Με τέτοια ζέστη κι αυτός ο κύριος έτσι κομψά ντυμένος επέμενε να φορά γραβάτα. Όχι δεν χτύπησε την πόρτα ήρθε μέσα στο σπίτι απρόσκλητος.. άνοιξε μια τσάντα και γέμισε το τραπέζι με πολύχρωμα φυλλάδια. Τα πιτσιρίκια και ήταν πολλά τον περικύκλωσαν.
Η γιαγιά έπλενε στην αυλή τα ρουχαλάκια των μικρών, τα σαπούνιζε και τα άπλωνε πάνω στα χορτάρια των τροπικών να τα δει ο ήλιος, για να ασπρίσουν, μετά τα μάζευε και τα πέρναγε νερό τα κρέμαγε στο σχοινί της αυλής να στεγνώσουν. Άκουσε τον θόρυβο που έκαναν τα πιτσιρίκια, στέγνωσε τα χέρια της στην ποδιά της κι έτρεξε να δει. Ο παππούς με τη λίμα στο χέρι τρόχαγε ένα ματσέτε αυτό που καθαρίζουν της ζούγκλας τα αγριόκλαδα. Στάθηκε όρθιος και παρακολουθούσε χωρίς να μιλά.
Η γιαγιά μπήκε μπροστά, δεν έχουμε λεφτά είπε, ότι και να πουλάς. Μα κυρά μου, να για κοίτα γύρω σου; όλοι μας είμαστε χαρούμενοι, σκέφτηκες ποτέ σου τι θα γίνει όταν έρθει η σειρά σου να πεθάνεις; γιατί κάποτε θα γίνει κι αυτό, κανένας μας δεν είναι αθάνατος. Λοιπόν σας πουλάω ασφάλεια εν περιπτώσει θανάτου, αναλαμβάνουμε τα έξοδα ταφής μόνο με τρία δολάρια το μήνα, είναι τόσο λίγα! Τα παιδιά, η γυναίκα, οι κόρες του γύρισαν και κοίταξαν τον παππού. Φαινόταν αδύνατος. Κανένας δεν μίλησε, η γυναίκα του χωρίς δεύτερη σκέψη είπε δώσε μια ασφάλεια για τον γέρο. Ο παππούς είπε ‘μα γιατί μόνο εμένα;’
Η απόλυτη ησυχία της νύχτας είχε απλώσει τα φτερά της πάνω από την πόλη του λιμανιού, από κάπου μακριά ακουγόταν ο συριγμός των ατμομηχανών του τραίνου αυτών που μετέφεραν βαγόνια με μπανάνες ή καφέδες στην αποβάθρα για να φορτωθούν σε βαπόρια προς εξαγωγή. Που και που ακουγόταν τα βήματα κάποιου μεθυσμένου ναυτικού ο οποίος είχε χαθεί προσπαθώντας να γυρίσει στο βαπόρι. Νυσταγμένες οι κοπέλες της νύχτας άφηναν τα μπαρ για ύπνο.
Ποδοβολητό αλόγων ακούστηκε στον δρόμο, και το τρίξιμο τροχών αμάξης η οποία περνούσε μπροστά από την πόρτα, η αιώρα κρεμασμένη στη βεράντα κουνήθηκε μόνη της, λες και πέρασε αερικό. Η γιαγιά σηκώθηκε κοίταξε από τη χαραμάδα του σκεβρωμένου παραθύρου, ψιθύρισε μέσα της, ‘μα αυτή είναι η άμαξα που μαζεύει ψυχές,’ είπε ένα Άβε Μαρία, όχι δυνατά για να μην ξυπνήσει τα παιδιά, ξάπλωσε πάλι και κοιμήθηκε. Ο παππούς κοιμόταν μόνος του στο διπλανό σπιτάκι, ο ήλιος είχε βγει κι αυτός ακόμα να φανεί. φώναξε της κόρης της να τον ξυπνήσει, ο παππούς δεν κινήθηκε. Τρόμαξαν βγήκαν στο δρόμο φώναξαν ταξί.
Περνούσα από εκεί, με σταμάτησαν μπήκα στο σπίτι. Έβαλα το χέρι κάτω απ τη μέση του, ανάμεσα στο στρώμα και το κορμί του, ήταν ζεστό. Έτρεξα για γιατρό. Ήρθε, έβαλε το χέρι στην τσέπη του κι έβγαλε ένα χαρτάκι έμοιαζε με επιταγών, έγραψε καρδιακή προσβολή. Ο πεθαμένος ήταν φίλος μου ήταν αυτός που θαύμαζε πάντοτε την απομίμηση του μαυσωλείου του Ταζ Μαχαλ αυτού που ήταν στην είσοδο του νεκροταφείου έργο ενός πλούσιου κατοίκου της πόλης απ την Ινδία για τη γυναίκα του, με τις κεφαλές ελεφάντων να προεξέχουν σε κάθε πλευρά του. Ήταν αυτός που στάθηκε θαυμάζοντας το, όταν με το ταξί μου τον είχα μεταφέρει στο κοιμητήριο την ημέρα των Αγίων Πάντων για να κάνει παρέα της πεθαμένης κόρης του και να φάει το ειδικό φαγητό πάνω από το φτωχό μνήμα της, όπως ήταν η συνήθεια του τόπου.
Ήρθαν οι αντιπρόσωποι της εταιρίας (Η Πρόβλεψη) έφεραν το φέρετρο στο σπίτι, έβαλαν μέσα τον νεκρό, το ακούμπησαν ανάμεσα σε δυο καρέκλες για το ξενύχτι.
Μαζεύτηκαν γειτόνισσες μερικές φέρανε κομποσκοίνια, άλλες φέρανε καντήλια, άναψαν κεριά, καθόταν σε καρέκλες δίπλα απ το φέρετρο μετρούσαν τις χάντρες από το κομποσκοίνι κι έψαλλαν το Άβε Μαρία. Είχαν φέρει και βεντάλιες να διώχνουν τα κουνούπια, ο καπνός από τα κεριά, το σκοτάδι της νύχτας η αποπνικτική ζέστη, τα κλάματα, και στη μέση ο νεκρός μια σκηνή από έργο φαντασίας.
Κόσμος μαζεύτηκε στην αυλή, πίνανε ρούμι, μπύρες, κι έλεγαν παραμύθια, μερικοί είχαν έρθει στο κέφι και σιγοτραγουδούσαν τα πιτσιρίκια έτρεχαν στην αυλή παίζοντας, τα ταξί ερχόταν το ένα μετά το άλλο φέρνοντας γνωστούς, είχε μαθευτεί ο θάνατος, ήταν ένα ακόμη ξενύχτι, κάτι σα μια στιγμιαία γιορτή, ευκαιρία για να πιουν, να φάνε,
Υπήρχε μια πήλινη κατσαρόλα όπου έβραζε καφές μαύρος με ζάχαρη, Ήρθε και η κόρη του, αυτή που για χάρη της είχε αυτοκτονήσει ο νεαρός, αυτός που τραγουδούσε κάτω απ’ το παράθυρό της.
Σαν ξημέρωσε έγινε η κηδεία βάδιζαν πεζοί προς το κοιμητήριο, ο κόσμος ακολουθούσε, ένα μνήμα έχασκε ανοικτό χτισμένο δίπλα από το μαυσωλείο, ήταν η αναγνώριση της ματαιότητας, εκεί έβαλαν τον νεκρό, με τσιμέντο έχτισαν την πόρτα και το έβαψαν πράσινο.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
8 σχόλια:
...μακάβριο, Γαβρίλη μου...
"...τυχερός αυτός που θα έμπαινε μέσα...!!!"
Είναι συμβολικό ή προσπαθείς να μας πεις κάτι άλλο;
Ωραία μέρα έξω,
ένας φίλος κλαίει για το γιο του...
άστα!
δεν θα προχωρήσω σήμερα...
Χαιρετισμούς,
Υιώτα
ΝΥ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Τι να πω! ότι και να πω είναι ότι αυτή η ιστοριούλα είναι αλήθεια.
Κι εμείς εδώ απογοητευμένοι, ο Οκτώβρης μπήκε γεμάτος προβλήματα,
γράφω γιατί θυμούμαι τις περιπέτειές μου όταν ήμουν νέος,
κι αυτό αν και οι καταστάσεις σήμερα έχουν αλλάξει, αυτό λοιπόν μου δίνει μια καρτερία, μια φιλοσοφία ώστε να αντιμετοπίζω το παρών κάπως φιλοσοφικά, αν μπορεί να λεχθεί αυτό, και κάπως με ξεκουράζει ψυχικά...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Καμιά φορά και η γραφή ακολουθεί τη διάθεσή μας. Τι καμιά φορά λέω! Σχεδόν πάντα. Όπως και τώρα, ε! κ. Γαβριήλ;
Ας μην πούμε τίποτα παραπάνω. Όλοι καταλαβαίνουμε...
Καλή σου μέρα.
Τέτοια παράξενα πράγματα συνέβαιναν τότε... Ήταν γιατί ο θάνατος εκεί ήταν ένα βήμα παραπέρα απ' τη ζωή.
Είναι όπως το λες αγαπητή μου Μαριάνθη, η γραφή ακολουθεί τη διάθεσή μας...
Εκτος αυτού όμως φέρνουν σε εμένα αναμνήσεις μιας ζωής που τις αντιμετώπισα θαρραλέα..
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Λες;
(Ήταν γιατί ο θάνατος εκεί ήταν ένα βήμα παραπέρα απ' τη ζωή.}
Είναι ακριβώς έτσι όπως το εκφράζεις φίλε μου, το παράδοξο ήταν ότι όλος ο κόσμος ήταν με το χαμόγελο λες και φιλοσοφούσε τη ζωή...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Οσο και να θέλουμε , όσο και να προσπαθούμε δεν συγκρίνονται οι εποχές ,ούτε οι άνθρωποι...
Οι γάμοι ,οι κηδείες ακόμα και οι γιορτές είχαν άλλο ύφος άλλες αξίες...ενώ δεν παύει να έχουν το ίδιο νόημα πάντα...
το ξέρω πως είναι δύσκολο να συμβιβαστούμε με τούτη την εποχή...
πάντα θα μας πονάει..πάντα θα αιμορραγεί η πληγή..
Μα δεν μπορούμε να παραιτηθούμε..
το χρωστάμε στον εαυτό μας..
Ξέρεις τι μπορούμε ?
Να δώσουμε στους νέους λίγο απ ' όσα βαθιά μας πιστεύουμε ..εκείνες τις κρυμμένες αξίες..
Σαν παρακαταθήκη...Ισως τους αγίξουν κάποιες ευαισθησίες μας και κρατήσουν τις αληθινές αξίες λίγο παραπάνω !!!!
Καλό βράδυ Γαβριήλ !!
Σ ευχαριστούμε για όσα κοινωνούμε!!
Αγαπητή μου Δέσποινα,
Πολλές φορές τα γραπτά μου είναι βασισμένα στο παρελθόν, ένα παρελθόν όμως που έχτισε το παρόν, οι ιστοριούλες μου ξεφεύγουν από τις στερεοτυπικές μεταναστευτικές ή ας πούμε, από το να αναλύω μια πολιτική κατάσταση ή ακόμη να θαυμάζω ένα φεγγάρι, ή μια εποχή του έτους ή ήρωες κλπ.
Στους νέους του σήμερα, προσπαθούμε να τους εμπνεύσουμε τα ανθρώπινα ιδανικά, τις ανθρώπινες αξίες, αυτά που κουβαλάμε εμείς μέσα μας, το κάνουμε όσο μας είναι δυνατόν, (τουλάχιστον εδώ στις ΗΠΑ) πολλές φορές για να πάρουμε την απάντηση μα γιατί δεν μου τα κάνεις τεξτ;
Η Αλματώδης αύξηση της επιστημονικής τεχνολογίας, δεν συμβαδίζει, με την ωρίμανση του ανθρώπινου εγκεφάλου, που όσο πιο ώριμος (σε ηλικία) είναι ο σημερινός άνθρωπος, τόσο πιο πολλές δυσκολίες συναντά να την ακολουθεί, μερικές φορές φωνάζω την 12χρονη εγγονούλα μου να μου λύσει το τάδε ή δείνα πρόβλημα στο κινητό μου ή στο ipod.
Σκέπτομαι η ανθρωπότητα προχώρησε τεχνολογικά σε έτη φωτός στο περιθώριο μιας ανθρώπινης ζωής, αν πάρουμε παράδειγμα ότι όταν γεννήθηκα δεν υπήρχε στην Ελλάδα (στο χωριό μου) ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε, ούτε, ούτε.
Είναι τόσο παράξενο να ενηλικιωθεί κάποιος, όχι σε γνωστό του περιβάλλον ούτε μέσα σε αγαπητούς του ομοεθνείς ανθρώπους, αλλά μέσα σε αλλοεθνή παγκοσμιότητα, με βάση τη θάλασσα, από όπου αντλώ αναμνηστικές μου περιπέτειες, πριν φτάσω στην σημερινή μου τυποποιημένη ζωή της Νέας Υόρκης..
Χίλια Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου