Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Κάτι δικό μου,



Η ελληνική σημαία κυμάτιζε στον πρυμναίο ιστό.
Παράξενο μου φάνηκε, για να βεβαιωθώ πήγα στην απέναντι παραλία, παρκάρισα το ταξί μου, στο περίβολο της γαλάζιας λίμνης και πήγα στην ακροθαλασσιά που έβρεχε ο κόλπος του Amatique της καραϊβικής, όχι δεν ήταν άμμος αλλά κακοτράχαλες πέτρες, τα νερά μουντά. Πολλές φορές ερχόμουν στο ίδιο μέρος καθόμουν κι αγνάντευα την θάλασσα, σκεφτόμουν ότι συνόρευε με το μέρος που γεννήθηκα, έτσι και σήμερα μόνος κάθισα σε μια πέτρα κι αναλογίστηκα την ταυτότητά μου, ποιος είμαι, από πού είναι η καταγωγή μου, μέσα στην φουρτούνα των ερώτων και μετά της βιοπάλης, είχα απολέσει αυτό το ιερό αίσθημα της αγάπης, της νοσταλγίας, προς το μέρος που γεννήθηκα, ήμουν ένα «σκεύασμα» της παγκοσμιότητας, ένας που πάντα ζητούσε και απαιτούσε να είναι γυναίκα στην παρέα, ένας που τριγύριζε σαν τη μέλισσα γύρω από την γύρη, η οποία ήταν γένους θηλυκού.
Ξανά κοίταξα το βαπόρι, ένα μικρό όμορφο κρουαζιερόπλοιο, διάβασα το όνομά του ΣΤΕΛΛΑ ΩΚΕΑΝΙΣ. Δεν μου έκανε καμιά εντύπωση, ήταν γεμάτο αμερικανούς τουρίστες.
Περπάτησα σιγά, σιγά εκεί όπου είχα αφήσει το ταξί μου, στον δρόμο συνάντησα κι άλλους συναδέλφους.
-Πήγαινε στην πύλη του μόλου, έχουν έρθει πολλοί αμερικανοί τουρίστες και ζητούν ταξί.
Το πλήρωμα Έλληνες, πολλοί χωριανοί μου Κεφαλλονίτες, ούτε καν που τους θυμόμουν, μου λέγανε ποιοι ήταν προσπαθούσα, να θυμηθώ, εν τω μεταξύ πολλά τα αγώγια έπρεπε να διαλέξω τι με συμφέρει.
Δεν ξέρω πως με βρήκε μια Ελληνίδα πλήρωμα μου είπε ήταν λογίστρια του πλοίου, μου έφερε μαζί της ένα παλληκάρι ιταλό μουσικό του πλοίου και μου είπε να τους πάω κάπου μακριά, σε ένα ποταμάκι το Rio Dulce εκεί στην απέναντι όχθη ήταν το κάστρο του Αγίου Φιλίππου όπου είχαν κτίσει οι Κονκισταδόρες, πέρασαν απέναντι στο Κάστρο με μονόξυλο ιθαγενών, εγώ δε να τους περιμένω στην όχθη να τους φέρω πίσω στο λιμάνι.
Ο δρόμος χωματένιος, άσχημος, όχι πολυσύχναστος, γεμάτος στροφές, περνούσε μέσα από την ζούγκλα, ένα ειδυλλιακό τοπίο για δυο. Ε! αυτό το αγώι διήρκησε μια ολόκληρη μέρα

Το βράδυ αργά πήγα σπίτι, για πρώτη φορά έκανα μια ερώτηση στον εαυτόν μου αν ανήκω εδώ που ήμουν, αλλά, όπως πάντα με νίκησαν, το καλωσόρισμα, η γυναικεία αγάπη, η απλότητα της λογικής αυτής που δεν ανέχεται πολύπλοκες ιδιομορφίες, αυτής της απλότητας που το ζητούμενο ήταν το δώσε ημάς σήμερον.
Τίποτε άλλο.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης







6 σχόλια:

Μηθυμναίος είπε...

Στοχασμοί που μοσχοβολάνε θάλασσα, γυναίκα, τρόπικο και νοσταλγία… Κι όλα στήνονται πάνω σε εικόνες που μας αφήνεις, φίλε μου, να τις φανταστούμε.
Εσύ συνέχισε να αφουγκράζεσαι μόνο την ψυχή σου αυτή σε ξέρει καλύτερα απ’ όλους και να ’σαι σίγουρος πως ό,τι της ζητάς απλόχερα θα σου το δίνει…

Dennis Kontarinis είπε...

Όμορφες εικόνες της ζωής μας που κάποια στιγμή γίνονται γλυκές αναμνήσεις.
Νάσαι καλά φίλε μου.

pylaros είπε...

Πολλες φορές, σκέπτωμαι το κείμενο της ανάρτησης που θα βάλω στο ΠΥΛΑΡΟΣ.
Ναι, μάλιστα υπάρχουν καθημερινώς εκατοντάδες θέματα, που εκφράζουν γνώμες και τοποθετήσεις αυτών που τα έχουν γράψει.
Όμως όταν τα αντιγράφω και τα δημοσιεύω δεν εκφράζουν έμένα, αλλά τη χροιά του συγγραφέα.

Έτσι προτιμώ πάντα τα δικά βιωματικά που είναι πρωτότυπα...

Ναι όπως το λες φίλε μου Στράτο αυτή η Ιστοριούλα μοσχοβολά Τροπική νιότη και απλότητα.

Σήμερα έχουμε προοδέψει σε υλική καλοπέραση, όμως έχει φύγει για πάντα αυτή η απλότητα που τόσο με γέμιζε, αν και επιμένω, εν τούτοις το περιβάλλον είναι τόσο διαφορετικό!

Ευχαριστώ

χαιρετισμούς

Γαβριήλ

pylaros είπε...

καλημέρα φίλε Ντένη,
Σήμερα Σάββατο, ακόμα χιόνια στους δρόμους, ο καιρός δεν επιτρέπει ταξίδι στην Αστόρια,

Όμως αν και έχει λιακάδα κάθομαι μέσα και προσπαθώ να βρω αυτή την ικανοποίηση της απλότητας που κάποτε είχα.
Ο κόσμος μας έχει γίνει τόσο πολύπλοκος!

ευχαριστώ

χαιρετισμους

Γαβριήλ


Αστοριανή είπε...


Γαβρίλη μου,

αντιγράφω:

"....
Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα*.

Ινδικός Ωκεανός 1951

*Από ναυτική οικογένεια του Φισκάρδου κατάγεται

ο Καββαδίας.

Δυο θείοι του χάθηκαν στη θάλασσα. Ο πατέρας του, στις αρχές του αιώνα, εργαζόταν στην Κίνα ως τροφοδότης του ρώσου Κουρουπάτκιν. Ο ποιητής, που γεννήθηκε στο Χαρμπίν, θεωρούσε την Κίνα δεύτερη πατρίδα του, μ' όλο που την έζησε μόνο οχτώ χρόνια. Στα 1918 η οικογένεια ήρθε στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας εργαζόταν ως τροφοδότης στον "Πολικό". Έντεκα ετών πήρε το Νίκο σ' ένα ταξίδι στη Μεσόγειο. Κι από τότε, είπε ο ποιητής "η θάλασσα μπήκε στο αίμα μου". 18 ετών μπαρκάρησε ναύτης για το Μπρίντεζι. Δέκα χρόνια έκανε ναύτης και 37 ασυρματιστής.

ΠΗΓΕΣ: Στηθάγχη, Ανθολογία Μιχαήλ Περάνθη"....

Λες,
κάπου να ...μοιάζετε!!!!!!!!!!

Χαιρετισμούς,
Υιώτα

pylaros είπε...

Καλησπέρα αγπητή μου Υιώτα,

Να σου πω ότι με εξέπληξε το σχόλιό σου, ο Καββαδίας ήταν ποιητής της λαμαρίνας αυτής που έπλεε πάνω στη θάλασσα. (Βαπόρια)
Μου αρέσουν να διαβάζω τα ποιήματά του, μου θυμίζουν πολλά.

Όμως εγώ απλουστατα καταγράφω εντυπώσεις της στιγμής, αυτές που άφησαν πανω μου κάποια ίχνη, αυτές που μου δημιούργησαν προβληματισμό για το αν είναι σωστά ή όχι
αυτή τη ζωή που αν και σκληρή ίσως να την νοσταλγώ σήμερα, από δυο απόψεις. Από την μια ήμουν νέος κι ελευθερος έστω κι ας μην είχα που να κουρνιάσω, από την άλλη είχα συνηθήσει στις θαλασσινές περιπέτειες, νόμιζα ότι το βαπόρι ήταν το σπίτι μου κι ένα άλλο ακόμα δεν είχα δεθεί συναισθηματικά πουθενά!

Γλεντούσα, έπινα, κι έμενα ο ίδιος, για 14 χρόνια


Ευχαριστώ

χαιρετισμούς Δημήτρη

Γαβριήλ