Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Τα πρώτα βήματα...

Η σκεπή του σπιτιού που γεννήθηκα...
Τα πρώτα βήματα…

Το πάτωμα του σχολείου ήταν φτιαγμένο από κυπαρισσένιες σανίδες με ρόζους, έμοιαζαν με παπαρούνες απλωμένες σε βρώμικο κάμπο από τα παιδικά πατήματα, που όμως άνθιζαν λουλούδια. Η έδρα του δασκάλου ήτανε στην αίθουσα που είχε παράθυρο προς τον Μαΐστρο, εκεί πάνω σ’ ένα βάθρο ένα παλιό τραπέζι επάνω το μελανοδοχείο με μελάνι φτιαγμένο από φύλλα παπαρούνας με τη βοήθεια του ήλιου, η πένα και το πενάκι για αλλαγή.
Ο μαυροπίνακας στο βάθος στεκόταν ακουμπισμένος σε έναν τρίποδα, το σφουγγάρι από παλιά κουρέλια αλευρωμένο από τη σκόνη της κιμωλίας. Πιο εκεί κάτι σα μισοφέγγαρο, το στυπόχαρτο. Η πλάκα με το κοντύλι σε μια σάκα πάνινη κρεμόταν στην πλάτη μου.

Οι πρώτες εικόνες…

Απ το ύψωμα του χωριού βλέπαμε τους ανεμόμυλους να γυρίζουν χαρούμενοι τα πάνινα φτερά τους πάντοτε ενάντια στην κατεύθυνση του αέρα. Οι χωριανοί θέριζαν τα χρυσά στάχυα, τα έδεναν σε θημωνιές, τ’ αλώνιζαν με άλογα στο πέτρινο αλώνι και με δικράνια έβγαζαν τ’ άχερα στη πνοή του δροσερού Μαΐστρου, έτσι μετέφεραν το σιτάρι στους ανεμόμυλους για να γίνει αλεύρι.
Θυμήθηκα και το τραγουδάκι που λέγαμε.
«Κάτω στην άκρη του χωριού που ο μύλος μας γοργά γυρνά, εκεί είναι και το φτωχικό το σπίτι μου το πατρικό. Εκεί πρωτάνοιξα το φως τα μάτια μου και τη χαρά και είμαι σαν ένας αδελφός με τ’ άλλα του χωριού παιδιά»…

Το τέλος:

Μετά ήρθε ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός, το χάος, το τέλος της παιδικής ηλικίας.

Το ζητούμενο:

Σήμερα δεν ζητώ τίποτα απ’ τη ζωή, μόνο λίγη νοσταλγική παιδική αθωότητα με τον ίδιο ήλιο, αυτή που μου έκλεψαν, όχι δεν είμαι εκδικητής, αλλά το ποδοπάτημα μιας παιδικής αθωότητας, αυτής που μόνο μια φορά υπάρχει, αυτής που χάθηκε, αυτής, που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, είναι ένα ψυχικό βάρος που ζει εν όσο ζεις.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης

10 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

...όλα παρόμια...
το τραγουδάκι τελείως άγνωστο σε μας...
και... δεν μου λες, βέργα δεν είχατε;
εμάς, ναι, και μάλιστα από ελιά για να τσούζει περισσότερο...
(δεν θυμάμαι να τις είχα "φάει" ... βασικά, ημουν πολύ υπάκουη, άσε που η δασκάλα ήταν φίλη με την μητέρα μου...
"θενκ γου"! για τις όμορφες μνήμες.
Υιώτα
αστοριανή,
ΝΥ

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Υιώτα,
Αχ! αυτές οι μνήμες, αλλά δεν είναι μόνο αυτές, είναι και τα καινούργια, αν πρόσεξες στη φωτογραφία πάνω στην κορυφή του βουνού 4 ανεμογεννήτριες παράγουν ηλεκτρισμό, κι όχι μόνο αυτές αλλά πάρα πολές ακόμη που δεν φαίνοντε, άλλαξε το τοπίο, εκσυγχρονίστηκε, σε ένα φρικτό θέαμα, το μόνο που παραμένει το ίδιο είναι το μυαλό μου το οποίο επιμένει να επαναφέρει μνήμες και σημειώσεις του καιρού εκείνου...

ευχαριστώ

Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

Η ζωή προχωρεί παράξενη κι ωραία, φίλε μου. Τα χρόνια σαν τα φύλλα του ημερολογίου σκορπάνε δίχως σταματημό. Ο πόλεμος, η φυγή, ο ξεριζωμός αλλά και η χαμένη μας παιδικότητα –και η αθωότητα- αυτή που αφήσαμε σ’ εκείνα τα σχολεία θα βασανίζουν γλυκά το ξέφωτο της μνήμης μας. Θα μας φέρνουν εικόνες όχι μόνο σαν τη στέγη του δικού σου σχολείου αλλά το βλέμμα μας θα στέκεται και σε πολλές άλλες ξεθωριασμένες εικόνες (δικές μας) στον καθρέφτη των αναμνήσεων αφήνοντάς μας αυτή τη γλυκόπικρη γεύση (και το ψυχικό βάρος) που θα τα κουβαλάμε σκόρπιοι εδώ κι εκεί όπως βρισκόμαστε τώρα.

Ανώνυμος είπε...

Γαβρίλη, γεια σου,
Οπως κι αν πέρασε ο καθένας μας τα παιδικά του χρόνια, αυτές τις αναμνήσεις θα τις κουβαλά μαζί του σαν τις πιο τρυφερές, ευαίσθητες και αλησμόνητες στιγμές της ζωής του.
Το ευχάριστο ή όχι της παιδικής ανάμνησης είναι ότι ό,τι ζήσσαμε, το ζήσαμε με τον τρόπο που ήταν δυνατό τότε να το ζήσουμε και όχι όπως σκεφτόμαστε σήμερα ότι θα θέλαμε ή θα έπρεπε να το είχαμε ζήσει.
Νάσαι καλά,
Νίκος

Μαριάνθη είπε...

«Το χωριό μου στ' Αγραφα/
ήταν απ' τα πιο όμορφα./
Είχε δέντρα και νερά/
προβατάκια ήμερα.//
Το χωριό μου στ' Αγραφα
το 'βλεπα κι αψήλωνα.
Είχε στέγες χαμηλές
και πλακόστρωτες αυλές.
Το χωριό μου στ' Αγραφα
ρήμαξε• πια δε βαστώ.
Δώσ' μου χέρι να πιαστώ
μες στην πόλη θα χαθώ.
Το χωριό μου στ' Αγραφα
το 'ζωσεν η ερημιά.
Μήτε γέρος μήτε γριά
δεν απόμειν' εκεί πια.»
Αυτοί οι στίχοι του ποιητή μουρθαν στο νου σα διάβασα τις σκέψεις σου κ. Γαβριήλ.
Είναι καλό να χει να θυμάται κάθε άνθρωπος βιώματα, εικόνες, ήχους κι αρώματα του τόπου του. Κρίμα σε όσους διαγράφουν τη ρίζα τους και την καταγωγή τους
Οπου και να ζει κανείς μπορεί να κουβαλά όσα αγαπά στην καρδιά του και να ρέουν στις φλέβες του. Έτσι δεν τα αποχωρίζεται ποτέ.
Χαιρετισμούς!!

Dennis Kontarinis είπε...

Φίλε μου. Απ΄όσα λες και γράφεις κρατώ μόνο την τελευταία παράγραφο. Αυτήν που σαν ένα ηχυρό χαστούκι πέφτει πάνω στα πρόστυχα μάγουλα αυτών που μας έκλεψαν τα παιδικά μας χρόνια. Αυτών που ποδοπάτησαν την αθωότητά μας. Αυτών άρπαξαν τις ελπίδες μας. Αυτών που μας έκλεισαν τους δρόμους της ζωής.
Γιά άλλη μιά φορά είσαι υπέροχος.
Ντένης

pylaros είπε...

Φίλε Στράτο, πολύ καλά κατάλαβες, (σκόρπιοι εδώ κι εκεί θα κουβαλάμε αυτό το ψυχικό βάρος.)

Καμιά φορά βλέπωντας τους σημερινούς νέους,τις κατακτήσεις τους, τα όνειρά τους, καταλαβαίνω νιώθω ότι υπάρχει ένα κενό στη δική μου ζωή, ένα κενό φυσικής ανθρωπιάς, ένα κενό σα να μην έχω ζήσει τα χρόνια εκείνα.
Αυτά βλέπω με πιάνει το γενάτι και λέω γιατί; μα γιατί;

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητέ μου Νίκο,
πολύ φιλοσοφημένη η κουβέντα σου.
Τα χρόνια εκείνα τα ζήσαμε όπως μας ήταν δυνατόν το καιρό εκείνο.


Τώρα τι θέλω και τα ανακατώνω, μα μάλλον με πιάνει μια λύπη για το τι δεν πρόλαβα να ζήσω ως παιδί φυσικά...

ευχαριστώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Στο νυχτερινό γυμνάσιο στην Αθήνα είχα ένα συμμαθητή φίλο μου από τ' Άγραφα,
Βασίλη Κατσούφη, γνώρισα και τον πατέρα του ο οποίος με συμβούλευε λόγια φιλοσοφημένα γεμάτα πείρα.

Η ρίζα του τόπου μας δεν διαγράφεται ποτέ, μάλιστα είναι σα βάλσαμο που δίνει θάρρος για να συνεχίζεις να υπάρχεις.

Ευχαριστώ
Χαιρετισμούς

Γαβριήλ

pylaros είπε...

(Γιά άλλη μιά φορά είσαι υπέροχος.
Ντένης)

Ντένη τι άλλο να σου πω εκτός από χίλια ευχαριστώ
που κατανόησες αυτη την τελευταία παράγραφο όπως και όλο το κείμενο..
Νάσαι καλά
Γαβριήλ