Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Χριστιυγεννιάτικη Νύχτα...






Στην τότε Πύλαρο.
Ήταν ένας σιδερένιος παγωμένος μισο-σκουριασμένος σκελετός με τέσσερα πόδια και δυο χάλκινα πόμολα ένα στην κάθε άκρη στο κεφαλάρι. Τα πόμολα έμοιαζαν σαν χλωμό φεγγάρι, αυτό που κρύβεται μέσα στο αχανές σκοτάδι, όμως η χλομάδα του αποτυπώνεται πάνω στα πόμολα αυτά που στολίζουν το κρεβάτι που είχαμε κληρονομήσει από τη νόνα μου. Πάνω του ξεκουραζόταν σανίδες κυπαρισσένιες γεμάτες ρόζους που όταν τους έξυνες μύριζαν ρετσίνι. Το στρώμα είχε ένα ακαθόριστο χρώμα, είχε ρίγες μπλε και άσπρες, όμως το άσπρο ήταν ένα βρώμικο μουντό, έμοιαζε λασπωμένο, στη μέση είχε μια τρύπα από αυτή το γέμιζαν με προβατίσια μαλλιά…
Χριστούγεννα, η μάνα έβγαλε λιγάκι μαλλί το έξανε, βρήκε το μικρό σπιτάκι έμοιαζε με σπηλιά, αυτό που είχε φτιάξει για εμάς τα παιδιά από τάβλες κασέλας πετρελαίου του Ελληνικού μονοπωλίου shell, ο θείος μας ο μελισσοκόμος, αυτός που ήταν άρρωστος με φυματίωση. Ήταν αυτός που μας είχαν απαγορεύσει να εγγίζουμε οτιδήποτε άγγιζε αυτός για να μην κολλήσουμε χτικιό.


Η μάνα πίθωσε μέσα το ξασμένο μαλλί το έχτισε σα φωλιά, βρήκε μια παλιά καρτ-ποστάλ που είχαν στείλει οι μπαρμπάδες απ την Αμερική όπου ήταν ζωγραφισμένο το νεογέννητο μωρό το οποίο ζεσταινόταν από τα χνότα των ζώων και μας έφτιαξε εμάς των παιδιών την φάτνη.
Μας σήκωσε χαράματα απ το κρεβάτι, φύσηξε το κούτσουρο που είχε φυλάξει στη χόβολη ν’ ανάψει φλόγα, άναψαν τα ξύλα ζέστανε νερό στην φωτιά και μας έλουσε με σαπούνι πράσινο, μας μετέδωσε την αγάπη της, την στοργή της, την πίστη της, μας έστειλε στην εκκλησία να κάνουμε χρυσό δόντι.
Εμείς τα παιδιά χαρούμενα γυρίσαμε απ την εκκλησία Χριστούγεννα, σήμερα κάτι καλό θα μαγειρεύουν στο σπίτι, αν είχαμε αλεύρι θα μας έκανε τηγανίτες, ή αν είχαμε καλαμπόκι μια ζεστή πουλέντα, αν δεν υπήρχε τίποτε άλλο κάνα κουνέλι θα έσφαζε ο πατέρας, έτσι να καταλάβουμε του Χριστού τη γέννηση…
Μετά σαν βράδιαζε μερικά κάρβουνα σε έναν κουβά στη μέση του δωματίου να ζεσταίνουμε τα χέρια μας και να λέμε παραμύθια, αν είχαμε καλαμπόκι θα το ψέναμε πάνω σε τενεκεδένιο καπάκι, και κάθε φορά που ο κάθε κόκκος άνθιζε σε μια σάρκα κάτασπρη σα μπαμπάκι φωνάζαμε από χαρά, και το χώναμε γρήγορα στο στόμα μας.


Σαν έμπαινε η νύχτα το ημίφως του λύχνου και η μυρωδιά από καμένο φυτίλι μας έπνιγε, η μάνα έτρεχε να ανάψει το καντήλι αυτό που θα μας κρατούσε συντροφιά όλη τη νύχτα, έτρεχε να ζεστάνει νερό να το βάλει στις μπουκάλες να ζεστάνουμε τα πόδια μας στην παγωμένη νύχτα, αυτή που ερχόταν γεμάτη όνειρα πολύχρωμα, φανταστικά, όνειρα που έπλαθαν τα αθώα παιδικά μυαλά, όνειρα που τρεμόσβηναν σαν την φλόγα του καντηλιού από τον αέρα που έμπαινε από την χαραμάδα της πόρτας, με το ακομπανιαμέντο της σταγόνας βροχής που έπεφτε από τα κεραμίδια στην εμαγιέ άσπρη λεκάνη κι όμως ήταν μια χριστουγεννιάτικη νύχτα, γεμάτη αγάπη ζεστασιά, θαλπωρή και φτώχεια, μα και πίστη ότι απόψε θα μας ζέσταιναν οι αναπνοές των αλόγων… αυτών που ήταν στην φάτνη…



Γαβριήλ Παναγιωσούλης

12 σχόλια:

Μαριάνθη είπε...

ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ ΝΑ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΛΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΚΥΡΙΕ ΓΑΒΡΙΗΛ!!ΕΟΡΤΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΥΚΤΙΚΑ ΜΕ ΘΥΜΗΣΕΣ ΚΑΙ ΒΙΩΜΑΤΑ!!!
ΠΟΛΛΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΥΣ.

Αστοριανή είπε...

...ξέρω-ξέρω!
ετοιμάζεστε για το ...μήνα του μέλιτος, στα μονοπάτια της Αγάπης!

Αρκεί να μη μας ξεχνάς, Φίλε μας!
Ορτανσία μου,
μην τον αφήνεις μόνο του, ούτε στιγμή!
Ποιός μπορεί να έχει... εμπιστοσύνη σ' έναν τόσο ρωμαντικό!!!!!!!!!!!!!!

Θα τηλεφωνηθούμε, φυσικά,
Χρονια Πολλά από ΤΩΡΑ
σε όλους σας,
Πάντα με αγάπη
Υιώτα-Δημήτρης και παιδιά......................

Μηθυμναίος είπε...

Πολύ τρυφερό, πολύ γλυκό, πολύ ωραίο. Με συγκίνησε.
Το γραφτό σου σεργιανίζει, για άλλη μια φορά, στα μονοπάτια της μνήμης…
Εύχομαι πάντα να εισπράττεις την «αγάπη, τη στοργή και την πίστη» που τότε εισέπραττες από τη μάνα σου, απ’ όλους όσους σε αγαπούν και αγαπάς! Και… πίστεψέ με, δεν είναι λίγοι!

Ανώνυμος είπε...

Η περιγραφή των αναμνήσεων σου όπως πάντα γλυκιά και ζωντανή μας ταξιδεύει σε εκείνη τη εποχή που μπορεί να υπήρχε φτώχεια αλλά αγάπη πολλή ,όνειρα και η ζεστή αγκαλιά της οικογένειας όλοι μαζί γύρω από τη φωτιά.... και εκείνα τα παραμύθια της νόνας αξέχαστα...καλά χριστούγεννα φίλε μου, πάντα με υγεία και χαρά. Κάτε

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Μαριάνθη,

Σιγά, σιγά μπαινουμε στην καρδιά του Δεκέμβρη μέχρι που να έρθει και ο καινούργιος χρόνος, Εύχομαι να μας έλθει γεμάτος υγεία και Ειρήνη.

Ευχαριστώ

χαιρετισμούς

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αχ! αυτά τα λόγια σου! και τι δεν μου θυμίζουν αλλά πρέπει να ικανοποιούμαστε σύμφωνα με τα χρόνια μας.

Όχι δεν ξεχνώ απλούστατα θα είναι μια αναζωογόνηση αυτών που κάποτε μας έθρεψαν στο ότι είμαστε σήμερα....

Αγαπητή μου Υιώτα, Ευχαριστώ,
χαιρετισμους

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητέ μου Στράτο,

Τι ωραίο κι όμορφο μήνυμά σου αγκαλίαζει όλη μας τη ζωή


Ευχαριστώ και σου έυχομαι-μαστε ΠΟΛΥΧΡΟΝΟΣ.

Μεα αγάπη

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Κάτε, πράγματι αυτή η ζωή η τότε με (και εκείνα τα παραμύθια της νόνας αξέχαστα...)
ήταν μια ζωή γεμάτη ανθρωπισμό, αγάπη και φιλία μα και φτώχεια.

καλά Χριστούγεννα σε εσένα και οικογένειά σου.

Αυτές οι μνήμες, αυτές που έχουμε από τα χρόνια εκείνα δεν πρέπει να χαθούν, έστω κι από μακριά τις καταχωρώ σαν μια ξεκούραση ας πούμε ψυχής...

Ευχαριστώ
χαιρετισμούς

Γαβριήλ

Dennis Kontarinis είπε...

Υπέροχες εικόνες φίλε Γαβρίλη της παιδικής μας φτώχιας. Τότε που τις άγιες γιορτές τις απολαμβάναμε με χάρτινα παιγνίδια και λίγα κόκαλα για φαγητό. Και όμως τις νοιώθαμε κείνες τις γιορτές.
Εύχομαι σε σένα και την Ορτάνσια να περάσετε καλά
Χρλίνια σας πολλά

pylaros είπε...

Καλημέρα φίλε μου Ντένη,

Όσο πιο πολύ γερνώ, τόσο πιο πολύ αναπολώ αυτή την οικογενειακή φτωχή θαλπωρή που μας ζέστεναι όλους μας έστω και με (κόκκαλα) όπως γράφεις...
Χρόνια πολλά

Ευχαριστώ

χαιρετώ

Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ μου Γαβριήλ,
διαβάζοντας τα όσα γράφεις,
πλημμύρισε η καρδιά μου από ένα αίσθημα ζεστασιάς γιατί μαζί με την τοπική διάλεκτο που χρησιμοποιείς,μου θύμισες γονείς, νόνες,παπούδες κι άλλα πολλά.
Να είσαι πάντα καλά να γιορτάζεις
όμορφα με την τωρινή σου οικογένεια
και τα περασμένα ας μένουν στην
ψυχή σαν μια ανάμνηση.
Πολλούς χαιρετισμούς
Ρισσιάνα

pylaros είπε...

Καλημέρα σου αγαπητή μου Ρισσιανα,

Σαν τα παραμύθια υπηρχε κάποτε μια ζεστασιά οικογενειακή, μια θαλπωρή, ένα αθωο πιστεύω, ένας κόσμος ολότελα δικός μας, υπήρχε και η ευτυχία το να είμαστε όλοι μας ένα κομμάτι της γης που μας γέννησε, να γιορτάζουμε τη άνοιξη με το να κόβουμε Μαρτιάκους, παπαρούνες, μαργαρίτες, κορέλια, βασιλικούς, βιολέτες, να ονειρευόμαστε με χρώματα...

Όλα αυτά χάθηκαν, τα σπίτια μας γίηκαν χαλέπεδα, δεν έμεινε κανένας, χάθηκαν τόσες και τόσες γενεές,
Άραγε γιατί;
Ποιος να φταίει;
Το μόνο που έμεινε η θύμιση,

Αγαπητή μου Ρισσιάνα ευχαριστώ

Χαιρεσμούς

Γαβριήλ