Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Με το Πνέυμα των Ημερών!

Με  το πνεύμα των ημερών…
Χριστούγεννα,  χαμένα  σε μια  μεταπολεμική  παγκοσμιότητα όπου όλοι προσπαθούσαν να επιζήσουν, άλλοι ψάχνοντας σε χαλάσματα άλλοι πηδώντας τον τοίχο των συνόρων αυτόν που είχαν φτιάξει οι άνθρωποι..  
Μια που είναι ο μήνας των Χριστουγέννων σας παραθέτω μια ιστοριούλα  με το βαπόρι Λίμπερτι «ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ»  του Βεργωτή  που ήμουν πλήρωμα είναι το ίδιο της φωτογραφίας ήταν 1950-


Ένας άνδρας ώριμος κάπως πενηντάρης, μια γυναίκα λεπτή πλάι του κι ένα κοριτσάκι  θάταν κάπου 8- 9 χρονών.
 Περπατούσαν στο μόλο και κοίταζαν το βαπόρι, έκανε κρύο, ο άνδρας φορούσε πανωφόρι σε ένα χρώμα λαδί καρό,  είχε τυλιγμένο το λαιμό του με  κασκόλ, στο κεφάλι φόραγε ένα μπερέ,  η γυναίκα και το παιδάκι ακολουθούσαν, φαινόταν ότι κρύωναν, σα να έτρεμαν. Κοίταξαν την Ελληνική σημαία που κυμάτιζε στην πρύμη του βαποριού μας, στο πλωριό κατάρτι κυμάτιζε η Γαλλική σύμφωνα με το νόμο, φαινόταν σα να δίσταζαν, μετά άνοιξαν βήμα και ανέβηκαν τη σκάλα. Τότε εκείνη την εποχή στα βαπόρια ήταν δύσκολο να περιποιηθείς κάποιον που δεν ήταν πλήρωμα, ήταν όλα μετρημένα από τις μερίδες μέχρι και το είδος φαγητού.
Θυμάμαι κάθε Πέμπτη βράδυ και Κυριακή είχαμε κότα, εδώ είναι που ήθελαν όλοι στήθος, εκεί άναβαν και μικρο- καυγάδες με τον μάγειρα κι αυτός αμυνόταν μέσα από το πάσο της κουζίνας προσπαθώντας να φέρει μια λογική που δεν υπήρχε…
Αχ! Αυτά συμβαίνουν στα Βαπόρια!    
Με το που μπήκαν ο άνδρας μας χαιρέτησε Ελληνικά, είμαι ράφτης είπε δουλειά δεν έχω, κάτι είπε στη γυναίκα και το κοριτσάκι στα Γαλλικά. Του είπαμε περάστε μέσα, «τότε ήμουν πιτσιρικάς 17 ετών, καμαρωτάκι πληρώματος»  κάθισαν στην τραπεζαρία τους σερβίρισα καφέ,  το μεσημέρι, τους σερβίραμε φαγητό, φαινόταν ότι πεινούσαν, ο μάγειράς μας δεν δυστρόπησε, μόνο μου είπε κάτσε να φάει πρώτα το πλήρωμα, ήταν κοντός στο ανάστημα καλός άνθρωπος  Κορίνθιος, ονομαζόταν  Αντρέας Καψάλης, φορούσε ένα καπέλο άσπρο ψηλό που έγερνε σε κάθε κίνηση του κεφαλιού του λες και φύσαγε αιγαιοπελαγίτικος μπάτης.
Οι  επισκέπτες μας  κάθισαν μέχρι που βράδιασε, ξανά έφαγαν, έφυγαν, χάθηκαν στου λιμανιού τη σκοτεινιά.  
Την άλλη μέρα πάλι ξαναήρθαν, ήταν Δεκέμβρης,  Χριστούγεννα του 1950.
Φάγαμε μαζί, παρακολουθούσα με αμηχανία την οικογένεια αυτή, μου έκανε εντύπωση το κοριτσάκι, τόσο ευγενικό!
Η σκηνή στο λιμάνι της Χάβρης στην βόρειο Γαλλία, είχαμε φέρει φορτίο σταριού από λιμάνι  της Βιρτζίνια ΗΠΑ, για Χάβρη, Ρουέν, Δουνκέρκη. Η Γαλλία ακόμη δεν είχε συνέλθει από τα τραύματα και τα ερείπια του πολέμου, προπαντός η Δουνκέρκη όταν περπατούσες έξω σε καλωσόριζε, μια μεγάλη εκκλησιά  γοτθικού ρυθμού σχισμένη στα δυο  να χάσκει  λες και φασκέλωνε τον ουρανό,  από όπου και η φωτογραφία αν και δεν είναι ακριβώς η ίδια, αλλά άλλη σχεδόν  παρόμοια .

Χθες βράδυ ξαπλωμένος στο κρεβάτι σκεφτόμουν, πάλι Χριστούγεννα έρχονται,  οι νοσταλγικές αναμνήσεις του τότε ξαναήρθαν στο μυαλό μου, τα  όνειρα απαιτητικά, στριφογυρίζαμε μαζί στο κρεβάτι, δεν υπήρχε λύτρωση, με σφιχταγκάλιασαν, παραδόθηκα, θυμήθηκα τα Χριστούγεννα  στη Γαλλία, την ελπίδα της νιότης, την έλξη του άγνωστου,    διερωτήθηκα το κοριτσάκι του λιμανιού της Χάβρης, άραγε να ζει; Κι αν ζει θα θυμάται;
Ε! λοιπόν η σκηνή αυτή από τα περασμένα, μια γνήσια συνέχιση του ρους  της ζωής μου στον καθρέφτη της νεανικής νοσταλγίας  είχε τη δύναμη να μου κλέψει τον ύπνο… 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης






2 σχόλια:

nikol είπε...

Οι αληθινές ιστορίες σου Γαβρίλη έχουν τη δύναμη να κλέβουν τον ύπνο αλλά και σίγουρα αναρωτιέσαι για τα συμβάντα της εποχής αυτής !Μια εποχή τόσο δύσκολη που μόνο όπλο σας ήταν η νιότη και τα όνειρα !!!
Την αγάπη μου πάντα

pylaros είπε...

Καλησπέρα αγαπητή μου Νικόλ,

Ψάχνωντας στο google βρήκα το βαπόρι που είχα αναχωρήσει από την Ελλάδα Αύγουστος 1950.
Μπορεί να είναι ένα κοινό νέο εμένα όμως με συντάραξε γιατί σε αυτό μέσα έζησα πολλές πρώτες φορές που κάποια στιγμή θα πρέπει να τις ξεστομίσω!!!

Σε ευχαριστώ πολύ
πάντα με την αγάπη μου
Γαβριήλ