Άρα, μήπως έπρεπε να τριτώσει το κακό;
Είχα γνωρίσει τον Χαβιέρ από την γυναίκα μια γνωστή μου, με την οποία συζούσε, αυτή μου τον σύστησε. Είχαν κάνει κι ένα κοριτσάκι.
Ψηλός ξανθός με γαλανά μάτια εργαζόταν για την εταιρία σιδηροδρόμων, εκτός αυτού εργαζόταν στο λιμάνι σαν τελωνειακός στην πάταξη λαθρεμπορίου.
Είχε ένα κόκκινο τζιπ μου το έδινε να το οδηγώ αυτός δίπλα μου, μου έλεγε οτιδήποτε σου συμβεί κοίτα να ξεφύγεις, μη σταματάς, πάτα γκάζι και φύγε!
Μέναμε φιλοξενούμενοι για λίγο διάστημα στο σπίτι της γυναίκας του, σε ένα χωριουδάκι μέσα στην καταπράσινη ζούγκλα, αυτός πάντοτε έλειπε, όταν έκανε όμως την εμφάνισή του τότε καθόμαστε στην τροπική νύχτα έξω στην αυλή του και λέγαμε ιστορίες έχοντας μάλιστα κι ένα λυχνάρι πετρελαίου που κάπνιζε για να διώχνει τα κουνούπια. Όχι δεν υπήρχε ηλεκτρισμός.
Ο Χαβιέρ είχε αγάπη με τα όπλα, όταν το κράτος κρατικοποίησε τους σιδηρόδρομους, βρήκε δουλειά ως αστυνομικός, αυτό τον έφερε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση της δεξιάς. Comisionado militar. Όλοι αυτοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος στους αθώους κατοίκους. Παραστρατιωτικοί ήταν το κρυφό κράτος, ήταν αυτοί που πάνω τους βασιζόταν το κατεστημένο…
Ένα βράδυ θα ήταν περίπου 1 μετά τα μεσάνυχτα ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Κοιτώ από την χαραμάδα ήταν η γυναίκα του Χαβιέρ, άνοιξα,
Μου λέει έλαβα τηλεγράφημα από το Γουαλάν, μια πόλη 200 χιλιόμετρα στο εσωτερικό σκότωσαν τον Χαβιέρ πρέπει να με πας εκεί. Τον είχαν σκοτώσει πισώπλατα. Μα δεν γίνεται είναι επικίνδυνο οι στρατιώτες μπορεί να μας ρίξουν, όχι μου λέει αυτό το αναλαμβάνω εγώ. Της είπα να πάρουμε μαζί μας κι έναν φίλο του γνωστό μου, καλόν άνθρωπο.
Αρνήθηκε να έρθει, πριν ξημερώσει είναι σκέτη αυτοκτονία. Αυτή έκλαιγε από τα πολλά με κατάφερε, πήρα και την γυναίκα μου μαζί μια και είμαστε όλοι γνωστοί, ξεκίνησα λοιπόν ο δρόμος κατασκότεινος, οδηγούσα με το εσωτερικό φως αναμμένο. Στρατιωτική περίπολος κάθε λίγο και λιγάκι μας σταματούσαν πράγμα παράξενο η γυναίκα του τους γνώριζε όλους, δεν μας πείραξαν. Φτάνοντας στον προορισμό μας η γυναίκα του έφυγε να βρει τον σκοτωμένο, εμείς δεν ξέραμε τι να κάνουμε, δεν γνωρίζαμε κανέναν. Σκέφτηκα να πάμε στην αστυνομία, είπα την περιπέτειά μας, και τους ζήτησα να μας πουν αν είμαστε ασφαλείς να γυρίσουμε πίσω.
Όχι μας είπαν, δεν είστε ασφαλείς ούτε εδώ όσο είναι νύχτα, μας έβαλαν με το αυτοκίνητο στην αυλή της αστυνομίας, έκλεισαν μπροστά μας μια τεράστια πόρτα και μείναμε στο αυτοκίνητο περιμένοντας να ξημερώσει. Με την αυγή γυρίσαμε σπίτι.
Είχα γνωρίσει τον Χαβιέρ από την γυναίκα μια γνωστή μου, με την οποία συζούσε, αυτή μου τον σύστησε. Είχαν κάνει κι ένα κοριτσάκι.
Ψηλός ξανθός με γαλανά μάτια εργαζόταν για την εταιρία σιδηροδρόμων, εκτός αυτού εργαζόταν στο λιμάνι σαν τελωνειακός στην πάταξη λαθρεμπορίου.
Είχε ένα κόκκινο τζιπ μου το έδινε να το οδηγώ αυτός δίπλα μου, μου έλεγε οτιδήποτε σου συμβεί κοίτα να ξεφύγεις, μη σταματάς, πάτα γκάζι και φύγε!
Μέναμε φιλοξενούμενοι για λίγο διάστημα στο σπίτι της γυναίκας του, σε ένα χωριουδάκι μέσα στην καταπράσινη ζούγκλα, αυτός πάντοτε έλειπε, όταν έκανε όμως την εμφάνισή του τότε καθόμαστε στην τροπική νύχτα έξω στην αυλή του και λέγαμε ιστορίες έχοντας μάλιστα κι ένα λυχνάρι πετρελαίου που κάπνιζε για να διώχνει τα κουνούπια. Όχι δεν υπήρχε ηλεκτρισμός.
Ο Χαβιέρ είχε αγάπη με τα όπλα, όταν το κράτος κρατικοποίησε τους σιδηρόδρομους, βρήκε δουλειά ως αστυνομικός, αυτό τον έφερε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση της δεξιάς. Comisionado militar. Όλοι αυτοί ήταν ο φόβος και ο τρόμος στους αθώους κατοίκους. Παραστρατιωτικοί ήταν το κρυφό κράτος, ήταν αυτοί που πάνω τους βασιζόταν το κατεστημένο…
Ένα βράδυ θα ήταν περίπου 1 μετά τα μεσάνυχτα ακούω χτυπήματα στην πόρτα. Κοιτώ από την χαραμάδα ήταν η γυναίκα του Χαβιέρ, άνοιξα,
Μου λέει έλαβα τηλεγράφημα από το Γουαλάν, μια πόλη 200 χιλιόμετρα στο εσωτερικό σκότωσαν τον Χαβιέρ πρέπει να με πας εκεί. Τον είχαν σκοτώσει πισώπλατα. Μα δεν γίνεται είναι επικίνδυνο οι στρατιώτες μπορεί να μας ρίξουν, όχι μου λέει αυτό το αναλαμβάνω εγώ. Της είπα να πάρουμε μαζί μας κι έναν φίλο του γνωστό μου, καλόν άνθρωπο.
Αρνήθηκε να έρθει, πριν ξημερώσει είναι σκέτη αυτοκτονία. Αυτή έκλαιγε από τα πολλά με κατάφερε, πήρα και την γυναίκα μου μαζί μια και είμαστε όλοι γνωστοί, ξεκίνησα λοιπόν ο δρόμος κατασκότεινος, οδηγούσα με το εσωτερικό φως αναμμένο. Στρατιωτική περίπολος κάθε λίγο και λιγάκι μας σταματούσαν πράγμα παράξενο η γυναίκα του τους γνώριζε όλους, δεν μας πείραξαν. Φτάνοντας στον προορισμό μας η γυναίκα του έφυγε να βρει τον σκοτωμένο, εμείς δεν ξέραμε τι να κάνουμε, δεν γνωρίζαμε κανέναν. Σκέφτηκα να πάμε στην αστυνομία, είπα την περιπέτειά μας, και τους ζήτησα να μας πουν αν είμαστε ασφαλείς να γυρίσουμε πίσω.
Όχι μας είπαν, δεν είστε ασφαλείς ούτε εδώ όσο είναι νύχτα, μας έβαλαν με το αυτοκίνητο στην αυλή της αστυνομίας, έκλεισαν μπροστά μας μια τεράστια πόρτα και μείναμε στο αυτοκίνητο περιμένοντας να ξημερώσει. Με την αυγή γυρίσαμε σπίτι.
Το κάτω χείλος του έτρεμε καθώς μιλούσε, στο πηγούνι του φύτρωναν μερικές τρίχες σκορπισμένες δω κι εκεί. Πάντα όταν μιλούσε τις χάιδευε.
Τα μάτια του κόντευαν να χαθούν μέσα στις σχισμές τους.
Ήρθε στις τρεις τα χαράματα,
Σκότωσα κάποιον με το ταξί σου,
-όχι δεν με είδε κανένας, ξέρεις δεν τόθελα αλλά στεκόταν στη μέση του δρόμου σα φάντασμα. Ο Τισότ ο οδηγός μου πρότεινε:
-πάμε να φύγουμε θα πάμε μακριά θα λείψουμε μερικές μέρες και μετά θα ρθούμε πίσω σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Βάλαμε βενζίνα, ο βενζινοπώλης είπε μα που τρακάρεται; Το φτερό ήταν ζαβωμένο. -Μπα η ιδέα σου είναι. Στραβά θα βλέπεις, Έτσι ήταν πάντα.
Νοικιάσαμε κι ένα δωμάτιο για τρεις μέρες, τρώγαμε στους δρόμους, γυρίσαμε κάναμε τους ανήξερους.
Μετά σκέφθηκα ρε τι άσχημο όνειρο, από την αγωνία είχα ιδρώσει, ξύπνησα έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και πήγα στην πιάτσα.
Το Ράμπλερ ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο ταξί ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω μπροστά στο μπαρ εστιατόριο πάτι. Μέσα ο οδηγός τάπινε με κάτι μικρούλες. Μα κι αυτές οι μικρούλες είναι σαν τις πεταλουδίτσες γύρω απ το φως. Δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις, όταν έχεις ρόδα. Έπιανε τα γένια του αυτές τις λίγες τρίχες που εξείχαν και γελούσε, ήταν μεθυσμένος, ο ιδιοκτήτης του ταξί παρακολουθούσε τον οδηγό του, τον βρήκε μεθυσμένο, τον έπιασε απ τον λαιμό τον τράβηξε έξω και εκεί τον έσφιξε λίγο παραπάνω, τον έπνιξε. Πάει πέθανε ο Τισότ.
Συντετριμμένος πήγα στην κηδεία του γνώριζα την γυναίκα του, τον γιο του.
Ο ιδιοκτήτης πήγε φυλακή, βγήκε με μέσω κι έγινε μετανάστης αρχίζοντας μια νέα ζωή σε άλλη γη άλλα μέρη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης,
Γουατεμάλα
Τα μάτια του κόντευαν να χαθούν μέσα στις σχισμές τους.
Ήρθε στις τρεις τα χαράματα,
Σκότωσα κάποιον με το ταξί σου,
-όχι δεν με είδε κανένας, ξέρεις δεν τόθελα αλλά στεκόταν στη μέση του δρόμου σα φάντασμα. Ο Τισότ ο οδηγός μου πρότεινε:
-πάμε να φύγουμε θα πάμε μακριά θα λείψουμε μερικές μέρες και μετά θα ρθούμε πίσω σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Βάλαμε βενζίνα, ο βενζινοπώλης είπε μα που τρακάρεται; Το φτερό ήταν ζαβωμένο. -Μπα η ιδέα σου είναι. Στραβά θα βλέπεις, Έτσι ήταν πάντα.
Νοικιάσαμε κι ένα δωμάτιο για τρεις μέρες, τρώγαμε στους δρόμους, γυρίσαμε κάναμε τους ανήξερους.
Μετά σκέφθηκα ρε τι άσχημο όνειρο, από την αγωνία είχα ιδρώσει, ξύπνησα έβαλα μπρος το αυτοκίνητο και πήγα στην πιάτσα.
Το Ράμπλερ ένα αμερικάνικο αυτοκίνητο ταξί ήταν παρκαρισμένο απ’ έξω μπροστά στο μπαρ εστιατόριο πάτι. Μέσα ο οδηγός τάπινε με κάτι μικρούλες. Μα κι αυτές οι μικρούλες είναι σαν τις πεταλουδίτσες γύρω απ το φως. Δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις, όταν έχεις ρόδα. Έπιανε τα γένια του αυτές τις λίγες τρίχες που εξείχαν και γελούσε, ήταν μεθυσμένος, ο ιδιοκτήτης του ταξί παρακολουθούσε τον οδηγό του, τον βρήκε μεθυσμένο, τον έπιασε απ τον λαιμό τον τράβηξε έξω και εκεί τον έσφιξε λίγο παραπάνω, τον έπνιξε. Πάει πέθανε ο Τισότ.
Συντετριμμένος πήγα στην κηδεία του γνώριζα την γυναίκα του, τον γιο του.
Ο ιδιοκτήτης πήγε φυλακή, βγήκε με μέσω κι έγινε μετανάστης αρχίζοντας μια νέα ζωή σε άλλη γη άλλα μέρη.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης,
Γουατεμάλα
12 σχόλια:
Αυτές οι χώρες της λατινικής Αμερικής φίλε Γαβρίλη είναι γεμάτες με τέτοιες τρομακτικές ιστορίες. Τελικά εκεί κάτω η ζωή δεν αξίζει μια δεκάρα,
Πως τα κατάφερες και πέρασες τόσα χρόνια κι' έμεινες ζωντανός;
Νάσαι καλά
Ντένης
Φοβερές ώρες,
Γαβρίλη μας!
Πώς τα κατάφερες -λέει ο Ντένης,
το ίδιο γράφω κι εγώ!!!
Καιρός να...ηρεμήσεις!
Χαιρετισμούς,
Υιώτα-Δημήτρης
Δεν ξέρω πως τα καταφέρνεις και πάντα βρίσκεις υλικό από τις αναμνήσεις σου και σκαρώνεις τούτες τις παράξενες ιστορίες… Αυτό συμβαίνει με τα περασμένα, όταν τα θυμηθούμε ξανά νιώθουμε την νοσταλγία να μας τρυπά την καρδιά σαν καρφί.
Για να ζείς ακόμη μετά απο τόσες
επικίνδυνες περιπέτειες, σίγουρα
φύλακα-άγγελο είχες στο πλάι σου.
Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση.
Καλή σου μέρα και καλή εβδομάδα.
Ρισσιάνα
Παναγία μου!!!Δεν τα πιστεύω πως έγιναν όλα αυτά!!!Ανατρίχιασα. Βέβαια έχω πάρει γεύση διαβάζοντας τα βιβλία σου κ. Γαβριήλ αλλά δεν παύω να απορώ. Ευτυχώς που η ζωή σου μπήκε σε άλλη νόρμα και τώρα τα θυμάσαι συ και τα διαβάζω γω σαν παραμύθι.
Χαιρετισμούς και στη συνοδοιπόρο κ. Ορτενσία.
Μέχρι σήμερα φίλε Ντένη έχουν αλλάξει πολλές κυβερνήσεις από δικτατορία έγινε Δημοκρατία με τις πιέσεις των Αμερικαών.
Η κατάσταση, και η ανσφάλεια παραμένει η ίδια.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Υιώτα,
Τότε ήταν στρατιωτική Δικτατορία, όταν έγινε δημοκρατικό πολίτευμα ήταν χειρότερα.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε Στράτο ε! αυτό το καρφί που μας τρυπά την καρδιά δεν γίνεται να ξεχαστεί διότι είναι πράγματα που τα ζήσαμε-έζησα οπότε είναι ένα μέρος του εαυτού μας-μου, το οποίον σήμερα που το βλέπω από μακριά νοσταλγώ μόνο την νεαρά ηλικλια με όλα τα επακόλουθα.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
ΑΡΓΩ ΜΕΡΙΚΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΑ ΠΕΡΑΣΩ ΑΛΛΑ ΠΑΝΤΑ ΕΡΧΟΜΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΘΩ ΝΕΑ ΣΟΥ.ΚΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΝΑ ΕΧΕΙΣ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΟΣΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ.
ΕΥΤΥΧΩΣ ΠΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΧΟΥΝ ΠΕΡΑΣΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΗΓΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΜΑΣ.
Αγαπητή μου Ρισσιάνα,
Λέει μια παροιμία ( Ο βρεμμένος την βροχή δεν την φαβάται)
Ε! λοιπόν και στα βαπόρια που γύρναγα κι εκεί έπαιζες τη ζωή σου στις άθλιες καταστάσεις του καιρού εκείνου.
Ε! ίσως όπως λες κι εσύ κάποιος φύλακας άγγελος να υπήρχε έστω κι ας ήταν αόρατος.
Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη!
Τέτοιου είδους ειδήσεις ήταν καθημερινά συμβάντα και ακόμη είναι σε πολά κράτη του τρίτου κόσμου
Όταν τα βάλουμε όλα αυτά στο κόσκινο και τα κοσκινίσουμε αυτό που μένει είναι η πείρα γεγονότων, αυτών που άσπρισαν τα μαλλιά μας, που όμως μας κάνουν πιο πλούσιους από άποψη γνώσης το πως ζουν και υπάρχουν άλλοι λαοί,έστω κι ας είναι μιας περασμένης εποχής...
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
SKROUTZAKO,
πάντα είσαι καλοδεχούμενος στην (Πύλαρο)
Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια κι εύχομαι καλήν εβδομάδα.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου