-Έλα ήλιε μου
πούσε σπουδαγμένος να μου διαβάσεις τι μου λέει τούτο εδώ το γράμμα.
-Είναι από το
Λος Άντζελες της Αμερικής, λέει άμα
βρεθεί γαμβρός να παντρευτείς αυτός σου
έχει στην άκρη την προίκα σου να σου την
στείλει:-Πόσα λέει γιε μου;
-Εδώ λέει 500,00 κανονικά σύμφωνα με την αριθμητική διαβάζοντας τα μηδενικά από δεξιά προς τ’ αριστερά, πρέπει να λέει πενήντα χιλιάδες. Αλλά με προβληματίζει κι αυτό το κόμμα.
-Πω, πω λεφτά!!
Με φίλεψε ένα κομμάτι ξερή μπομπότα τηγανισμένη σε ελαιόλαδο που έμοιαζε με παντεσπάνι, ζήτησα να πιω νερό «το θεώρησε τιμή της» άνοιξε τα αρμάρι και μούφερε ένα ποτήρι γυάλινο τόσο φτενό, «αυτό που φύλαγε για επισκέπτες ή σπουδαία πρόσωπα», όπου καθώς το δάγκωσα έσπασε, φοβήθηκα, έφτυσα και την μπομπότα.
-Μην το μολογήσεις σε κανέναν για το γράμμα, μούπε.
Την καληνύχτισα
κι έφυγα.
Τα αποσπάσματα
κυνηγούσαν ανθρώπους στο χωριό, λες και ήταν λύκοι.
Η τύχη τάφερε
να συναντηθούμε στο Λος Άντζελες, εγώ θαλασσοβρεγμένος, παιδί αμούστακο, αυτός φερμένος στην Αμερική
προπολεμικά. Ήταν μια Κυριακή 12 Μαρτίου
το 1951, έφθασα στο λιμάνι αυτό προερχόμενος από Βέλγιο με βαπόρι φορτωμένοι
παλιοσίδερα. Συναντηθήκαμε σπίτι του
αφού πήρα ταξί κατά τις 7 το βράδυ
καθίσαμε να φάμε αρνί γκιουβέτσι μούπε ότι τόφτιαξε προς τιμή μου, για να με
καλωσορίσει. Έκατσα μαζί του μέχρι τέλος
του μήνα με πήγε στην Αγιά Σοφιά, στα διάφορα στούντιο του Χόλυγουντ όπου είδα
στα πεζοδρόμια ή αυλές των στούντιο ονόματα αστέρων εντοιχισμένα ανάγλυφα. Ήταν ο άνθρωπος που είχε στείλει το γράμμα.
Έτσι μια πρωταπριλιά πήρα το τραίνο από Λος
Άντζελες για Νέα Υόρκη, ήταν Κυριακή.
Μιαν ημέρα
σαν και τούτη πάνε πολλά, πολλά χρόνια πίσω 4η Απριλίου ταξίδευα σ’ ένα
τραίνο για 72 ώρες. Είχα ένα ρολόι του χεριού το είχα αγοράσει απ το Ρίο Της
Βραζιλίας και ήμουν τόσο ανήσυχος και νευρικός αν και αμούστακο παιδάκι που
κάθε λίγο και λιγάκι το κούρδιζα μέχρι που το έσπασα. Η διπλανή μου μια
κοντούλα γυναίκα μου τόλεγε μην το κουρδίζεις τόσο θα το σπάσεις. Όχι δεν ήξερα
την γλώσσα εκτός από μερικές ολίγες
λέξεις, όμως ήμουν τόσο αποχαυνωμένος από αυτά που συμβαίνανε γύρω μου ώστε δεν είχα ησυχία, κοίταξα την
μηχανή τα βαγόνια του τραίνου έγραφε Santa Fe, El Capitán κι εγώ επιβάτης λες και ήταν το orient express που όμως δεν
ήταν αλλά ένα τραίνο που με έφερνε στο Σικάγο. Εκεί αλλάξαμε
σταθμό στο La sale station κι από εκεί μας μετέφεραν
σε άλλο τραίνο της New York Central όπου φθάσαμε στις 4 Απριλίου στο Grand Central Station,της Νέας Υόρκης,
ήταν μέρα Τετάρτη, 4 Απριλίου 1951.
Ήταν ένας Απρίλης, όπου διαμόρφωσε κατά κάποιον
τρόπο το ποιος είμαι σήμερα, (την τύχη μου)
Έτσι κι εγώ τιμώ την ημερομηνία αυτή και θυμούμαι
την αθωότητα του τότε όχι μόνο την δική μου, μα και αυτών που άφησα πίσω στην
Ελλάδα, αυτών που χάθηκαν, αυτών που βασιζόταν πάνω μου, αυτών που με κατευόδωσαν
με τόση αγάπη, αυτών που δεν ξαναείδα ποτέ, αυτών που γελάστηκαν στις προσδοκίες
των.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
2 σχόλια:
Οι ζωές μας, φίλε μου, διαμορφώνονται, παρακινούνται, καθοδηγούνται και κατά συνέπεια ορίζονται από τυχαία συμβάντα (μοίρα θαρρώ το λένε…).
Ήταν Απρίλης, λες, σα τούτον που ‘ναι γεμάτος στολίδια κι ομορφιές…
Τότε εκείνος ο Απρίλης σου έκρυβε υποσχέσεις για ό,τι έψαχνες να βρεις. Ήταν γραμμένο φίλε για όσα άφησες πίσω σου να τα βρεις μπροστά σου στο Νέο Κόσμο όπου «έσπειρες» κι ο σπόρος έπιασε ρίζες κι απ’ αυτές κρατιέσαι…
Και οι μνήμες, κρίκος-κρίκος γίνονται «αλυσίδα». Μ' αυτές ζούμε.
Ανάμικτα συναισθήματα μου προξένησε το σημερινό γραφτό σου.
Να 'σαι καλά!
Πολλές φορές φίλε Στράτο μου όταν κοιτάς πίσω σου θυμάσαι και αναγνωρίζεις το πόσο διαφορετικός ήσουνα, αμφιβάλεις αν πράγματι ήσουν εσύ ο ίδιος ή κάποιος άλλος, θυμάσαι το πόσο γελάστηκες στις προσδοκίες των άλλων ακόμα και τα δικά σου πιστεύω.
Κάθε στιγμή της ζωής μου τότε που ήμουν πάντοτε εν κινήσει την έχω γραμμένη σαν σημειώματα, σ' ένα τετράδιο με κιτρινισμένα πια φύλλα που επέζησε κι αυτό μαζί με εμένα τα ναυάγια και περιπέτειες σε όλο τον κόσμο.
Τώρα στην σημερινή φωλιά μου το φυλλομετρώ, κάθε του σελίδα και μια ιστορία, από αυτές που αλλάζουν το ρουν της ζωής.
ευχαριστώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου