούς» του είπε,
«Ένας από αυτούς,» συνέχισε «ενδιαφέρθηκε πολύ……
Έχει ένα βαποράκι στο Μπρούκλιν και μου υποσχέθηκε ότι θα σε πάρει ως πλήρωμα, όταν θα είναι έτοιμο να αναχωρήσει από τις ΗΠΑ. Μου είπε ότι υπολογίζει στα μέσα του Φλεβάρη.»
Η σπίθα της ελπίδας φούντωσε μέσα του και τον συνεπήρε ολόκληρο. Το είπε γεμάτος χαρά στους άλλους Έλληνες.
……………………………………………………....................
Τον λόγο ανέλαβε ο Ιερώνυμος: «Εσύ να φύγεις από εδώ μέσα;» Του φώναξε με κακία και βλοσυρό βλέμμα. «Ας γελάσουμε λιγάκι.»
……………………………………………………………………..
«Εσύ χωρίς χαρτιά που πας;» το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του Γερασιμάκη.
Μαζεμένοι εκεί στη γωνιά σιγομιλούσαν αναμεταξύ τους. Δεν τον πίστευαν. Άρχισαν να χαμογελούν, νόμιζαν ότι είχε αρχίσει να παραμιλά, το πρώτο σημάδι της τρέλας.
……………………………………………………….................
Ήταν 28 του Φλεβάρη, η προτελευταία μέρα του μήνα. Τούτος εδώ ήταν δίσεκτος.
………………………………………………...........................
Η απελπισία είχε καταλάβει τον Γερασιμάκη. Έβλεπε τις υποσχέσεις να εξαφανίζονται, φοβόταν να σκεφτεί, να ρίξει μπροστά μια ματιά με θάρρος.
………………………………………....................................
Κλειδιά ακούστηκαν να κουδουνάνε. Η πόρτα άνοιξε, ένας φύλακας με πράσινη στολή κι ένα χρυσοκίτρινο σήμα στο αριστερό μέρος του στήθους του μπήκε μέσα.
Κρατούσε μια κόλα χαρτί και φώναξε το όνομα του Γερασιμάκη.
……………………………………………………………………
Το φέριμποτ άρχισε να απομακρύνεται απ το νησάκι.
………………………………………………………………......
Του ήρθε να ρίξει φάσκελα, τόση η αγανάκτηση που είχε συσσωρεύσει μέσα του. Αλλά φοβήθηκε. Πήγε να φτύσει αλλά και πάλι κρατήθηκε, μην αλλάξει γνώμη ο φύλακάς του.
………………………………………………………………......
Ένα στρατιωτικό τζιπ τους περίμενε στην αποβάθρα. Ο φύλακας τον έβαλε μέσα και κάθισε δίπλα του.
Ο Γερασιμάκης στάθηκε τυχερός, μπορούσε επιτέλους να χαμογελάσει. .
Ήταν 29η Φεβρουαρίου 1952
Πρέπει να εξηγήσω:
Ότι ακολουθεί: είναι ένα μέρος της αφήγησης της ζωής ενός πιτσιρικά στην Αμερική ως λαθραίος στο νησί κρατητήρια του Έλλις,
Απόσπασμα από το βιβλίο μου Αχ! Νάξερα, σελίδα 199.
…Έφτασε ο Φλεβάρης. Το ηθικό του Γερασιμάκη ήταν πλέον κουρελιασμένο. Όταν φτάσεις σε μια τέτοια κατάσταση δε σου μένει τίποτε άλλο παρά να αντιμετωπίζεις τη μοίρα σου με απάθεια. Είχε ήδη 115 μέρες φυλακή. Τις μετρούσε μια, μια και τις διέγραφε απ την ζωή του.
………………………………………………………………….......
Ένα πρωί τηλεφώνησε του θείου του…
« Ναι, είπα την ιστορία σου σε κάποιους χωριανούς» του είπε,
«Ένας από αυτούς,» συνέχισε «ενδιαφέρθηκε πολύ……
Έχει ένα βαποράκι στο Μπρούκλιν και μου υποσχέθηκε ότι θα σε πάρει ως πλήρωμα, όταν θα είναι έτοιμο να αναχωρήσει από τις ΗΠΑ. Μου είπε ότι υπολογίζει στα μέσα του Φλεβάρη.»
Η σπίθα της ελπίδας φούντωσε μέσα του και τον συνεπήρε ολόκληρο. Το είπε γεμάτος χαρά στους άλλους Έλληνες.
……………………………………………………....................
Τον λόγο ανέλαβε ο Ιερώνυμος: «Εσύ να φύγεις από εδώ μέσα;» Του φώναξε με κακία και βλοσυρό βλέμμα. «Ας γελάσουμε λιγάκι.»
……………………………………………………………………..
«Εσύ χωρίς χαρτιά που πας;» το χαμόγελο έσβησε από τα χείλη του Γερασιμάκη.
Μαζεμένοι εκεί στη γωνιά σιγομιλούσαν αναμεταξύ τους. Δεν τον πίστευαν. Άρχισαν να χαμογελούν, νόμιζαν ότι είχε αρχίσει να παραμιλά, το πρώτο σημάδι της τρέλας.
……………………………………………………….................
Ήταν 28 του Φλεβάρη, η προτελευταία μέρα του μήνα. Τούτος εδώ ήταν δίσεκτος.
………………………………………………...........................
Η απελπισία είχε καταλάβει τον Γερασιμάκη. Έβλεπε τις υποσχέσεις να εξαφανίζονται, φοβόταν να σκεφτεί, να ρίξει μπροστά μια ματιά με θάρρος.
………………………………………....................................
Κλειδιά ακούστηκαν να κουδουνάνε. Η πόρτα άνοιξε, ένας φύλακας με πράσινη στολή κι ένα χρυσοκίτρινο σήμα στο αριστερό μέρος του στήθους του μπήκε μέσα.
Κρατούσε μια κόλα χαρτί και φώναξε το όνομα του Γερασιμάκη.
……………………………………………………………………
Το φέριμποτ άρχισε να απομακρύνεται απ το νησάκι.
………………………………………………………………......
Του ήρθε να ρίξει φάσκελα, τόση η αγανάκτηση που είχε συσσωρεύσει μέσα του. Αλλά φοβήθηκε. Πήγε να φτύσει αλλά και πάλι κρατήθηκε, μην αλλάξει γνώμη ο φύλακάς του.
………………………………………………………………......
Ένα στρατιωτικό τζιπ τους περίμενε στην αποβάθρα. Ο φύλακας τον έβαλε μέσα και κάθισε δίπλα του.
Ο Γερασιμάκης στάθηκε τυχερός, μπορούσε επιτέλους να χαμογελάσει. .
Ήταν 29η Φεβρουαρίου 1952
Γαβριήλ Παναγιωούλης
Νέα Υόρκη