Η Σάσα σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι, θα πήγαινε στο ληξιαρχείο να δηλώσει τη γέννηση του παιδιού της. Σκέφθηκε ποιος να ήταν ο πατέρας του, μήπως ο Έλληνας ναυτικός, μήπως ο χωροφύλακας, ή μήπως ο Τομάς αυτός που δούλευε σε Βενζινάδικο. Σκέφτηκε ποιανού να το φορτώσει. Τελικά ο ναυτικός είχε φύγει, ο Χωροφύλακας την απείλησε ότι δεν ήταν δικό του και ο Τομάς της είπε ότι το αμφέβαλε και ότι ήταν πολύ φτωχός για να την βοηθήσει, έτσι ας έκανε ότι ήθελε.
Πήγε λοιπόν στο ληξιαρχείο και το δήλωσε με ένα όνομα και ένα επώνυμο, το δικό της, σημείο ότι το ένα επώνυμο σύμφωνα με τις συνήθειες εννοεί ότι ήταν άγνωστου πατέρα.
Το ονόμασε Χούλιο, επώνυμο Εστράδα.
Πήγε λοιπόν στο ληξιαρχείο και το δήλωσε με ένα όνομα και ένα επώνυμο, το δικό της, σημείο ότι το ένα επώνυμο σύμφωνα με τις συνήθειες εννοεί ότι ήταν άγνωστου πατέρα.
Το ονόμασε Χούλιο, επώνυμο Εστράδα.
Είχε σουρουπώσει τα πιτσιρίκια της γειτονιάς παίζανε στη λασπωμένη γη, τα κουνούπια και τα άλλα φτερωτά ζωύφια χόρευαν γύρω από το φως της φθοριούχας λάμπας της κολώνας του δρόμου. Οι βάτραχοι χοροπηδούσαν κι έσκουζαν στο παρακείμενο χαντάκι, από μακριά ακουγόταν ο απόηχος μουσικής από διάφορα νυκτερινά κέντρα όπου γλεντούσαν ναυτικοί, με κορίτσια αυτά που πουλούσαν ότι ήθελαν οι ναυτικοί εκτός από αγάπη. Οι αστυνομικοί περιπολούσαν προσπαθώντας να ανακαλύψουν τίποτα λαθραία που θα κουβαλούσαν μαζί τους οι ναυτικοί, συνήθως δώρα αρώματα κλπ…
Η σειρήνα αλλαγής βάρδιας εργατών λιμανιού ηχούσε όλο το εικοσιτετράωρο. Οι ατμομηχανές σφύριζαν για αλλαγή βαγονιών φορτίου με μπανάνες ή καφέ ή ζάχαρη. Ξαπλωμένος στην αιώρα μου κατά μήκος της βεράντας του σπιτιού μου αναπολούσα τη ζωή των βαποριών έλα όμως που με είχε νικήσει η του ταξιτζή η οποία ήταν αλληλένδετη με τη γυναίκα.
Η Σάσα φάνηκε να έρχεται, προς το μέρος μου, είχε δει ένα όνειρο και ήταν αλαφιασμένη, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν ήταν όνειρο, χθες το βράδυ άκουσε θόρυβο περνούσε απ’ έξω η άμαξα αυτή με τα μαύρα άλογα, μου φάνηκε σα να ήταν το κάρο του θανάτου που μαζεύει τις ψυχές, είπε. Κακό όνειρο της είπε η Εύα αυτή που περίμενε μισο-κρυμμένη στη γωνία στο μισοσκόταδο τον φίλο της. Ο άνδρας της ήταν ράφτης και δούλευε μέχρι αργά το βράδυ.
Την άλλη μέρα ήρθε η είδηση, σκότωσαν τον Χούλιο, πισώπλατα. Η Σάσα άρχισε τις φωνές μαζεύτηκαν γείτονες, ρωτούσαν το γιατί, που; πότε; Που ήταν το πτώμα; Στο ποτάμι της είπαν, πέρα από τη γέφυρα, ανήκε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση το λευκό χέρι, αυτή που τρομοκρατούσε τους αγρότες. Έφυγε για εκεί. Πέρασαν οι μέρες.
Την άλλη μέρα ήρθε η είδηση, σκότωσαν τον Χούλιο, πισώπλατα. Η Σάσα άρχισε τις φωνές μαζεύτηκαν γείτονες, ρωτούσαν το γιατί, που; πότε; Που ήταν το πτώμα; Στο ποτάμι της είπαν, πέρα από τη γέφυρα, ανήκε σε μια παραστρατιωτική οργάνωση το λευκό χέρι, αυτή που τρομοκρατούσε τους αγρότες. Έφυγε για εκεί. Πέρασαν οι μέρες.
Ο τουρίστας φορούσε ένα εξωτικό πουκάμισο με κάτι πράσινες κιθάρες, ήταν αμερικανός απ’ το Μαϊάμι, ζητούσε ταξί, μου λέει θέλω το ταξί σου για όλη την ημέρα, θα σε πληρώνω με την ώρα, θα με πηγαίνεις να δω όλα τα αξιοθέατα της πόλης του λιμανιού. Κάναμε συμφωνία, μαζί του μάλιστα είχε και μια κρεμάστρα, κουβαλούσε ένα πουκάμισο μισο-βρεμένο και το κρέμαγε στην κρεμάστρα πάνω απ την πόρτα του πισινού καθίσματος. Με την τροπική ζέστη στέγνωνε γρήγορα.
Απομεσήμερο θυμήθηκα πως με είχαν καλέσει στο σπίτι του σκοτωμένου για τη ‘νοβένα’ εννιάμερο να προσευχηθούμε για την ψυχή του. Είχαν ανάψει κεριά, γυναίκες και άνδρες μαζεύτηκαν για να δώσουν τα συλλυπητήρια τους, μερικές γυναίκες άρχισαν να ψάλλουν το Άβε Μαρία, μητέρα του Θεού… κρατώντας ροσάριο κομποσκοίνια η Σάσα και λοιποί συγγενείς έκλαιγαν, άλλες γυναίκες έφτιαχναν καφέ μαύρο, είχαν φέρει και ποτό. Τα κέρινα καντήλια αναμμένα σε κάθε γωνιά η καπνιά τους γέμιζε το δωμάτιο, ανακατευόταν με τη ζέστη κι έτρεχε σαν ιδρώτας και σε μούσκευε, μερικοί είχαν φέρει και λουλούδια. Κατά το απογευματάκι είπα στον τουρίστα πελάτη μου, πρέπει να φύγω, έχω μια υποχρέωση αλλά θα σε πάω σε άλλον φίλο ταξιτζή του εξήγησα το λόγο. Καταλαβαίνω, μου λέει έβγαλε από την τσέπη του και μου έδωσε μια εικόνα του χριστού με τίτλο: Δεν ήταν κανένας σπουδαίος, ήταν όμως Θεός.
Έχε πίστη, μου είπε κι έφυγε.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Έχε πίστη, μου είπε κι έφυγε.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
11 σχόλια:
Τη συμβουλή του τουρίστα την κράτησες;...
Και... μήπως θυμάσαι αν σου πλήρωσε το ναύλο, φεύγοντας;
Μήπως το έχω διαβάσει κάπου... κάτι μου θυμίζει η όμορφη ιστορία σου, φίλε μου
Πω,πω! θυμητικό που έχεις,
Η ιστοριούλα με τον Τουρίστα μια και είναι αληθινή είχα χρησιμοποιήσει μερικές γραμμές της σε ένα μου βιβλίο, σε ένα παρόποιο ξενύχτι [Velorio)...
Saludos
Gabriel
Μια ανάρτηση γεμάτη από εικόνες κ. Γαβριήλ!Σε συνδιασμό με το τραγούδι ταξίδεψα πάλι πέρα από την Ελλάδα, έδωσες το κλίμα και δημιούργησες ατμόσφαιρα.
Να σαι καλά.
Αγαπητή μου Μαριάνθη,
Ένα ενσταντανέ της ζωής μακριά από τα Ελληνικά έθιμα, αλλά είναι αυτά που φέρνει ως δώρο η ναυτική ζωή, εικόνες που δεν σβύνουν ποτέ.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Αυτλό που με αρέσει στις αναρτήσεις σου φίλε Γαβρίλη είναι ότι αφήνεις τον αναγνώστη σου να βρει τα νοήματα μέσα από τις εικόνες των εξωτικών χωρών που έχεις ζήσει αλλά και να γνωρίσει τον πολιτισμό τους.
Πολύ ωραίο.
Νάσαι καλά
Ντένης
Γεια σου φίλε Ντένη,
χαίρουμε που σου άρεσαν οι εικόνες, αν και όπως ξέρεις δεν είμαι ζωγράφος
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
... ναι, άργησα, μα θα τα πούμε!!!
Υιώτα
Είσαι υπέροχος, τί να πώ τώρα; Με συνεπήρε αυτή αφήγηση, τόσο λιτή και τόσο πλαίρια σε εικόνες.
Είσαι ο Μαρκές μου, μακάρι να μου αποθέσεις κάποτε ανέκδοτες ναυτικές ιστορίες σου, να τις επιμεληθώ κια να τις εκδώσω στην Ελλάδα.
Πεθαίνω γι αυτές!
Αγαπητή μου Υιώτα,
Ποτεέ δεν είναι αργά,
ευχαριστώ, πάντοτε καλώς ήλθες
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Ιουστίνη,
Χάρηκα, πολύ, που σου αρέσουν τα αφηγήματά μου, ξέρεις με κάνεις κι αισθάνουμεαι κάτι τι αλόκοτο το εξωπραγματικό κι αυτό μου φέρνει ευτυχία σκέψης, ότι πράγματι τα γραπτά μου αρέσουν ή ας το πούμε είναι original ενδιαφέροντα, διαφορετικά,
Χίλια ευχαριστώ, την πρότασή σου θα την έχω υπ' όψην μου, θα σε ειδοποιήσω
χαιρετισμούς
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου