Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2010

Η Κλήση,

Η ζέστη όπως κάθε μέρα αφόρητη αποπνικτική, το μπακάλικο της Έμμα, ένα μικρούτσικο ήταν απέναντι από το σπίτι, γύρισα κουρασμένος από το οδήγημα, το πουκάμισό μου ξεσχιζόταν σάπιζε απ’ τον ιδρώτα πίσω στην πλάτη, είναι εκεί όπου ακούμπαγα στο κάθισμα του αυτοκινήτου οδηγώντας ταξί.

Μπήκα στο σπίτι, τα παιδάκια έτρεξαν να με αγκαλιάσουν, φωνάζοντας με χαρά.
Κάθισα σε μια καρέκλα, φώναξε την κόρη μου θα ήταν 5-6 χρονών. Να, πήγαινε απέναντι στην κυρία Έμμα να σου δώσει μια κρύα μπύρα, μέσα μου καίω απ’ την ζέστη.
Έβαλα το κεφάλι κάτω κι έκλεισα τα μάτια, όταν τ’ άνοιξε είδα το παιδάκι να περνά τον δρόμο κρατώντας το μπουκάλι μπύρα. Μια φωτογραφία όπου αποτυπώθηκε στο μυαλό μου. Σε μια στιγμή το μυαλό μου θόλωσε, δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ τα μάτια μου, σα να ντράπηκα, τα έκρυψα, όχι δεν είναι δυνατόν πως ξέπεσα έτσι, που είναι τα όνειρα μου; έγιναν σκουπίδια, που είναι ο παλιός μου εαυτός;

Από απέναντι φάνηκε ένας χωροφύλακας με ποδήλατο, σταμάτησε στο μπακάλικο της Έμμας έβγαλε ένα χαρτί όπου επάνω είχε το όνομά μου και ρώτησε την Έμμα αν ξέρει που είναι το σπίτι μου.
Όχι δεν ξέρω,
του είπε, μετά με ειδοποίησε.

Εν τέλει ο χωροφύλακας με βρήκε ήταν για να παρουσιαστώ στο δικαστήριο για διερμηνέας.
Μια γειτόνισσα ήρθε και με βρήκε ήθελε ταξί την επόμενη μέρα το πρωί, να την πάει στο βαπόρι για το Μπελίζε.
Γυρίζοντας σπίτι είδα απ έξω σταματημένο ένα ημιφορτηγό, κι έναν έλληνα γνωστό απ’ το βαπόρι να προσπαθεί να συνεννοηθεί με την γυναίκα μου.
Τι τρέχει του λέω, σου φέρνω ένα φόρτωμα παντελόνια Lee, ξέρεις μου τα είχε παραγγείλει ο Κινέζος, όταν του τα πήγα μου λέει τώρα δεν τα θέλω είναι ακριβά. Δεν μπορώ να τα πάω πίσω στο βαπόρι καθότι είναι λαθραία, οπότε θέλω να τ’ αφήσω στο σπίτι σου και θα δούμε.
Αποκλείεται του λέω πάρε τα και φύγε, ο κινέζος θα έχει ειδοποιήσει την αστυνομία.

Μια μαύρη πεταλούδα σταμάτησε μπροστά στην πόρτα, μετά έφυγε. Κάτι κακό θ’ ακούσεις, είπε μια πιτσιρίκα η Μάρτα, που είχε έρθει για να πάρει νερό, αυτή που βιαζόταν να μεγαλώσει να βγει στην πιάτσα, της άρεσαν οι ναυτικοί. Τα μαντάτα έφτασαν ξημερώματα, το άλλο μου ταξί τρακάρισε στην κολώνα της γέφυρας, εκεί που στένευε ο δρόμος, κόπηκε στη μέση, ο οδηγός είναι φυλακή και τρεις έλληνες ναυτικοί στο νοσοκομείο.
Είπα να ηρεμήσω μπόρα είναι θα περάσει, όταν πηγαίνοντας στο λιμάνι από δεξιά ήταν σταματημένες πολλές νταλίκες, περίμεναν το φέριμποτ για Μαϊάμι, ήταν βραδάκι, μαζί μου ήταν κι ένας φίλος ο Ιβάν. Ξάφνου ακούστηκαν φωνές, σε μια στιγμή βλέπω ένα παιδάκι μπροστά απ’ το αυτοκίνητο, άπλωσε τα χέρια του, το χτύπησα έπεσε χάμω. Τα γόνατά μου λύγισαν απ’ τον τρόμο, βγήκα έξω το παιδάκι είχε πέσει ανάμεσα στις ρόδες, σηκώθηκε ξεσκονίστηκε κι έφυγε μαζί με την παρέα. Κόσμος μαζεύτηκε λέγανε, τα παιδιά φταίνε παίζανε κρυφτό στη μέση του δρόμου, ανάμεσα στις νταλίκες.
Ο Ιβάν φοβήθηκε το αυτόφωρο την αστυνομία κι εξαφανίστηκε, τότε πήρα την απόφαση έβαλα μπρος κι έφυγα. Πήγα σπίτι έβαλα το αυτοκίνητο στην αυλή, την άλλη μέρα δεν βγήκα για δουλειά.

Όταν εν τέλει αποφάσισα να βγω η αστυνομία είχε τον αριθμό των πινακίδων και με έψαχνε. Με σταμάτησαν μου έδωσαν κλήση για υπερβολική ταχύτητα, κάποιος είπε ότι έτρεχα πολύ.
Πλήρωσα την κλήση και τελείωσε.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



11 σχόλια:

Μαριάνθη είπε...

Μα αυτό δεν είανι θύμησες κ. Γαβριήλ! Χείμαρρος ζωής και γεγονότων είανι που καμιά φορά φέρνουν ρίγος. Καλή Αποκριά σε σένα και την οικογένειά σου.

Μαριάνθη είπε...

Είδες αυτό το"Ἑίναι" τι τερτίπια μου κάνει;

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Μαριάνθη.
Και όμως οι εικόνες αυτές, ή ας πούμε τα συμβάντα είναι από τη ζύμη, αυτή που έπλασε τη ζωή μου-μας.

Ευχαριστώ και σας ευχόμαστε κι εσάς όλοι μαζί καλές αποκριές.

Με αγάπη
Γαβριήλ

Dennis Kontarinis είπε...

Δίκιο φίλε Γαβρίλη
Αυτή η ζύμη είναι που έφτιαξε τη ζωή μας. Αυτές οι μικρές ιστορίες που όταν αποφασίσουμε να τις ενώσουμε έχουν έναν τίτλο ΖΩΗ.
Νάσαι καλά που με τις πανέμορφες και απλές ιστορίες σου μας ξυπνάς τόσα πολλα.
Ντένης

Αστοριανή είπε...

Γαβρίλη μου, πάλι στα πεταχτά, μας ταξίδευσες...
και κάτι άλλο, το κείμενό σου στην στήλη των αναγνωστών του Εθνικού Κήρυκα, λογικό και καλογραμμένο.
Να είσαι πάντα καλά, να μας ξυπνάς λίγο...
Χαιρετισμούς,
Υιώτα

pylaros είπε...

Φίλε Ντένη,
Πολύ μου άρεσε η απάντησή σου τόσο [ολύ ώστε το επόμενο βιβλίο μου θα έχει μέσα στον τιτλο τη λέξη ΖΩΗ

Πράγματι θεωρώ ότι στη ζωή μας μέσα βρίσκουμε τη ζύμη έτσι μας πλάθει,
Ευχαριστώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Υιώτα,
Είσαι η πρώτη μα και η μόνη που παρατήρησες την επιστολή μου στην εφημερίδα, πήγα να ξυπνήσω τα νωχελικά χνώτα των αναγνωστών, τουλάχιστο όσων διαβάζουν τον Ε.Κ. έτσι για να μην παρεξηγηθώ.

Αλλά κανείς δεν την παρατήρησε...
Έτσι πάει πέρασε στα αζήτητα,
Εσένα σ' ευχαριστώ γι'αυτό σου το σχόλιο.

με εκτίμηση

Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

πλήρωσα την κλίση και τελείωσε…
έτσι απλά, όπως όλα τελειώνουν σε ‘κείνους τους τόπους…

Tranquilo, hermano, no te preocupes, no hay problema, asi de simple…

stavros είπε...

Αγαπητέ μου Γαβριήλ

Κρατώ αυτό:
«Μπήκα στο σπίτι, τα παιδάκια έτρεξαν να με αγκαλιάσουν, φωνάζοντας με χαρά.»

Μυϊκά σίγουρα υπερτερούμε από τα παιδιά μας!
Να τα σηκώσουμε ψηλά και να μας αγκαλιάσουν!
Αλήθεια θυμάσαι όταν τα είχες μικρά και τα έβλεπες ,με πόση δύναμη σε σήκωναν ως τα ουράνια και εκεί που ήσουν έτοιμος να πέσεις, σου εδιναν τέτοια δύναμη και γινόσουν πάλι γίγαντας!
Ο γίγαντας τους!

Τώρα για την κλήση!
Νέοι ας είμαστε και ας πληρώνουμε κλήσεις!

Σταύρος Θεσσαλονίκη

pylaros είπε...

Asi terminan las cosas en el reyno de Codinamarca dice un dicho.

Φίλε Strato ευχαριστώ για την επίσκεψή σου en mi ventana de recuerdos de Ayer!!!

saludos
Gabriel

pylaros είπε...

Αγαπητέ μου Σταύρο,
Είχα στο σπίτι μια αυλή, εκεί παρκάριζα το αυτοκίνητό μου, με το άκουσμά του τα παιδάκια έτρεχαν δεν με άφηναν ούτε να βγώ απ το αμάξι χαρούμενα με αγκάλιαζαν,

Μια σκηνη ανθρώπινη γεμάτη ζεστασιά, αγάπη, θαλπωρή.

Σήμερα υπάρχουν οι αναμνήσεις, όλα τα υπόλοιπα έφυγαν, ταξίδεψαν σε άλλες διαστάσεις, έμεινε όμως η γεύση της τότε ανθρωπιάς να ζωογονεί με το οξυγόνο της την σημερινή υλιστική κοινωνία.

Ευχαριστώ
Γαβριήλ