Το φως της ελπίδας, στο αγκάλιασμα του χρόνου
Το πρόσωπο του μου ήταν γνωστό, με τα χρόνια είχε παχύνει λιγάκι, κοντοστάθηκα μπροστά του, τον περίμενα να εκπλαγεί που με έβλεπε, με κοίταξε με μάτια κρύα απλανή, λες και είχα κατεβεί από τον Άρη.
Σταμάτησα αναποφάσιστος, τον κοίταξα καλύτερα, ίσως να έχω κάνει λάθος σκέφθηκα; Αλλά δεν γίνεται, τέτοια ομοιότητα; Τότε παρατήρησα ότι κρατούσε απ’ το χέρι τη γυναίκα. Φορούσε μια φορεσιά χρώματος κρέμα, Ίδρωνε, μετά έβγαλε το σακάκι του το πέταξε σε μια γωνιά, μπήκε στη σειρά, μπροστά μου, να τσεκάρει τις βαλίτσες του για Νέα Υόρκη.
Μπήκα κι εγώ στη ουρά με το διαβατήριο και το βαλιτσάκι μου, το τσεκάρισα για τη Νέα Υόρκη.
Η σκηνή στο αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς ώρα 5 πρωινή, ακόμη δεν είχε φέξει, λέω στο μισοσκόταδο ίσως να έκανα λάθος, αλλά πάλι με έτρωγε η περιέργεια.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο μαζί, στην Αθήνα θα αλλάζαμε αεροπλάνο. Περιμένοντας πήγα στην καφετέρια του αεροδρομίου. Πάλι μπροστά μου έπιναν καφέ, μαζί με την γυναίκα του.
Συγνώμη του λέω, είσαι ο Τάκης από τη Νέα Υόρκη;
Ναι εγώ είμαι, μου είπε και το επώνυμό του.
Με θυμάσαι όταν ερχόσουν στο Blue Diner, αυτό το μικρό εστιατόριο που έμοιαζε με βαγόνι τραίνου, σαν από αυτά που κάποτε υπήρχαν στο Far West αυτά που βλέπαμε σε ταινίες καουμπόικες του περασμένου αιώνα μάλιστα μια φορά με κινηματογράφησαν για ένα ντοκιμαντέρ, παίζοντας τον ρόλο του πατέρα, ενός νεαρού που το είχε ρίξει στα ναρκωτικά. Τους άρεσε το σκηνικό αυτό το παμπάλαιο εστιατόριο, και η επικίνδυνη φτωχογειτονιά του νότιου Μπρονξ , εσύ ερχόσουν να πάρεις παραγγελία για τρόφιμα κι εγώ ως μάγειρας σου έλεγα τι χρειάζομαι. Μετά, κουβεντιάζαμε ήσουν κι εσύ, όπως κι εγώ ναυτικός, εσύ ανθυποπλοίαρχος, εγώ καμαρότος, είχαμε τον κοινό φίλο μας τον καπετάνιος που πραγματοποίησε το όνειρό του, να χτίσει ένα εστιατόριο σε σχήμα βαποριού, να έχουν πρόσβαση οι πελάτες και από την θάλασσα, μα και ο Μιχάλης μηχανικός στα βαπόρια και σήμερα ιδιοκτήτης του εστιατορίου, όλοι μας για ένα φεγγάρι δουλεύαμε ναυτικοί στην ίδια εταιρία, έτσι βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη, δεν είχαμε την πολυτέλεια να μείνουμε χωρίς δουλειά, έτσι ο καθένας μας έκανε ότι εργασία εύρισκε; Ήταν απαραίτητο το καθημερινό μεροκάματο. Έμεινε σιωπηλός, μπορεί να μην θέλει να συνεχίσει την κουβέντα μας, σκέφτηκα ότι ζούσε στον κόσμο του.
Τι παράξενο;
Στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη τι σύμπτωση, κάθισαν ακριβώς μπροστά μου, 10 ώρες πτήσεις είναι αυτές, σηκώθηκα έκανα περίπατο στον διάδρομο, σε μια στιγμή που είχε πάει στην τουαλέτα πλησίασα την γυναίκα του, της συστήθηκα, ναι μου λέει αυτός είναι, ο Τάκης, αλλά έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, και δεν θυμάται, έγινα μέλος της παρέας, το ταξίδι μου πέρασε με παλιές αναμνήσεις για κοινούς φίλους συζητώντας με την γυναίκα του, αυτός άκουγε, δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Στη Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο μαζί βγαίναμε, εγώ μπροστά αυτοί ακολουθούσαν, όταν πέρασα τον έλεγχο αυτοί έμειναν πίσω, γύρισα το κεφάλι μου.
Ξαφνικά είδα στο στρογγυλό πρόσωπό του ένα φως, το φως της ελπίδας, έλαμπε σαν πανσέληνο, ένα χαμόγελο άνοιξε στα χείλη του, σήκωσε το χέρι του και μου έγνεψε ένα αντίο. Με είχε θυμηθεί.
Όλοι μας εμείς βγήκαμε στον αγώνα έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας μόνοι μας, σε μια πλατιά κοινωνία χωρίς σύνορα, για να κατορθώσουμε να επιζήσουμε στην παγκοσμιότητα, κάναμε οποιαδήποτε εργασία, μέχρι που να ωριμάσει το όνειρο της επιστροφής, χωρίς ποτέ να υπολογίσουμε τον χρόνο, αυτόν που ωριμάζει το σώμα και σαν το μήλο που από την ωριμότητα σαπίζει και πέφτει απ’ το δένδρο, έτσι κι εμείς απ’ την ωριμότητα του χρόνου πέφτουμε στις ρίζες μας, αγαπάμε αυτές που γεννηθήκαμε, αλλά μένουμε σε αυτές που σπείραμε στα ξένα και φούντωσαν έγιναν δένδρο με κλαριά, έβγαλαν άνθη, φρούτα και δημιούργησαν μια καινούργια γενιά, τη δική μας γενιά.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Το πρόσωπο του μου ήταν γνωστό, με τα χρόνια είχε παχύνει λιγάκι, κοντοστάθηκα μπροστά του, τον περίμενα να εκπλαγεί που με έβλεπε, με κοίταξε με μάτια κρύα απλανή, λες και είχα κατεβεί από τον Άρη.
Σταμάτησα αναποφάσιστος, τον κοίταξα καλύτερα, ίσως να έχω κάνει λάθος σκέφθηκα; Αλλά δεν γίνεται, τέτοια ομοιότητα; Τότε παρατήρησα ότι κρατούσε απ’ το χέρι τη γυναίκα. Φορούσε μια φορεσιά χρώματος κρέμα, Ίδρωνε, μετά έβγαλε το σακάκι του το πέταξε σε μια γωνιά, μπήκε στη σειρά, μπροστά μου, να τσεκάρει τις βαλίτσες του για Νέα Υόρκη.
Μπήκα κι εγώ στη ουρά με το διαβατήριο και το βαλιτσάκι μου, το τσεκάρισα για τη Νέα Υόρκη.
Η σκηνή στο αεροδρόμιο της Κεφαλονιάς ώρα 5 πρωινή, ακόμη δεν είχε φέξει, λέω στο μισοσκόταδο ίσως να έκανα λάθος, αλλά πάλι με έτρωγε η περιέργεια.
Μπήκαμε στο αεροπλάνο μαζί, στην Αθήνα θα αλλάζαμε αεροπλάνο. Περιμένοντας πήγα στην καφετέρια του αεροδρομίου. Πάλι μπροστά μου έπιναν καφέ, μαζί με την γυναίκα του.
Συγνώμη του λέω, είσαι ο Τάκης από τη Νέα Υόρκη;
Ναι εγώ είμαι, μου είπε και το επώνυμό του.
Με θυμάσαι όταν ερχόσουν στο Blue Diner, αυτό το μικρό εστιατόριο που έμοιαζε με βαγόνι τραίνου, σαν από αυτά που κάποτε υπήρχαν στο Far West αυτά που βλέπαμε σε ταινίες καουμπόικες του περασμένου αιώνα μάλιστα μια φορά με κινηματογράφησαν για ένα ντοκιμαντέρ, παίζοντας τον ρόλο του πατέρα, ενός νεαρού που το είχε ρίξει στα ναρκωτικά. Τους άρεσε το σκηνικό αυτό το παμπάλαιο εστιατόριο, και η επικίνδυνη φτωχογειτονιά του νότιου Μπρονξ , εσύ ερχόσουν να πάρεις παραγγελία για τρόφιμα κι εγώ ως μάγειρας σου έλεγα τι χρειάζομαι. Μετά, κουβεντιάζαμε ήσουν κι εσύ, όπως κι εγώ ναυτικός, εσύ ανθυποπλοίαρχος, εγώ καμαρότος, είχαμε τον κοινό φίλο μας τον καπετάνιος που πραγματοποίησε το όνειρό του, να χτίσει ένα εστιατόριο σε σχήμα βαποριού, να έχουν πρόσβαση οι πελάτες και από την θάλασσα, μα και ο Μιχάλης μηχανικός στα βαπόρια και σήμερα ιδιοκτήτης του εστιατορίου, όλοι μας για ένα φεγγάρι δουλεύαμε ναυτικοί στην ίδια εταιρία, έτσι βρεθήκαμε στη Νέα Υόρκη, δεν είχαμε την πολυτέλεια να μείνουμε χωρίς δουλειά, έτσι ο καθένας μας έκανε ότι εργασία εύρισκε; Ήταν απαραίτητο το καθημερινό μεροκάματο. Έμεινε σιωπηλός, μπορεί να μην θέλει να συνεχίσει την κουβέντα μας, σκέφτηκα ότι ζούσε στον κόσμο του.
Τι παράξενο;
Στο αεροπλάνο για Νέα Υόρκη τι σύμπτωση, κάθισαν ακριβώς μπροστά μου, 10 ώρες πτήσεις είναι αυτές, σηκώθηκα έκανα περίπατο στον διάδρομο, σε μια στιγμή που είχε πάει στην τουαλέτα πλησίασα την γυναίκα του, της συστήθηκα, ναι μου λέει αυτός είναι, ο Τάκης, αλλά έπαθε ένα μικρό εγκεφαλικό, και δεν θυμάται, έγινα μέλος της παρέας, το ταξίδι μου πέρασε με παλιές αναμνήσεις για κοινούς φίλους συζητώντας με την γυναίκα του, αυτός άκουγε, δεν έπαιρνε μέρος στη συζήτηση. Στη Νέα Υόρκη στο αεροδρόμιο μαζί βγαίναμε, εγώ μπροστά αυτοί ακολουθούσαν, όταν πέρασα τον έλεγχο αυτοί έμειναν πίσω, γύρισα το κεφάλι μου.
Ξαφνικά είδα στο στρογγυλό πρόσωπό του ένα φως, το φως της ελπίδας, έλαμπε σαν πανσέληνο, ένα χαμόγελο άνοιξε στα χείλη του, σήκωσε το χέρι του και μου έγνεψε ένα αντίο. Με είχε θυμηθεί.
Όλοι μας εμείς βγήκαμε στον αγώνα έξω απ’ τα σύνορα της Ελλάδας μόνοι μας, σε μια πλατιά κοινωνία χωρίς σύνορα, για να κατορθώσουμε να επιζήσουμε στην παγκοσμιότητα, κάναμε οποιαδήποτε εργασία, μέχρι που να ωριμάσει το όνειρο της επιστροφής, χωρίς ποτέ να υπολογίσουμε τον χρόνο, αυτόν που ωριμάζει το σώμα και σαν το μήλο που από την ωριμότητα σαπίζει και πέφτει απ’ το δένδρο, έτσι κι εμείς απ’ την ωριμότητα του χρόνου πέφτουμε στις ρίζες μας, αγαπάμε αυτές που γεννηθήκαμε, αλλά μένουμε σε αυτές που σπείραμε στα ξένα και φούντωσαν έγιναν δένδρο με κλαριά, έβγαλαν άνθη, φρούτα και δημιούργησαν μια καινούργια γενιά, τη δική μας γενιά.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
8 σχόλια:
...μνήμες... ατέλειωτες, ρίζες... αναγνωρίσεις...
βουτιές στο παρελθόν,
ταραγμένες επαληθεύσεις...
αστραπές ελπίδας!
τίποτα σίγουρο, εκτός από τα βλαστάρια μας κι ακόμη όσα επιτρέψει ο ..."Γεραμπής" να συνεχιστεί η ροή του αίματός μας...
Να τους χαίρεσαι όλους, Γαβρίλη μου,
κι αυτοί (κι εμείς) εσένα...
Υιώτα
αστοριανή
Αυτά είναι τα παιχνίδια της ζωής κ. Γαβριήλ.Και συ μπορείς νασαι χαρούμενος για το αλφάδι που την πήγες.
Ανθρώπινη η ιστορία που μας διηγήθηκες. Πάντως εμείς σας καμαρώνουμε όλους και σου ευχόμαστε νασαι γερός με την κ. Ορτενσία σου να χαίρεστε ό,τι καλό δημιουργήσατε.
Με την αγάπη μας
Μαριάνθη-Νίκος
Αγαπητή μου Υιώτα, οι μνήμες της ζωής εξακολουθούν να υπάρχουν μέχρι σήμερα, είναι ότι απέμεινε.
Ευχαριστώ για τις ευχές σου.
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Αγαπητή μας Μαριάνθη, Νίκο.
Είναι ακριβώς όπως το λες παιχνίδια της ζωής.
Μαζί ξεκινάμε χώρια τελειώνουμε.
Αχ! αυτό το αλφάδι,προσπαθώ και βρίσκω την ευθεία
όσο είναι δυνατόν, αλλά καμιά φορά μου ξεφεύγει και σε τεθλασμένες.
Ανθρώπινο είναι κι αυτό.
Ευχαριστούμε για τις ευχές σας.
Με αγάπη
Γαβριήλ,
Δεν ξέρω φίλε μου αν αυτές οι αναμνήσεις μπορούν να προσφέρουν τίποτα περισσότερο στη ζωή μας από σκέψεις. Σκέψεις που να μας οδηγούν σε έναν απολογισμό.
Βρήκαμε το δρόμο μας εδώ στην ξενητιά;
Βαδίσαμε σωστά;
Πιάσαμε το όνειρο, έστω και μηδαμηνό;
Βέβαια μας ικανοποιούν τα κλαδιά, τα βλαστάρια και οι καρποί των δέντρων που φυτέψαμε. Και η φωτογραφία σου τα λέει όλα.
Νάσαι καλά
Ντένης
Τί τρυφερή ιστορία αγαπημένε μου.
Και πόσο αληθινά δοσμένη, να αγγίζει τα φυλλοκάρδια μας. Εμείς όλα τα μετήλθαμε εδώ στην ξενητειά.Μακάρι να μας μείνει η μνήμη, η πιο θεραπευτική διαδικασία του μυαλού.
Καλώς επανήλαθτε!
Αγαπητέ μου Ντέννη, λες και βάζεις κι ερωτηματικό.
(Βρήκαμε το δρόμο μας εδώ στην ξενητιά;)
Καταλαβαίνεις κι εσύ όπως κι εγώ όπως κι όλοι μας, στην ηλικία που φθάσαμε δεν υπάρχει άλλη επιλογή να διαλέξουμε, εκτός την του αίματος, "όχι ντε δεν είμαι σφαγέας," εννοώ την οικογένεια που εμείς οι ίδιοι ιδρύσαμε, με κόπους και με στερήσεις...
Νάσαι καλά φίλε θα σε δω Σάββατο,
στον "Ηλιο" του Μάκη.
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Ιουστίνη,
Χάρηκα που ένιωσες, την ιστοριούλα αυτή κι όπως λες κι εσύ μακάρι να μας μείνει η μνήμη, είναι ότι πιο ιερό (σαγράδο) υπάρχει στον άνθρωπο όταν πλέον το σώμα άρχίζει να δείχνει την κόπωση του...
ευχαριστώ για τις ευχές σου ένιωσα σαν να μου λες Welcome back home
και είναι αλήθεια έτσι αισθάνομαι.
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου