Η πρωτεύουσα της Λουϊζιάνας Μπατόν Ρουζ είναι χτισμένη στις όχθες του Μισισιπή, 200 μίλια από την εκβολή του. Εκεί λοιπόν αποφάσισα να φύγω απ’ το βαπόρι ένα δεξαμενόπλοιο που μετάφερε μελάσες. Ζητούσα κάτι τι το καινούργιο, κάτι άγνωστο. Έβγαλα εισιτήριο με το λεωφορείο της εταιρίας με το κυνηγόσκυλο για Νέα Υόρκη, ταξίδι 42 ωρών. Φθάνοντας έβαλα τον σάκο μου μέσα στο ειδικό ντουλαπάκι του σταθμού, έκλεισα την πόρτα, για να βγάλω το κλειδί έπρεπε να βάλω χρήματα σε μια ειδική θυρίδα. Έβαλα μερικά κέρματα έστριψα το κλειδί, κλείδωσε το έβαλα στην τσέπη μου και βγήκα στο δρόμο. Η σκηνή στον σταθμό Πενσυλβάνιας τραίνων και λεωφορείων της Νέας Υόρκης, όταν θα είμαι έτοιμος να φύγω θα ξαναπεράσω θα πάρω το σάκο μου. (Δεν πρόσεξα το τι έγραφε στην πόρτα.) Έτσι αξύριστος ταλαιπωρημένος παρουσιάστηκα σε έναν γνωστό μου που είχε δωμάτια. Ο άνθρωπος τρόμαξε, κάτσε να πλυθείς να ξυριστείς...
Το κλειδί με γαργάλαγε συνέχεια στην τσέπη μου, το χάιδευα και σκεφτόμουν ότι όλη την περιουσία μου που είχα ήταν κλειδωμένη, όταν ήμουν έτοιμος να φύγω πήγα να πάρω το σακίδιό μου, είχαν αλλάξει την κλειδαριά, έπρεπε να πάω στην διεύθυνση να πληρώσω για την φύλαξη του σάκου, πλήρωσα, τους πέταξα το κλειδί στα μούτρα κι έφυγα.
Είχα βαρεθεί τις μετακινήσεις, να μην έχω κάτι το σίγουρο, να στεριώσω κάπου. Γύριζα για χρόνια από δωμάτιο σε δωμάτιο, από κράτος σε κράτος από γειτονιά σε γειτονιά, από γυναίκα σε τίποτα, από θάλασσα, σε θάλασσα. Τίποτα το σταθερό, μου έλλειπε ένας σημαδιακός ορίζοντας, όπως στο χωριό μου, ώστε να ξέρω από πού ανατέλλει ο ήλιος.
Κάποτε μετά από χρόνια κατάφερα και έφτασα στη Νέα Υόρκη σαν μόνιμος κάτοικος. Αμέσως έπιασα δουλειά σε εστιατόριο εκεί κοντά όπου βρισκόταν το Νοσοκομείο Πρεσβυτέριαν 168 δρόμους και Μπρόντγουαιi, η αστερόεσσα κυμάτιζε στην οροφή, απέναντι περνούσε ο υπόγειος πριν κατεβώ στα έγκατα της γης καθόμουν και κοίταζα την σημαία αυτή, σκεφτόμουν ότι από εδώ και εμπρός θα ήμουν κάτω από τους νόμους αυτής της σημαίας.
Είχα βαρεθεί τις μετακινήσεις, να μην έχω κάτι το σίγουρο, να στεριώσω κάπου. Γύριζα για χρόνια από δωμάτιο σε δωμάτιο, από κράτος σε κράτος από γειτονιά σε γειτονιά, από γυναίκα σε τίποτα, από θάλασσα, σε θάλασσα. Τίποτα το σταθερό, μου έλλειπε ένας σημαδιακός ορίζοντας, όπως στο χωριό μου, ώστε να ξέρω από πού ανατέλλει ο ήλιος.
Κάποτε μετά από χρόνια κατάφερα και έφτασα στη Νέα Υόρκη σαν μόνιμος κάτοικος. Αμέσως έπιασα δουλειά σε εστιατόριο εκεί κοντά όπου βρισκόταν το Νοσοκομείο Πρεσβυτέριαν 168 δρόμους και Μπρόντγουαιi, η αστερόεσσα κυμάτιζε στην οροφή, απέναντι περνούσε ο υπόγειος πριν κατεβώ στα έγκατα της γης καθόμουν και κοίταζα την σημαία αυτή, σκεφτόμουν ότι από εδώ και εμπρός θα ήμουν κάτω από τους νόμους αυτής της σημαίας.
Προσπαθούσα να συγκρίνω τα 16 χρόνια που ήμουν κάτω από τη γαλανόλευκη, τα 4 χρόνια κάτω από την Παναμαϊκή, τα 9 χρόνια κάτω απ της Λιβερίας, τα 8 χρόνια κάτω από της Γουατεμάλας γαλανόλευκη κι αυτή. Ένα σωρό σημαίες κράτη, εθνικότητες, τελικά σταμάτησα να σκέπτομαι, έπρεπε να στρωθώ στη δουλειά, δεν υπήρχε άλλη λύση. Έκλεισα τους γρίφους της σκέψης, τους έκλεισα σφιχτά για πολλά χρόνια και στρώθηκα στη δουλειά, η οποία απαιτούσε σώμα και νου, η κούραση εκμηδένιζε τη σκέψη, έπρεπε να επιζήσουμε.
Ήταν ένα κλειδί μικρούτσικο τόσο δα, έκλεινε την πόρτα του διαμερίσματος, στη Νέα Υόρκη. Το απομεσήμερο στην ώρα του φαγητού μου, έφυγα απ τη δουλειά με περίμενε η γυναίκα μου πήγαμε στην τράπεζα για να κανονίσουμε λογαριασμούς. Θα ήταν 2 η ώρα το μεσημέρι, έλειψε μόνο μια ώρα, στο διάστημα αυτό κλέφτες έσπασαν τον κύλινδρο της κλειδαριάς, μας είχαν κλέψει. Είχαμε ακόμη δυο κλειδαριές ασφαλείας στην πόρτα αλλά τις βάζαμε το βράδυ, μου τηλεφώνησε, πήγα σπίτι ήρθε η αστυνομία, κοίταξα το κλειδί έτσι καμπουριασμένο, άχρηστο πια, τι να το κάνω; Το πέταξα απ’ το παράθυρο. Όχι οι αστυνομικοί δεν το ήθελαν για απόδειξη. Κοίταξα γύρω μου αισθάνθηκα μόνος, ήμουν όμως κάτω από τους νόμους της αστερόεσσας, έχασα ότι μπορούσαν να κλέψουν… δεν βρέθηκαν ποτέ.
************************************
Στηριζόταν πάνω σε δυο κρίκους, ένα λουκέτο με ένα θηλυκό κλειδί σίμωνε αυτούς του δυο κρίκους κι έκλεινε την πόρτα. Μέσα του έκλεινε την θαλπωρή, απ’ έξω ο κόσμος. Στην βεράντα έμενε η αιώρα μόνη της κρεμασμένη, λέγανε ότι όταν την νύχτα κουνιόταν μόνη της, φαντάσματα περνούσαν, έτσι την μάζευα πριν κοιμηθώ, λάδωνα το λουκέτο για να μη σκουριάσει, τελικά το άφησα και φύγαμε με το κλειδί μέσα του να κρέμεται έτσι άχρηστο νεκρό. Εδώ βασίλευαν οι νόμοι της μπλε και άσπρης σημαίας της Γουατεμάλας.
************************************
O καιρός της φτώχειας στο χωριό, πήγα να επισκεφτώ το σπίτι της θείας μου στο διπλανό χωριό, ήξερα ότι κάτι θα με φίλευε, πεινούσα τόσο, φθάνοντας από την πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη κι αυτή έλειπε. Η πόρτα έβλεπε στην κουζίνα στην μέση είχε μια τρύπα για να μπαίνουν οι γάτες, για να φοβίζουν τα ποντίκια υπολόγισα να σηκώσω την πόρτα ψηλά να την βγάλω απ τις μπετούγιες, έτσι θα έπεφτε η πόρτα, έλα όμως που η πόρτα άγγιζε το ανώφλι από μέσα και δεν έβγαινε. Δεν είχα κλειδί, έψαξα εκεί γύρω τίποτα, απ τον θόρυβο μια γειτόνισσα, νόμισε ότι ήταν κλέφτες, ήξερε που ήταν η θεια μου, πήγε και την φώναξε. Ήρθαν όλες φοβισμένες περιμένοντας το χειρότερο, έκπληκτες με είδαν, τους εξήγησα, έβγαλε το κλειδί έμοιαζε σαν πιστόλι άνοιξε την πόρτα και μου τηγάνισε ξερή μπομπότα με λάδι!
Εδώ κυμάτιζε περήφανα η γαλανόλευκη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
************************************
Στηριζόταν πάνω σε δυο κρίκους, ένα λουκέτο με ένα θηλυκό κλειδί σίμωνε αυτούς του δυο κρίκους κι έκλεινε την πόρτα. Μέσα του έκλεινε την θαλπωρή, απ’ έξω ο κόσμος. Στην βεράντα έμενε η αιώρα μόνη της κρεμασμένη, λέγανε ότι όταν την νύχτα κουνιόταν μόνη της, φαντάσματα περνούσαν, έτσι την μάζευα πριν κοιμηθώ, λάδωνα το λουκέτο για να μη σκουριάσει, τελικά το άφησα και φύγαμε με το κλειδί μέσα του να κρέμεται έτσι άχρηστο νεκρό. Εδώ βασίλευαν οι νόμοι της μπλε και άσπρης σημαίας της Γουατεμάλας.
************************************
O καιρός της φτώχειας στο χωριό, πήγα να επισκεφτώ το σπίτι της θείας μου στο διπλανό χωριό, ήξερα ότι κάτι θα με φίλευε, πεινούσα τόσο, φθάνοντας από την πίσω πόρτα ήταν κλειδωμένη κι αυτή έλειπε. Η πόρτα έβλεπε στην κουζίνα στην μέση είχε μια τρύπα για να μπαίνουν οι γάτες, για να φοβίζουν τα ποντίκια υπολόγισα να σηκώσω την πόρτα ψηλά να την βγάλω απ τις μπετούγιες, έτσι θα έπεφτε η πόρτα, έλα όμως που η πόρτα άγγιζε το ανώφλι από μέσα και δεν έβγαινε. Δεν είχα κλειδί, έψαξα εκεί γύρω τίποτα, απ τον θόρυβο μια γειτόνισσα, νόμισε ότι ήταν κλέφτες, ήξερε που ήταν η θεια μου, πήγε και την φώναξε. Ήρθαν όλες φοβισμένες περιμένοντας το χειρότερο, έκπληκτες με είδαν, τους εξήγησα, έβγαλε το κλειδί έμοιαζε σαν πιστόλι άνοιξε την πόρτα και μου τηγάνισε ξερή μπομπότα με λάδι!
Εδώ κυμάτιζε περήφανα η γαλανόλευκη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
8 σχόλια:
...και μείναμε, Γαβρίλη μου,
μόνο με μία σημαία:
της επιβίωσης!
Απλά, εύχομαι να υπάρχει κι αυτή η ..."ξερή μπομπότα..."
στον κόσμο!
Οι έχοντες... πάντα είχαν, πάντα κοιτούσαν ψηλά.
πάντα αρχοντοχωριάτες, σε όλα, ακόμη και στις ξενόφερτες απομιμήσεις τους...
Η γνησιότητα, φίλε μου,
έμεινε σε ελάχιστους... μα είναι τόσο πολλοί!
Χαιρετισμούς,
Υιώτα
Κάθε σημαία κι ένας νόμος, κάθε κλειδί και μια κλειδαριά, κάθε σκέψη και μια ανάμνηση, έτσι κάνεις γυρίζεις μυαλό και ματιά προς τα πίσω και ξεδιπλώνεις ιστορίες… πρωτότυπες.
Μόνο να, μια παρατήρηση αθώα (μεταξύ μας) να σου κάνω. Ενώ σε άλλες αφηγήσεις σου μας έλεγες για αγκαλιές και λάγνες γυναίκες από λιμάνι σε λιμάνι, σήμερα εδώ μας τα αλλάζεις λίγο. Γράφεις: «Γύριζα για χρόνια από δωμάτιο σε δωμάτιο, από κράτος σε κράτος από γειτονιά σε γειτονιά, από γυναίκα σε τίποτα, από θάλασσα, σε θάλασσα». Αυτό το Τίποτα δεν μου πάει…
Πρώτη φορά στο μπλοκ σας να εξομολογηθώ πως με εξέπληξε ευχάριστα η χρωματιστή γραφή σας!!
Είστε Αυθεντικός και Έλληνας...
κι αυτό το συναντάμε συχνότερα σε Έλληνες μετανάστες...
την καλησπέρα μου
Αγαπητή μου Υιώτα,
Είναι όπως τα λες μείναμε με μια σημαία, όμως υπάρχει ένα πρόβλημα, τώρα που έχουμε αρκετή μπομπότα, δεν αντέχει ο οργανισμός μας.
Τι να πω!
Ποτέ δεν είναι κανείς ευχαριστημένος πάντα κάτι λείπει, κι όταν το βρούμε δεν μπορούμε να το απολαύσουμε, είναι αργά...
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αχ! Φίλε Στράτο,
Μου άρεσε αυτό που λες για το τίποτα, να συζητήσουμε για αυτό το τίποτα, στις μετακοινίσεις οι γνωριμίες ήταν τόσο εφήμερες ώστε δεν με ακολουθούσαν, ή δεν ακολουθούσα... αν και οι αναμνήσεις έχου μείνει στου νου τον λαβύρινθο.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Καλώς ήλθατε στο μπλογκ μου,αγαπητή μου κ. Μαργαρίτα σας ευχαριστώ πολύ δια τα τόσο ενθαρρυντικά σας λόγια...
και για τη χρωματιστή γραφή μου...
Χίλια ευχαριστώ
Γαβριήλ
Είναι πιστεύω επιτυχία του συγγραφέα να δίνει αναγνωστική απόλαυση στον αναγνώστη και να του προκαλεί ευφορία άμα τη ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Αυτό ένιωσα και γω σα διάβασα τούτη την ανάρτηση και ένα χαμόγελο χάραξε στο πρόσωπό μου.
Καλή εβδομάδα κ. Γαβριήλ.
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Ευχαριστήθηκα πολύ που ένα χαμόγελο χάραξε το πρόσωπό σου, φαντάσου τι δύναμη έχουν τα γραπτά όλων μας...
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου