Ο μετρητής του χρόνου.
Μετά από δεκάωρο μεροκάματο στο εστιατόριο αρχίζει ένας καινούργιος αγώνας, ο αγώνας του γυρισμού με το υπόγειο τρένο της Νέας Υόρκης. Βιάζεσαι να φθάσεις στη θαλπωρή του σπιτιού σου. Τα πόδια σου πρησμένα από την ορθοστασία πασχίζουν να σηκώσουν τα βαριά παπούτσια σου, που μοιάζουν σα φέρετρα να κολλάνε σε κάθε σκαλοπάτι, σαν αυτό να ήταν το μνήμα τους, να χωθούν να ζήσουν στην αιωνιότητα.
Τα σκαλοπάτια βρώμικα, μαύρα γεμάτα μασημένες και ποδοπατημένες τσίκλες τα κατεβαίνεις με την ψυχή στο στόμα. Στην πλατφόρμα ο κόσμος πολύς, σε συνεπαίρνουν, σε σπρώχνουν προς την πόρτα του τραίνου. Ούτε κατάλαβες πως μπήκες μέσα, τα σώματα γύρω σου συμπαγή, δεν φοβάσαι μη χάσεις την ισορροπία σου, έχεις γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι ανθρώπινης μάζας.
Χέρια σηκωμένα, κρατημένα από τις χειρολαβές. Σάρκες πλαδαρές που κρέμονται από γυμνά μπράτσα, μασχάλες που βρωμούν, κορμιά ιδρωμένα, χοντρά, αδύνατα, γέρικα, νεαρά. Πρόσωπα πολύχρωμα μαύρα, άσπρα, κίτρινα, σοκολατί, μαλλιά σαν τα χρώματα της ίριδος, σκουλαρίκια να κρέμονται από κάθε τρύπα. Αναπνοές που βρομούν, βλέμματα αγριεμένα, μούτρα αξύριστα, γένια μπερδεμένα, μουστάκια κινέζικα, σε κοιτούν, σε πατούν, σε σπρώχνουν, πατάς κι εσύ, σπρώχνεις όσο μπορείς. Το τραίνο σταμάτησε, ανοίγει η πόρτα βρίσκεσαι έξω. Δοκιμάζεις ν’ αναπνεύσεις ελεύθερα, να καταλάβεις πόση ώρα ήσουν μέσα στον κινούμενο κήπο της Εδέμ.
Φθάνεις σπίτι σου κάθεσαι στον καναπέ, βγάζεις τα παπούτσια σου, από την κούραση τα μάτια σου κλείνουν, ξυπνάς, τρίβεις τα μάτια σου, το ρολόι από το απέναντι τραπεζάκι σου χαμογελά, κάνοντας τα μπλε φωτάκια του να αναβοσβήνουν. Αισθάνεσαι αιχμάλωτος στην παγίδα του χρόνου. Το χουφτιάζεις το ποδοπατάς, καπνός βγαίνει από τα μπλε μάτια του. Άχρωμες τρύπες έμειναν στο μέρος των ματιών του. Σταμάτησες τον μετρητή του χρόνου.
Έπαψε πλέον να στον μετρά, ελεύθερος άνοιξες τα μπράτσα σου κι αγκάλιασες μιαν ουτοπία, την ελευθερία σου από το σκλάβωμα του μετρητή του χρόνου, βάλθηκες να την χαρείς έστω για απόψε, χωρίς να σκέφτεσαι ότι αύριο θα έπεφτες στην αγκαλιά του για να μπορείς να ζεις να υπάρχεις.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
7 σχόλια:
... και δεν μου λες, ποιος σε ξύπνησε το πρωϊ?
Τότε, δεν είχες την ...Ορτασία!
άσε το που θάπρεπε ν'αγοράσεις άλλο...
Δροσερούς χαιρετισμούς,
Υιώτα
αστοριανή...
Πόσα μου φερε στο νου αυτή η καταγραφή!!!
Κάπως παρόμοιες καταστάσεις αντιμετώπισα ως φοιτήτρια κυρίως.Σαρδέλες παστές σε κονσερβοκούτια μοιάζαμε όσοι δε διαθέταμε αυτοκίνητο ιδιωτικό κατά τη μεταφορά μας στο πανεπιστήμιο και το αντίτιμο κανονικό και με το νόμο. Αυτό δεν μπορούσα να το χωνέχω. κοινωνική αναλγησία!!Να απαιτούν κανονικό εισιτήριο και να σε μεταφέρουν σε απαράδεκτες και επικίνδυνες εν τέλη συνθήκες...
Ευτυχώς που περνούν και φεύγουν τέτοιες καταστάσεις και μένουν πια μακρινές αναμνήσεις.
Ίσως να μας έκανα και καλό κατά ένα μέρος για να μπορούμα τουλάχιστον να συγκρίνουμε και να διαμορφώνουμε πληρέστερη άποψη περί ζωής και καταστάσεων αλλά και να εκτιμούμε το καλύτερο.
πολλούς χαιρετισμούς κ. Γαβριήλ.
Διορθώνω τη βιασύνη μου:"χωνέψω, έκαναν, μπορούμε"
και ζητώ συγγνώμη.
Έζησα πάρα πολλές παρόμοιες στιγμές φίλε Γαβρίλη τότε που είμαστε στο Ουάσιγκτων Χάϊτς.
Μάλιστα τότε ήταν που θυνώμουν το ανέκδοτο, που μιά μικρή σαρδέλλα βλέποντας ένα υποβρύχιο ρωτάει τη μαμά της.
-Καλέ μαμάτι είναι αυτό;
Κι η μαμά-σαρδέλλα της λέει.
-Κονσέρβα με ανθρώπους.
Κονσέρβα με ανθρώπους ήταν τα τραίνα που μας μετέφεραν τότε φίλε μου.Έτσι τρέχαμε τότε γιά το μεροκάματο.
Νάσαι καλά να μας τα θυμίζεις.
Ντένης
Αγαπητή Υιώτα,
Το καιρό εκείνο, έτσι αρχίζει ο παπάς τα ευαγγέλια κι ακολούθος εξιστορεί...
Το καιρό εκείνο αυτά τα κτίρια που βλέπεις στη φωτογραφία νόμιζα ότι μου πλάκωναν το στήθος, έπρεπε κάπου να ξεσπάσει η ψυχή μου, και ξέσπαγα σε ότι μου μετρούσε τον χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι η δουλειά ήταν απάνθρωπη, βαριά πολλές οι ώρες, σε έκανε ράκος, εγώ δεν άντεχα, ίσως επειδή ήμουν ισχνός, λεπτοκαμομένος αλλά έπρεπε να βγει το μεροδούλι...
το καλό είναι ότι πάει περασε.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Ε! αυτά τα περασμένα αφήνουν μια πείρα στη ζωή, αλλά στις ώρες αχμής η κατάσταση εδώ στα τραίνα είναι η ίδια.
Ευτυχώς που ζούμε σε περιοχή μετακίνησης με το αυτοκίνητο.
κατα τα άλλα όλα καλά,
Ευχαριστώ, χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Φιλε Ντέννη, πάνε πολλά χρόνια από τότε που είμαστε μαζί θα είναι κάπου 35 χρόνια.
Τι να πω ευτυχώς που γεράσαμε, ε! όχι, μάλλον ευτυχώς που φύγαμε απ' το Μανχάταν.
Τώρα μόνο τα θυμόμαστε και τα θεωρούμε απίστευτα, αλλά ήταν αληθινά.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου