Παρακολουθώντας την σημερινή κατάσταση,
με τα κύματα των προσφύγων, γυρνώ την σκέψη προς τις
ρίζες μας, τις δικές μου ρίζες, αυτές που κάποτε ήταν αθώες παιδικές, γεμάτες
όνειρα, για μια γη της επαγγελίας…
Το σχολείο 1947
Παιδιά, ψίχουλα κάτω απ το τραπέζι.
Ήταν ένα χέρι κρατούσε ένα κομματάκι καλαμποκίσια μπομπότα, είχε και
σταφίδες, σήκωσα τα μάτια μου, νόμιζα πως ήταν το του Θεού, όχι ήταν μιας
γυναίκας, την κοίταξα με χαρά άπλωσα το χέρι μου, κάτι
μου είπε ιταλικά, δεν καταλάβαινα, ξανά την κοίταξα, είχε δυο χείλη βαμμένα σε
χρώμα από βύσσινο, μου φάνηκαν κερασένια. Κοίταξα πιο εκεί ένας ψηλός
μαυροφορεμένος καθολικός ιερέας με καπέλο μαύρο στρογγυλό πλαισιωμένο με μια
κίτρινη κορδέλα μου χαμογέλασε. Βρισκόμουν στην Ελλάδα ξένοι έκαναν κουμάντο
αυτοί που είχαν φέρει και την πείνα, ήταν Ιταλοί κατακτητές…
Το κρύο φοβερό για να ζεσταθούμε
κοιμόμαστε όλα τα παιδιά μαζί, πριν ξημερώσει χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα,
οι σκύλοι της γειτονιάς είχαν τρελαθεί στο αλύχτισμα. Μπήκαν από την
πόρτα γερμανοί με αγριοφωνάρες, απ’
το κρεβάτι δεν κινήθηκα, μόνο έβγαλα το κεφάλι έξω απ’ την κουβέρτα, το κεφάλι
μου δυσανάλογα μεγάλο, οι γερμανοί με νοήματα μας σήκωσαν όλους. Σαν είδαν το παιδικό σώμα μου οκτώ χρονών αδύνατο καχεκτικό κιτρινωπό με άφησαν να
ξαναπέσω κάτω απ’ την κουβέρτα, ήθελαν μόνο άντρες, πήραν τον πατέρα μου, τους
έβγαλαν ομιλία στον ναό του άγιου Σπυρίδωνα. Για άλλη μια φορά νόμισα ότι βρισκόμουν Ελλάδα,
αλλά όχι, ξένοι έκαναν κουμάντο, οι Γερμανοί.
Ένα τεράστιο φορτηγό αυτοκίνητο φάνηκε
απ’ την στροφή του δρόμου του. Στην Καρότσα του ήταν γεμάτο στρατιώτες,
σταμάτησε ακριβώς έξω απ το σπίτι μας, οι στρατιώτες κατέβηκαν κι άρχισαν να
περιεργάζονται τα πάντα και να πίνουν τσάι. Τα πιτσιρίκια του χωριού ξυπόλυτα
μαζεύτηκαν, άπλωναν το χέρι και φώναζαν, Μίστερ, μίστερ, οι στρατιώτες τους
έδιναν τσάι. Ο πατέρας μου δεν μας άφησε να βγούμε απ το σπίτι. Οι ξένοι κάνανε κουμάντο, τούτοι τη φορά ήταν
Εγγλέζοι.
Αποσπάσματα περνούσαν τον δρόμο του χωριού, είχαν γενειάδες, έφταναν μέχρι τον λαιμό τους,
Όχι δεν ήταν Τζιχαντιστές, αλλά ο καπετάν Φουρτούνας με το απόσπασμα του, με τα όπλα στον ώμο τους με δεσμίδες φυσίγγια
σταυρωτά στο στήθος τους, σταματούσαν κοίταζαν τα σπίτια, μετά με το χωνί
φώναζαν προσκαλούσαν τον κόσμο στο σχολείο για ομιλία που θα έκαναν, προσπαθούσαν
να προσηλυτίσουν τους χωριανούς στα δικά τους πιστεύω. Ήταν αριστεροί Έλληνες αντάρτες που είχαν έρθει στο νησί την Κεφαλονιά από την
μεγάλη στεριά, Στερεά Ελλάδα.
Μετά ήρθαν οι δεξιοί παραστρατιωτικά
αποσπάσματα, είχαν χλαίνες ιταλικές μακριές
τα τουφέκια με την κάνη προς τα κάτω, από λάφυρα παρμένα από τους σκοτωμένους Ιταλούς στρατιώτες, είχαν ρόπαλα, κυνηγούσαν κι έδερναν με την
ανοχή της χωροφυλακής όποιον είχε πάει στις συγκεντρώσεις των προηγούμενων
αριστερών αποσπασμάτων, αυτών με το χωνί.
Ήταν όλοι τους Έλληνες,
Η απελευθέρωση της Ελλάδας έφερε τον
εμφύλιο, η διχόνοια, οι δολοφονίες στην καθημερινή διάταξη, χάθηκε η ελπίδα που είχαμε, να κυβερνήσουν την χώρα πατριώτες
έλληνες, ο τρόμος χειρότερος από πριν.
Έφυγα ένα βράδυ ταξίδευα ολονυκτίως με βαπόρι για
Πειραιά, από εκεί παιδί αμούστακο έφυγα γυμνός
στην θάλασσα, δεν ζητούσα τίποτα παρά μια θέση κάτω απ τον ήλιο, να μπορώ να
χορτάσω ψωμί. Αυτό με έφερε αντιμέτωπο με το νόμο, το έγκλημά σου πέρασες τα σύνορα χωρίς άδεια, λαθραίος, θα
πληρώσεις με την στέρηση της ελευθερίας
σου, είσαι ένας παράνομος, χωρίς κανένα
δικαίωμα, ούτε για να μαζεύεις τα ψίχουλα αυτά που πέφτουν κάτω απ το τραπέζι,
έφυγα στο μέσον του πουθενά, η μόνη που
με δέχθηκε ήταν η θάλασσα, η ποιο πιστή μου αγαπημένη.
Η θάλασσα μ’ έφερε στο Κιταγκόνγκ του Μπανγκλαντές τα πιτσιρίκια με κυνηγούσαν απλώνοντας το χέρι και φώναζαν
μίστερ μπαξίσι, με μπέρδεψαν με αυτούς που πέταγαν τα ψίχουλα κάτω απ το
τραπέζι, τι ειρωνεία!
O Λούστρος ήταν ξανθός, μικρό παιδάκι ήταν
γιος σκανδιναβού ναυτικού και γυναίκας του λιμανιού, γυάλιζε παπούτσια ναυτικών για ζει, έκανε και
θελήματα ταξιτζήδων και γυναικών στο λιμάνι αυτό της Γουατεμάλας, έπλενε τα’
αυτοκίνητα παρακολουθούσε αυτούς που έτρωγαν σε εστιατόρια με τα άσπρα τραπεζομάντηλα
κι όπως έβγαιναν χορτάτοι έτρεχε μπροστά τους να ξεσκονίσει τα παπούτσια τους
απ τα ψίχουλα.
Ήταν ξυπόλυτο, μαζί μεταφέραμε στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα
νεκρό παιδάκι, η μάνα του κάθισε στο
πίσω κάθισμα κλαίγοντας κι αυτός δίπλα μου,
μου έκανε παρέα, δεν τον ενδιέφερε το νεκρό παιδάκι, είχε την ελπίδα για ένα πιάτο φαγητό στο ξενύχτι.
Σήμερα ο σύγχρονος και πολιτισμένος
κόσμος μας γέμισε από πρόσφυγες, διωγμένοι από τα δεινά του εμφυλίου, που αν
ψάξεις θα βρεις την ιστορία να επαναλαμβάνεται ένα τιτάνιος αγώνας των δυο
παρατάξεων δεξιών και αριστερών που όμως
επιφανειακά δεν φαίνεται, φανατίζουν τους λαούς χωρίζουν τα πιστεύω τους και ο
ένας πολεμά τον άλλον, αδελφός τον αδελφό χωρίς να γνωρίζουν το γιατί.
Τα πληρώνει ο αθώος κόσμος τα παιδάκια αυτά που δεν φταίνε σε τίποτα αυτά
που ζητούν μια θέση κάτω απ τον ήλιο, αυτά που διωγμένα από την μανία του πολέμου της κακομοιριάς και
της πείνας, ξεβράζονται νεκρά σε μια κάποια ακτή, το έγκλημά τους να ζητούν μια
θέση στην κοινωνία, σε μια υποσχόμενη γη της επαγγελίας, που γι’ αυτούς σήμερα
είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση,
Όλα αυτά παιδιά, προσπαθούν να μαζέψουν, να χορτάσουν με τα ψίχουλα, αυτά που πέφτουν κάτω απ το τραπέζι των μεγάλων, αυτών που κρατούν στα χέρια τους τις τύχες
του κόσμου κι εγώ δεν ξεχνώ ποτέ ότι κάποτε ήμουνα παιδί, όπως όλοι μας.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
12 σχόλια:
Καλημέρα φίλε.
Για μια ακόμη φορά μου ζωντάνεψες τα περασμένα.
Νάσαι πάντα καλά.
Πέτρινα χρόνια, Γάβο... Ας είναι να μην τα ξαναζήσουμε. Αν και πολύ φοβάμαι...
Καλή εβδομάδα!
Ωραία αύτά που γράφεις Γαβριήλ, αλλά κάνεις ένα μεγάλο λάθος, βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι, τους εκμεταλευτές (ιμπεριαλιστές) και τους εκμεταλευόμενους ( τους λαούς) Αυτοί που κρατουν στα χέρια τους τις τύχες όλου του κόσμου, όπως γράφεις, είναι αυτοί που δεν αφήνουν τους λαούς να ζήσουν ειρηνικά στο ντόπο τους και να έχουν φιλίες με όλους τους άλλους λαούς του κόσμου. Αυτους πρέπει να τους πολεμάνε οι λαοί, μέχρι την εξώντωσή τους, για να μπορέσουν να ζήσουν κάποτε ειρηνικά και χορτασμένοι από τον πλούτο που παράγουν. Χαιρετώ
Τί να πω,
Φίλε Γαβρίλη.
Θύμησες που τρίζουν και σπάζουν τα δόντια!
ΧΑΛΑΣΕ ο κόσμος! Απίστευτη επιστροφή, απίστευτα χάλια.
Ποιον να πολεμήσεις
ποιόν να εμπιστευθείς!
Σήμερα, του Σταυρού, όπως λέμε... ας σκεφτούμε κάτι άλλο.
Χαιρετισμούς,
Υιώτα
"αστοριανή"
Καλημέρα φίλε Ντένη,
Όσο και να θέλεις να ξεχάσεις τα περασμένα δεν ξεχνώντε αφού είναι μέρος της ζωής μας.
Ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται είναι βέβαιο...
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Φίλε μου Στράτο,
Τ πέτρινα χρόνια όσο και να μην θέλω να τα θυμάμαι κοιτώντας την φωτογραφία δεν μπορώ παρά να ξανα δηλώνω ότι ανήκω στην γενιά αυτή που φαίνεται στην φωτογραφία.
Εύχομαι να μην ξανασυμβούν τέτοια γεγονότα.
ευχαριστώ
Γάβο,
Αγαπητή μου Δώρα,
Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση υπήρχε πάντοτε, ή ας το πούμε αλλιώς ανάμεσα Δεξιά κι αριστερά.
Με αυτό που γράφω σήμερα (δυο παρατάξεων δεξιών και αριστερών που όμως επιφανειακά δεν φαίνεται,) εννοώ τις δυο μεγάλες δυνάμεις οι οποίες κινούν από το αόρατο παραπέτασμα τα σχοινιά σαν ο λαός να είναι μαριονέτες,
και οι λαοί σκοτώνονται αναμεταξύ τους, γείτονας τον γείτονα, αδελφός τον αδελφό.
Την εποχή του εμφυλίου στην Ελλάδα ήταν ακριβώς το ίδιο. Σε εμένα τον χωριάτη (αγράμματο τις περισσότερες φορές) αυτός που μου σκότωσε τον πατέρα, ή αυτός που μου έκαψε το σπίτι δεν ήταν ο ξένος στρατιώτης αλλά ο γείτονας μου ο επηρεασμένος από την προπαγάνδα που εξέπεμπαν οι διάφοροι δημαγωγοί εξυπηρετώντας ξένα συμφέροντα.
Το πως διορθώνεται η κατάσταση να μορφωθεί ο λαός ο καθένας να έχει ένα πατριωτικό πιστεύω να μην γίνεται υποχείριο των καπιταλιστικών ξένων συμφερόντων, αλλά πρώτα από όλα ο κάθε ένας μας να γνωρίζει τον εαυτόν του, να μην είναι πιόνι της παγκόσμιας σκακιέρας, ούτε δεξιός ούτε αριστερός αλλά απλά Έλληνας.
Σε ευχαριστώ
πάντα με την αγάπη μου
Γαβριήλ
Καλημέρα αγαπητή μου Υιώτα,
Ούτε καν που το θυμήθηκα εορτή του Σταυρού, έ η καθημερινή μας επαφή σε μια ετερογενή και ξενόγλωσση κοινωνία είναι τόσο δύσκολα να θυμάσαι ή να ακολουθείς το εορτολόγιο εκτός αν είσαι μπλεγμένος με εκκλησιαστικά δρώμενα και παππάδες (που δεν είμαι)
Όσο για τα περασμένα κοίτα την φωτογραφία εγώ δεν ήμουνα είχα ΄ξεσκολίσει το 1946, η φώτο είναι του 47 αλλά οι ίδιοι συμμαθητές μου τα ίδια χάλια, ο ίδιος πόλεμος ο ίδιος εμφύλιος.
Είναι η γενιά που μεγάλωσα χωρίς παπούτσια, χωρίς ρούχα, χωρίς να γεμίσει το στομάχι φαγητό.
Ευχαριστώ
χαιρετισμούς Δ..
Γαβριήλ
Η αφήγησή σου συγκλονιστική και δυστυχώς η ιστορία επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη αγριότητα σήμερα. Τα όπλα εξελίχθηκαν, αλλά όχι οι άνθρωποι. Τα παιδιά παραμένουν τα πιο τραγικά θύματα αυτής της αθλιότητας.
Τους χαιρετισμούς και τη συγκίνησή μου κ. Γαβριήλ!
Τα γνωρίζω από διηγήσεις της μαμάς μου αγαπημένε μου Γαβρίλη....
Ποιος περίμενε να επαναλαμβάνονται στις μέρες μας!
Την καλησπέρα μου!
Ευχαριστώ για την επίσκεψή σου αγαπητή μου κ. Κανελλάκη
Είναι όπως το περιγράφεις: (Τα παιδιά παραμένουν τα πιο τραγικά θύματα αυτής της αθλιότητας.)
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Αριστέα,
Ναι η γενιά μας των γονιών σου και η δική μου δυστυχώς ζήσαμε άσχημες καταστάσεις που σήμερα φαίνονται ότι δεν είναι δυνατόν να επαναληφθούν και όμως...
Ευχαριστώ
με αγάπη
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου