Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

Ψαρεύοντας στον Ατλαντικό

Μια και πέρασε κι αυτή η εορτή των ευχαριστιών σκέφτηκα να πάμε πίσω στις βρεμένες ρίζες μου αυτές που αν και ήταν ρίζες εν τούτοις ήταν αιωρούμενες πλέοντας στον αφρό των κυμάτων.

                                Ψαρεύοντας στον Ατλαντικό    
Η ναυτική ζωή είναι γεμάτη, περιπέτειες και απρόοπτα, για εμένα είναι γεμάτη αναμνήσεις. Και όχι μόνο, αλλά μεγάλωσα έγινα άνδρας μέσα στις πλώρες, άσχετο αν τώρα είμαι στεριανός της Νέα Υόρκης. Ε! κάποτε έπρεπε να υπάρξει ένα τέλος.
Το πλοίο όπου ήμουν πλήρωμα ήταν ένα μικρό φορτηγό 3,550 τόνων  μιας παλιάς τεχνολογίας κατασκευασμένο στην Δανία από Γερμανούς κατακτητές το  1944, ταχύτητα 9 μίλια
Ναυλωμένο από την αμερικανική εταιρία United Fruit Company  με σημαία Παναμά φορτώναμε General cargo στο pier 3 north River New York City   για Αβάνα Κούβα. Στην  ρώτα μας προς νότο για να αποφύγουμε το ρεύμα του Gulf Stream πηγαίναμε πλησίον της στεριάς, από δε τη δεξιά μεριά της πρύμης πάνω  στην κουπαστή και δεμένο πάνω στις δέστρες  ένα μακρύ ξύλο όπου στηριζόταν το δρομόμετρο «παρκέτα» με το σχοινί αμολημένο στη θάλασσα, όπου στην άκρη του στριφογύριζε ένας μικρός έλικας ο οποίος έδινε στροφές κι έγραφε τα μίλια στο κοντέρ. Κάθε μεσημέρι μετά από το στίγμα του βαποριού με τον εξάντα, έπαιρναν και τα μίλια του δρομόμετρου «παρκέτας» κι άρχισαν οι υπολογισμοί αν μας παρέσυρε το ρεύμα κλπ… το τιμόνι ένα ηλεκτρικό κατασκεύασμα της AEG είχε την ιδιοτροπία μερικές φορές να κολλάει, πότε δεξιά πότε αριστερά και το βαπόρι έκανε κύκλους μέχρι να τρέξουν οι μηχανική πίσω στο τιμονάκι να ξεμπλέξουν τα γρανάζια. Εκτός αυτού είχε και χειροκίνητο μια μεγάλη ρόδα, πυξίδα μόνο μια, τη μαγνητική.
Πολλές φορές αφού διάβαζαν τα μίλια, ετοίμαζαν το ίδιο σχοινί για ψάρεμα. Έβγαναν την «παρκέτα» κι επάνω στο σχοινί έβαζαν ένα γάντζο-αγκίστρι και για δόλωμα έναν άσπρο γιακά από πουκάμισο και μια κόκκινη κλωστή ή ύφασμα ένα είδος ψαρέματος, το ονόμαζαν συρτή. Κάναμε μια καμπύλη στο σχοινί και την δέναμε με ένα σπάγκο τον στερεώναμε πάνω στη μπαστέκα από τη κατεβασμένες μπίγες, εκεί κρεμάγαμε έναν τενεκέ άδειο όταν πιάναμε ψάρι κοβόταν ο σπάγκος κι έπεφτε με θόρυβο ο τενεκές στην κουβέρτα. Όταν το ψάρι ήταν πολύ μεγάλο το βαπόρι έστριβε λίγο δεξιά και το φέρναμε σχεδόν δίπλα από όπου το ανεβάζαμε στην κουβέρτα.
Ψάρια πολλά ιδίως ένα είδος που όταν ήταν ζωντανό είχε ένα ζωηρό χρώμα μπλε με χρυσοπράσινο, μετά μεταμορφωνόταν σε ένα χρώμα χλωμό κίτρινο-σταχτί. Θα ζύγιζαν το κάθε ένα περίπου 10-30 λίτρες. Λέπια μικρά πολύ λεπτά κι ένα κρέας κόκκινο, το αρσενικό από το θηλυκό διέφεραν στη μούρη τους, του αρσενικού ήταν μια τετράγωνη σαν πλώρη βαποριού, το δε θηλυκό στρογγυλή πιο μικρή και λεπτή. Τα έγδερνα και κάναμε το κρέας του φιλέτο. Το όνομα των ψαριών αυτών είναι Mahimahi, ανήκουν στο είδος των Dolphinfish.

Μιας εποχής που έφυγε, άφησε όμως ευχάριστες ασυνήθιστες αναμνήσεις όπου εξακολουθούν να έχουν τη δύναμη να χαροποιούν την καρδιά, να παρομοιάζουν την ανθρώπινη ύπαρξη συνδεδεμένη σε μια συνέχεια γεγονότων μιας πολυποίκιλης παγκόσμιας ανθρώπινης ζωής.
Στην φωτογραφία εν πλω, ένα τέτοιο ψάρι, που είχε πιάσει το αγκίστρι με φίλους συνάδελφους ναυτικούς, καμαρώνοντας για το επίτευγμά μας, όλα νεαρά παιδιά της τότε εποχής.
Αυτά ήταν τότε

                                                                      Το σήμερα...


                                                       Γαβριήλ Παναγιωσούλης




Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

Ημέρα των Ευχαριστιών, Thanksgiving Day

Ημέρα Ευχαριστιών


Η ημέρα των ευχαριστιών είναι μια  εορτή  σε τούτου εδώ του κράτους των ΗΠΑ όπου ευχαριστούμε τον Θεό, όχι έναν συγκεκριμένο βαπτισμένο  με όνομα, αλλά έναν  φιλεύσπλαχνο άγνωστο  Θεό ο οποίος είχε την πρόνοια να προμηθεύσει με γαλοπούλες στην Νέα Αγγλία για να μην πεθάνουν της πείνας   τους αυτόχθονες κατοίκους μαζί με τους  πρωτοπόρους προσκυνητές μετανάστες. Όλοι ευχαριστούν έναν    Θεό χωρίς όνομα, όπου ο καθένας μας μπορεί να του δώσει όποια μορφή κι όποιο όνομα επιθυμεί.
 

Ήταν Νοέμβρης στη Νέα Υόρκη, ο μήνας όπου άρχιζαν οι χειμωνιάτικες εορτές, το φαγητό στα κρατητήρια λαθραίων στο νησί του Έλλις το οποίο βρίσκετε στο στόμιο του λιμανιού της Νέας Υόρκης, είχε τα κακά του χάλια. Η πρώτη μου φορά που δοκίμασα γαλοπούλα ήταν την ημέρα των ευχαριστιών μας σερβίρισαν, μια ψωμισμένη γέμιση  με ένα κομμάτι κρέας της, πατάτα πουρέ και ένα κόκκινο ζελέ  “cranberry sauce” με μια γλυκόξινη γεύση. Έμοιαζε σα να έτρεμε λες και είχε πυρετό. Πρώτη μου φορά το δοκίμασα, μου άρεσε.
 Ήρθαν διάφοροι κήρυκες χριστιανοί  ευαγγελιστές, η σκηνή έμοιαζε σα να ήταν το τελευταίο μας δείπνο πριν την εκτέλεση κι ερχόταν να μας δώσουν άφεση αμαρτιών, που όμως δεν ήταν.
 Όλοι  αυτοί λοιπόν  μας παρότρυναν να διαβάζουμε την αγία γραφή, δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτούς τους κήρυκες της εκκλησίας της χριστιανικής επιστήμης, -Christian science-  μας μοίραζαν και την εφημερίδα τους Christian Science Monitor  ερχόταν τακτικά μας έφερναν διάφορα  βιβλία, περιοδικά πολλά,  μας δίδασκαν την πίστη και τον βίο της ιδρύτριας της Χριστιανικής Επιστήμης  Mary Baker Eddy


Την δεύτερη φορά που έφαγα γαλοπούλα με γέμιση, πατάτα πουρέ και ζελέ από φραγκοστάφυλο  ήταν στην καφετέρια των 57 δρόμων στο Μανχάταν, ήταν μια τεράστια καφετερία με ροζ επιγραφή 57th street Cafeteria,  ήμουνα μόνος, όπως και πολλοί άλλοι ξέμπαρκοι ναυτικοί,  έμενα στο ξενοδοχείο Ρίο στους 47 δρόμους,   μην έχοντας που να περάσω την ημέρα των ευχαριστιών, να σκοτώσω την ώρα μου, με τράβηξε η  θαλπωρή, η αχνιστή  ζεστασιά που φαινόταν απ’ την βιτρίνα της καφετέριας. Μπήκα, πήρα στο χέρι μου ένα δίσκο και πέρασα απ τον μπουφέ, αφού τον γέμισα με το παραδοσιακό φαγητό της ημέρας, κάθισα σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι, κοίταξα τριγύρω μου  παρατηρώντας τους υπόλοιπους πελάτες  μονάχους ηλικιωμένους, απόμαχους της ζωής  καθώς τρεμούλιαζαν τα μαχαιροπήρουνα στα χέρια τους, προσπαθώντας να φέρουν την μπουκιά στο στόμα τους.  Μια μοναξιά σε μεγαλούπολη, ότι χειρότερο υπάρχει…
Μετά έφυγα, χάθηκα με το να ταξιδεύω για 20 και  χρόνια, σε θάλασσα μα και  σε άλλα κράτη, αυτά που δεν εόρταζαν  την ημέρα των ευχαριστιών και δεν έτρωγαν γαλοπούλα για να ευχαριστήσουν τον Θεό, αλλά   έτρωγαν φασόλια μαύρα με ρύζι, καλαμποκίσιες  πίττες, όταν τελείωναν έλεγαν  ο ένας του άλλου ευχαριστώ πολύ   και ο άλλος απαντούσε με την ευλογία του θεού. 
Δεν ξέρω αλλά υπολόγισα ότι θα πρέπει να ήταν ο ίδιος Θεός, ο της γαλοπούλας.   
Μετά πολλά  χρόνια ξαναγύρισα στην χώρα όπου θυσιάζουν την γαλοπούλα για να δοξάσουν τον Θεό, για τα αγαθά που τους παράσχει έτσι συνταυτίστηκα με το ρέμα αυτό που ρέει στην χώρα του θείου Σαμ με πήρε κι εμένα μαζί του.


                            Η καινούργια Γενιά τα εγγόνια μας

Αλλά τι κάθομαι και σκέπτομαι η γαλοπούλα ψημένη  αχνιστή περιμένει στο τραπέζι να της βάλω μαχαίρι να μοιραστεί στους παρευρισκομένους  να χορτάσουμε και να δοξάσουμε για μια ακόμα φορά τον Θεό μας    για τα τόσα αγαθά που μας προσφέρει αυτή η χώρα.  

                                       Ένας ακόμη επισκέπτης

Γαβριήλ Παναγιωσούλης











Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015

Μιαν ημέρα σαν και τούτη:

                                                                      Γενέθλια

                                                                                   1938

 Όλοι εμείς  οι άνθρωποι έχουμε μια ημερομηνία, μια ώρα, ένα λεπτό, ένα δευτερόλεπτο  που είναι καθεαυτό δικό μας.

                                                                              1946
Είναι η στιγμή που πρωτοείδαμε το φως, η στιγμή που γεννηθήκαμε. Η δική μου στιγμή είναι η 21 Νοεμβρίου, μιαν ημέρα σαν την σημερινή που δεν ήταν Σάββατο αλλά Τρίτη.   Διάφοροι αστρολόγοι, μάντεις και χαρτορίχτρες  προσπαθούν να μάθουν την τύχη του κάθε ενός μας, παίρνοντας ως βάση αυτή την ημερομηνία.
Δικός τους λογαριασμός, αν πιστεύουν σε αυτά ή αν είναι τσαρλατάνοι. Μου είναι αδιάφορο.

Ποτέ μου δεν τους έδωσα σημασία, έλα όμως που κάθε επέτειο της γεννήσεώς μου, προσθέτω ένα ακόμα πετραδάκι στον σάκο αυτόν που έχω κρεμασμένο στην πλάτη μου, με ασπρόμαυρα βοτσαλάκια.

                                                                         1952
Βοτσαλάκια από αυτά που  χάιδευε η θάλασσα, και όταν θύμωνε τα ξέβραζαν τα κύματα στην παραλία του χωριού μου.  
          
Η μάνα μου, μου είχε φτιάξει έναν τέτοιο σάκο από πανί «κάμποτ», από αυτό που είχαν τα σακιά αλεύρι  αυτό που έστελναν για να βοηθήσουν την Ελλάδα τα Ηνωμένα Έθνη UNRA και την μοίραζαν με δελτίο στους κατοίκους, μια  εποχή μόλις είχε λήξει ο Β! παγκόσμιος πόλεμος.  
Με το πέρασμα του χρόνου ο σάκος βαραίνει, ξεκίνησε από πεντακάθαρος γεμάτος με αγάπη της μάνας,  αλλά για κάθε χρόνο που περνά υπάρχει ακόμη μια άδεια γωνιά  για ακόμα ένα πετραδάκι.
Κάθε επέτειο τον αδειάζω και περιεργάζομαι τα βοτσαλάκια αυτά που είναι σε φόρμα φωτογραφίας ασπρόμαυρες όσες τουλάχιστον κατόρθωσαν να επιζήσουν από τότε μέχρι σήμερα. 
                                                                             1963
Aπό τότε που θυμούμαι τον εαυτόν μου μέχρι τον 21ον αιώνα, όπου την 11 Σεπτεμβρίου γυρίζοντας πίσω στην Ιταλία και μετά Ελλάδα από την μέση του Ατλαντικού ένεκα της καταστροφής των διδύμων,  αποθανάτισε την στιγμή αυτή στην Αθήνα  σε φόρμα ιχνογραφίας ζωγραφιάς η φίλη Άλμα…
                                                                   21ος  Αιώνας

Γαβριήλ  Παναγιωσούλης


Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Ελληνική ύπαιθρο

                                            Ιστορίες της νύχτας # 6

                                                  Ελληνική ύπαιθρο
 Είχε βραδιάσει όταν η κυρά Ρεγγίνα ξεκίνησε να πάει στο εκκλησάκι του Άη Λια, στο χέρι της κρατούσε ένα μπουκάλι λάδι για το καντήλι.
Άνοιξε την πόρτα στο ερημοκλήσι απόλυτο σκοτάδι κατάλαβε ότι το λάδι είχε σωθεί και το καντήλι είχε σβήσει. Τα βήματά της την οδήγησαν στην καθιερωμένη θέση που θα πρέπει να ήταν το καντήλι, στα τυφλά άναψε ένα σπίρτο.
 Δεν πρόλαβε και το σπίρτο της έσβησε στο χέρι. Ξαναδοκίμασε πάλι τα ίδια.
Θα έπρεπε να φέρω ένα κούτσουρο αναμμένο απ την φωτιά του σπιτιού μονολογούσε.
Της έμεινε το τελευταίο σπίρτο. Έπιασε την καντηλήθρα στα τυφλά και τράβηξε το φυτίλι, άναψε το τελευταίο σπίρτο, η φλόγα μεταδόθηκε στο καντήλι, το αεράκι χάιδευε την φλόγα που τρεμόσβηνε, γέμισε το καντήλι με λάδι, να κρατήσει έως αύριο σκέφτηκε.
Έσκυψε προσκύνησε την εικόνα. Ένα παράξενο αίσθημα της έσφιγγε την καρδιά, ο αέρας φαινόταν παγωμένος σα να ερχόταν από τον Άδη. Έκανε τον σταυρό της και βαδίζοντας προς τα πίσω έχοντας την εικόνα πάντα μπροστά της απομακρύνθηκε με βήμα αργό, ευλαβικό. Μεγάλη η χάρη του ψιθύρισε.
Τότε ήταν που το κεφάλι της άγγιξε κάτι στερεό που κουνήθηκε. Ο τρόμος την παρέλυσε, δεν τολμούσε να γυρίσει το κεφάλι της να δει.
Ίσως να είναι η ιδέα μου, ή το χέρι του Θεού, ή κάποιο θαύμα, ή κάτι τι το εξωτικό, πάντως κάτι είναι, ψιθύρισε και κοκάλωσε από τον φόβο.
          Σκέψεις πολλές θόλωσαν τον νου της, ίσως να ήταν η δακτυλοδεικτούμενη απ’ τον Θεό, ή να ήταν η εκλεγμένη της  Παναγίας να φέρει κάποιο μήνυμα, ποιος ξέρει ποιες δόξες την περίμεναν, σα να αναθάρρησε λιγάκι, ίσως να είναι κάποιο μήνυμα να χτίσουμε μια καινούργια εκκλησία σκέφθηκε και ένας ενθουσιασμός ξεπήδησε από μέσα της.
Το τρεμουλιαστό φως του καντηλιού έριχνε τη μικρή του ανταύγεια στον ναό. Πήρε την απόφαση και γύρισε σιγά, σιγά το κεφάλι της. Η φρίκη έσβησε απότομα τον ενθουσιασμό της. Οι κόρες των ματιών της  άνοιξαν διάπλατα.
Δυο ανθρώπινα πόδια κρεμόταν  αιωρούνταν εκεί μπροστά της.
Αυτά την είχαν αγγίξει.
Τα ακολούθησε με την ματιά της προς τα πάνω, απ’ το πατερό με σχοινί περασμένο απ τον λαιμό του κρεμόταν ένα σώμα.
Το καντήλι θέλησε να την βοηθήσει  δυνάμωσε την ασθενική φλογίτσα του, ξανακοίταξε καλύτερα το αιωρούμενο σώμα… Της φάνηκε γνωστός, γνώρισε τα παπούτσια του, τα ρούχα του.
Κύριε ελέησον ήμαρτον θεέ μου είναι  ο γιος μου, ω!  ήλιε μου…
Έβγαλε μια ανατριχιαστική φρικαλέα κραυγή, που τρύπησε το βουνό και ακούστηκε στα πέρα φαράγγια. Οι κουκουβάγιες τρόμαξαν έπαψαν να λαλούν, οι σκύλοι απ το χωριό άρχισαν να γαυγίζουν, ένα ουρλιαχτό μακρόσυρτο λυπητερό…
Έπιασε με απόγνωση τα πόδια να τα σηκώσει, παγωμένα βαριά ασήκωτα.
Έτρεξε στο σπίτι της στον άνδρα της, έβγαλε μια στριγκλή   φωνή, τρεχάτε χωριανοί, βοήθεια, ελάτε όλοι στο εκκλησάκι του Άη Λια, ίσως είναι ακόμη καιρός η χάρη του μου σκότωσε το γιο μου και ξέσπασε σε αναφιλητά…


Γαβριήλ Παναγιωσούλης


   

Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2015

Οι Διαφορετικές φάσεις της Ζωής μας

                                                             Ιστορίες της Νύχτας # 5

                                                 Οι διαφορετικές φάσεις της Ζωής μας:
Φάση 1η
Στο Ρότερνταμ της Ολλανδίας υπήρχε ένα άγαλμα στoν σταθμό Central   όπου σήκωνε τα χέρια του ψηλά  με σκισμένες τις σάρκες, εις ένδειξη  διαμαρτυρίας για τις ωμότητες των Ναζί. Πάνε πολλά χρόνια πίσω που επισκέφτηκα το μέρος αυτό παρέα με ένα κορίτσι όπου μου εξηγούσε τα καθέκαστα, είχαμε πάει να δούμε το Φιλμ «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται».   
Στην Δουνκέρκη της Γαλλίας υπήρχε μια εκκλησία γοτθικού ρυθμού, σχισμένη στα δυο από βόμβα  έκατσα και την χάζευα, ήταν μνημείο,  απομεινάρια του πολέμου.
Στο Ρίο της Βραζιλίας το άγαλμα του Χριστού με ανοιχτή την αγκαλιά του μας κοίταζε  από την κορυφή του λόφου  σα να ευλογούσε την νυχτερινή   γυναικεία επιδρομή στο αγκυροβολημένο  βαπόρι, γυναίκες του λιμανιού έπεσαν πάνω μας  σαν τα μαύρα πουλιά από το φιλμ του  Alfred  Hitchcock προσφέροντας αγοροπωλησία της σάρκας, άνοιγαν τα δωμάτια και μπούκαραν μέσα.
Ο Χριστός από πάνω μας δεν μιλούσε.
Οι κρατούμενοι λαθραίοι φυλακισμένοι στο νησί Έλλις, στο  λιμάνι της Νέας Υόρκης ξύπναγαν κάθε πρωί  ατενίζοντας το άγαλμα της ελευθερίας. Τι οξύμωρων.  
Η Helga το κορίτσι που με συνόδευε στο βαπόρι στο λιμάνι του Αμβούργου Γερμανίας μου εξηγούσε ότι στην είσοδο του λιμανιού παιάνιζαν τον εθνικό ύμνο της σημαίας, (του πλοίου) που έμπαινε στο λιμάνι.
Στην Βρέμη χορεύαμε στο Golden city μέχρι να ξημερώσει.
Στην Χάβρη της Γαλλίας μια Αλγερινή εκτός από την ζεστή αγκαλιά της,  μου  διάβαζε και την μοίρα μου στην παλάμη μου επάνω.
Στην είσοδο του λιμανιού της Αβάνας Κούβα πάνω στο  Morro Castle κυμάτιζε η σημαία του πλοίου που  έμπαινε στο λιμάνι. Τιμής ένεκεν.  Η δική μας ήταν του  Παναμά.
Είναι εκεί όπου η Εύα μου έμαθε ένα σωρό μυστικά τι εστί γυναίκα.
Φάση 2α        
Σήμερα πλέον στην νηνεμία της στεριάς, στην υποχρεωτική ηρεμία που φέρνουν τα λευκά μαλλιά στους κροτάφους,  υπάρχει μια  φωνή που υψώνεται μέχρι ουρανού, είναι η γραπτή  φωνή του κάθε ενός μας που θέλει να περιγράψει τις  βιωματικές του εμπειρίες του παρελθόντος έτσι όπως τις έζησε, από πρώτο χέρι.
Φυσικό είναι η φωνή αυτή να μην είναι η ίδια με του διπλανού μας, μα ούτε και ίδια με αυτών που πέρασαν την θύρα κολεγίων, ούτε η ίδια με αυτών που έχουν τις περγαμηνές σε κορνίζα.
Μια φωνή που διεκδικεί πρωτοτυπία σε πονήματα όχι χτενισμένα και τσουβαλιασμένα σύμφωνα με τους νόμους των καλλιστείων των εξ υψηλών ιστάμενων εκδοτών βιβλίων…  Αυτών  που κατά κάποιο τρόπο διαμαρτύρονται όταν  η δημοσίευσή σου (μια απ’ όλες) τους παρουσιαστεί απρόσκλητη μπροστά τους,  πως τόλμησες να περάσεις το κατώφλι των λογοτεχνικών σαλονιών  εσύ ο εκ της θαλασσινής αρμύρας προερχόμενος διαφορετικός;  
Μα σήμερα υπάρχουν οι ιστοσελίδες τα λεγόμενα Blogs όπου ο κάθε ένας μας μπορεί Ελεύθερα  να εκφραστεί και να φωνάξει  αυτό που τον καίει, ή αυτό που νομίζει πρέπων, ή ν’ ανοίξει την καρδιά του να εξομολογηθεί μπρος την οθόνη του υπολογιστή του λες και είναι ο πνευματικός του σύμβουλος περιμένοντας να του δώσει άφεση αμαρτιών με το να του παράσχει την δυνατότητα να δημοσιεύει τα γεννοβολήματα της πένας του,  αυτά που βγαίνουν απ’ της ψυχής του το λαβύρινθο.
Φάση 3η
Ο Μιχάλης, την είδε που με περίμενε στην πύλη, στο τροπικό αυτό λιμάνι  μου λέει ο φίλος μου ο γκαρδιακός  με δάκρυα στα μάτια, πλημυρισμένος από ιδρώτα και από  μουντζούρα της μηχανής στην αποπνικτική ζέστη των τροπικών:
-Μην πας με  αυτήν,  δεν είναι της πάστας σου, ήμουνα μαζί της προχθές.
-Όχι, εγώ  αυτή θέλω,
-Όμως δεν βλέπεις ότι μαζί της  δεν υπάρχει Θεός;
Η αφέλεια του μικρού παιδιού, στην  αντανάκλαση των ματιών της, πίστευε μόνο αυτά που του έλεγε αυτή.
-Και η προηγούμενη απουσία της;  Σου είπε που γύριζε;
-Μου είναι αδιάφορο!
-Τότε φταίω εγώ που σου την σύστησα,
-Ωχ μάνα μου τι έγκλημα έκανα;
Απελπίστηκε  ο άνθρωπος, άκουγε Καζαντζίδη, θυμόταν την Θεσσαλονίκη του, έπινε κι έκλαιγε.

Φάση 4η
Στην εορτή των Θεοφανείων πίσω στο χωριό  η μάνα μου ετοίμαζε τον μποναμά, θα περνούσε ο παπάς  του χωριού από το σπίτι με την αγιαστούρα του να μας ψάλλει το Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε…
 Μικρά παιδιά, αθώα μυαλά την παραμονή τραγουδάγαμε τα κάλαντα: σήμερα τα φώτα και ο φωτισμός και χαρά μεγάλη και ο αγιασμός…
Μια ζωή με κεντρικό άξονα την εκκλησία, μα και την πρωτόγονη αντιμετώπιση της ζωής έτσι όπως την ξέραμε από τους παππούδες μας, τα ίδια φαγητά, τα ίδια γιατροσόφια, η ίδια μουσική, τα ίδια τραγούδια, οι ίδιες ανέσεις,  αν ποτέ υπήρχαν, ο ίδιος τρόπος καλλιέργειας της γης.  
Μετά ήρθε η νύχτα και τα σκέπασε όλα, με το μαύρο πέπλο της, για όλους το ίδιο, όλοι κοιμήθηκαν, άλλοι αγκαλιά, άλλοι μόνοι τους, αμαρτωλοί και σώοι το ίδιο, άλλοι βαφτίστηκαν ξανά στην αρμύρα της θάλασσας, άλλοι στην  λάσπη των λιμανιών, άλλοι στην λήθη των περασμένων, άλλοι ξεχάστηκαν σε γυναικεία αγκαλιά μπερδεμένοι στους ιστούς της καταπράσινης ζούγκλας. 
Στην Φώτο:
Η παρουσιάστρια, ο κ. Τρανούλης, Εκδ. οίκος Ψυχογιός, ο Γαβριήλ Παναγιωσούλης. 
Φάση 5η
Ο ύπνος βαρύς εδώ στην Νέα Υόρκη ήταν Οκτώβρης μήνας,  ξύπνησα έτσι απότομα, ονειρεύτηκα ότι  με φώναζαν στην πλατεία συντάγματος στο ξενοδοχείο King George  να μου δώσουν  το δίπλωμα, είχα λέει αποφοιτήσει απ’  το Πανεπιστήμιο της ζωής!
Θεέ μου τι αγωνία κι αυτή πάλι!

Μετά ήρθε το τηλεγράφημα,  έλα στην Αθήνα, τα γραπτά σου είναι υποψήφια να κερδίσουν σε ένα λογοτεχνικό διαγωνισμό της Εστίας Τρανούλη.
Κέρδισα το Α! λογοτεχνικό βραβείο από όπου και η φωτογραφία, αισθάνθηκα σαν απόφοιτος του πανεπιστημίου της Ζωής.  




Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

  
  



Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2015

Ένα Ψυχολογικό τεστ!

                                                                       Ιστορίες της νύχτας # 4

Ένα ψυχολογικό τεστ!
                                       Και όμως υπάρχει.
Είχε αρχίσει να νυχτώνει, τα φώτα του δρόμου άναψαν κάτι στενόμακρε λάμπες φθοριούχου, έδιναν στα πρόσωπα μια χλομάδα λες και ήταν κέρινα.  
Το δουλικό τον κοίταξε καλά στο μάτια.
-Η κυρά μου θέλει ταξί, αλλά θέλει έναν της εμπιστοσύνης να έχει  τον στόμα σου κλειστό.
-Θα βάλω φερμουάρ, είπε ο οδηγός.
-Καλά, Πάμε,
Η πίσω πόρτα του ταξί άνοιξε και μπήκε η Σούζη, η κομμώτρια της γειτονιάς.
-Ω! αυτόν μούφερες, ξίνισε τη μούρη της το δεσποινάριο αυτό που άνοιξε την μπροστινή πόρτα και κάθισε δίπλα του.
-Δεν υπήρχε άλλος στην πιάτσα, είπε το δουλικό.
-Τράβα εμπρός, στρίψε τη γωνία και σταμάτα, στη μέση του τετραγώνου.
Άνοιξε η πίσω πόρτα και μπήκε ο κουμπάρος.  
Πάμε είπε στην επόμενη πόλη 50 χιλιόμετρα στο εσωτερικό.
Εκεί πήγανε σε κέντρο από κάτω εστιατόριο μπαρ επάνω ξενοδοχείο.
Ο Κουμπάρος είπε:
-Πιέτε φάτε ότι θέλετε, όλα πληρωμένα,  θα μας περιμένεις να μας πας πίσω στην πόλη, πήρε την Σούζη αγκαλιά και φύγανε.
Η ‘jukebox’ ροκόλα  έπαιζε συνέχεια μουσική σύμφωνα με τα γούστα των πελατών. Ένα ημίφως κάλυπτε τα πάντα, σα να ήθελε να προστατεύσει την ανωνυμία των πελατών.
-Ξέρεις, -είπε το κορίτσι-  εγώ δεν πέφτω ποτέ τόσο χαμηλά να κάνω παρέα με ταξιτζή, είμαι  πρωτευουσιάνα, έχω τρόπους, αλλά φταίει η Σούζη που με κουβαλά μαζί της για να έχει άλλοθι.
-Μου  είναι αδιάφορο, είπε ο οδηγός.  
-Φέρε ακόμα δυο μπύρες και μεζεδάκια φώναξε, η μουσική έπαιζε ελαφρά μπολερό και μεξικάνικες μπαλάδες.       
Οι πελάτες μεθυσμένοι άρχισαν να τραγουδούν σε ρυθμό Μεξικάνικης rancheras, ένας μάλιστα με γένι ερχόταν στο τραπέζι τους σήκωνε το ποτήρι του και φώναζε, «πίνω για να ξεχνώ»
-Τι θα έλεγες μέχρι να κατεβεί η Σούζη με τον φίλο της να παραγγείλουμε ακόμα δυο μπύρες και να πάμε πάνω σε δωμάτιο να τις πιούμε με την ησυχία μας, έτσι θα έχουμε την ευκαιρία να γνωριστούμε και να μιλήσουμε για χίλια δυο πράματα.
Το κορίτσι τον κοίταξε στα μάτια, μετά κοίταξε τριγύρω της, είδε τους μεθυσμένους, σκέφτηκε λιγάκι και είπε.
-Μα εγώ δεν είμαι τέτοια.
-Για  όνομα του Θεού,  δεν είπα τέτοιο πράμα.
-Πάμε.
Ένα στρώμα μπλε με ρίγες που κάποτε ήταν άσπρες, ριγμένο στον σκελετό του κρεβατιού, ένα σεντόνι διαφανές, μια πετσέτα κρεμασμένη στον τοίχο κι ένα τραπεζάκι, η τουαλέτα ήταν απ’ έξω. Έβαλαν τις μπύρες στο τραπέζι, ξάφνου ο οδηγός άρχισε να γελά.
-Τι βλέπεις τίποτα το αστείο; Είπε το κορίτσι.
-Όχι, αλά θυμήθηκα μια παροιμία που λέει να φοβάσαι τις γυναίκες μόνο όταν είναι φτιαγμένες από σαπούνι.
-Δηλαδή γιατί;
-Να γιατί όταν τις χαϊδεύεις και με τέτοια ζέστη θα είναι επικίνδυνο να λιώσουν.
-Μα εγώ δεν είμαι τέτοια!
Ο  ταξιτζής της είπε με θυμό,
-Δηλαδή  δεν είσαι τι;
-Εννοώ από σαπούνι κουτέ.
Αγκαλιάστηκαν, η τροπική ζέστη έκανε τα σώματά τους να ιδρώνουν.
-Φαντάσου να ήμουν φτιαγμένη από σαπούνι, θα είχα λιώσει, είπε το κορίτσι.
Μια μυρωδιά μούχλας, αναδινόταν στον αέρα, θα είναι από την υγρασία, σκέφθηκε ο ταξιτζής.
-Θα σκάσουμε εδώ μέσα, αν είχαν τουλάχιστον ανεμιστήρα, βγάλε το μπλουζάκι σου να δροσιστείς, είπε ο οδηγός, Λες να φταίει η μπύρα, ή η ζέστη;
Ή η δική σου θέρμη πέρασε στο κορμί μου, είπε το κορίτσι.
Ξάπλωσε  στο κρεβάτι, τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω. Με  χέρι που έτρεμε  χάιδεψε το κουκλίστικο σώμα.  
Ξάφνου η μορφή της άλλης πέρασε από μπροστά του, τον έπνιγε, αδύνατον να ελευθερωθεί, σα να τον δάγκωσε φίδι πετάχτηκε πάνω, νικημένος έσκυψε το κεφάλι, ντύθηκε, άνοιξε την πόρτα,
-«θα σε περιμένω κάτω» φώναξε.
Μια ψυχική ευαισθησία που κρατά κλειδωμένη την αντρική καρδιά!
Λογικώς αδύνατον! Και  όμως υπάρχει! 

Γαβριήλ Παναγιωούλης       
          



Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2015

ΟΙ Φωνές της Νύχτας

                                          Ιστορίες της νύχτας # 3


                                  Οι φωνές της νύχτας,

Η Μάρθα ξεκρέμασε  τον μικρό καθρέφτη απ’ τον τοίχο, βγήκε στην αυλή το φως του ήλιου την τύφλωνε,  έβαλε την καρέκλα στην σκιά κάτω από τα πλατιά φύλλα μπανανιάς, κάθισε,  έβαλε τον καθρέφτη ανάποδα στα γόνατά της πήρε μια κόλα χαρτί  κι έγραψε ένα γράμμα στην φίλη της Έμμα στην πρωτεύουσα. Της έγραφε αν μπορούσε να  της βρει δουλειά σε νοσοκομείο.   Έκλεισε το φάκελο, έγραψε την διεύθυνση τον σάλιωσε και με την παλάμη του χεριού της χτύπησε το φάκελο για να σφραγίσει καλά.
Ο καθρέφτης έγινε χίλια κομμάτια.
Με κοίταξε σα να φοβόταν το αύριο, το  μέλλον, μετά  μου είπε:
Σε Εφτά θα έχουμε κακιά τύχη.
Τι εφτά;
Δεν ξέρω ή μέρες ή μήνες ή χρόνια.
Και μετά τι θα γίνει;
Ούτε κι εγώ δεν ξέρω.
Ήμασταν   πρωτάρηδες και οι  δυο.
Μετά πήγαμε να ζήσουμε στην πρωτεύουσα .
Η Μάρθα είχε αρρωστήσει, δεν την δέχθηκε το κλίμα, ήταν κίτρινη, οι γιατροί του νοσοκομείου είπαν ότι είχε ελονοσία, αλλά κανείς δεν ήξερε σίγουρα. Δεν πονούσε πουθενά, μόνο είχε μια υπνηλία που σε τρόμαζε.
Αν πόναγε κάπου θα ξέραμε τι ήταν, αλλά αυτή η ατελείωτη υπνηλία με φόβιζε.
Βγήκα έξω να πάρω αέρα, αυτή ξύπνησε μουσκεμένη στον ιδρώτα, πέταξε από πάνω της τα σεντόνια κι ανέπνεε την νυχτερινή δροσιά, έγειρε το κεφάλι της και κοιμήθηκε γυμνή. Έτσι την βρήκε η Έμμα η φιλενάδα της που ήρθε να μας επισκεφθεί και να βοηθήσει. Σκούπισε το πάτωμα,  κι άναψε δίπλα της ένα κέρινο καντήλι.
Η Μάρθα παραμιλούσε, νόμιζε ότι κοιμόταν στα μπράτσα της πεθαμένης μάνας της.
Μια πνοή ανέμου έκανε την φλόγα του καντηλιού να τρεμοσβήνει, η Έμμα έκανε τον σταυρό της.
Ο ιδρώτας μούσκευε το μέτωπό της, ξύπνησε από τον θόρυβο που έκανε το παραθυρόφυλλο χτυπώντας στον τοίχο, έκανε να σηκωθεί    αλλά αισθάνθηκε τόσο αδύνατη που ξανάπεσε στο κρεβάτι.
Τα χείλη της υγρά ρώτησαν
Εσύ είσαι πατέρα;
Εγώ είμαι κόρη μου,
Μα γιατί ήρθες να με δεις;
Η Έμμα με κοίταξε, καταλάβαμε ότι η Μάρθα παραμιλούσε.
Δεν θα φύγω από κοντά σας είπε η Έμμα βλέπω ότι χρειάζεστε βοήθεια.

Ακούω φωνές της νύχτας, είναι ψυχές που φτερουγίζουν, τις ακούς Έμμα;
Όχι δεν ακούω τίποτα.
Ακούς τον αέρα που σφυρίζει;
Όχι,
Πιστεύεις στον παράδεισο;
Δεν, δεν ξέρω.
Τα μάτια της γύριζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, είχε τα χέρια της πάνω στην κοιλιά της σα να ήθελε να προστατευθεί από κάτι.
Μάρθα φώναξα, δεν μου απάντησε. Ξανά έπεσε σε λήθαργο. 
Η αυγή είχε σκαρίσει στον ορίζοντα.
Άνοιξα το παράθυρο μια ηλιαχτίδα μπήκε σαν κλέφτρα και χάιδεψε το κορμί της Μάρθας.
Είχε τα μάτια της κλειστά, σφιχτά σα να αισθανόταν πόνο, τα χείλη της υγρά γεμάτα γυαλιστερά λέπια, τα χέρια της έσφιγγαν το σεντόνι και το έκαναν κόμπους, το σώμα της σπαρταρούσε σαν το ψάρι μέχρι που έμεινε γυμνό. Η Έμμα πήγε να φωνάξει τον γιατρό, στον δρόμο της πέρασε από την εκκλησία να πει του παππά να ρθει να την μεταλάβει. 
Άνοιξε η πόρτα και φάνηκε ο παπάς, έτρεξα και σκέπασα το σώμα της με το σεντόνι.
Θάρρος κόρη μου, θα σου δώσω την θεία μετάληψη.
Την βοήθησα να σηκώσει το κεφάλι της, άνοιξε τον στόμα της και την κατάπιε. Με κόπο άνοιξε τα μάτια της, με είδε και είπε:
Ζήσαμε ευτυχισμένοι. Μετά χώθηκε κάτω απ τον τάφο των σεντονιών.
Ο γιατρός αργούσε να φανεί, είχε πολλούς πελάτες δικαιολογήθηκε.
Φορούσε πάντα  άσπρο παντελόνι και σκούρο σακάκι για να ξεχωρίζει από τους κοινούς θνητούς.
Ένας αναστεναγμός βγήκε απ τα στήθη της Μάρθας, έβαλα τ’ αυτί μου κοντά στο στόμα της, ζήσαμε…  δεν πρόλαβε να τελειώσει.
Ο γιατρός απλά πιστοποίησε  τον θάνατό της.
Το  ημερολόγιο στον τοίχο  διαφήμιζε κάποιο Κινεζικό εστιατόριο.
Κοίταξα την ημερομηνία ήταν ακριβώς εφτά μήνες και εφτά μέρες απ’ την ημέρα που έσπασε τον καθρέφτη.
Πάει όλα τελείωσαν.
Πήρα τον δρόμο του γυρισμού για το λιμάνι, πέρασα απ την γωνία με το φοινικόδεντρο, αυτό που μας πρωτοείδε μαζί,  κατάλαβα πως ο παράδεισός μου είχε γκρεμιστεί. Όμως δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι έχασα την Μάρθα.
Η πανσέληνος χάραξε στον ορίζοντα, κατάλαβα  ότι ήσουν εσύ Μάρθα, οι αχτίνες της περνούσαν από το πρόσωπο  σου, απ τα υγρά σου χείλη και με χάϊδευαν.  Θυμήθηκα την τελευταία σου λέξη, ζήσαμε ευτυχισμένοι, δάκρυα γέμισαν τα μάτια μου, τα σκούπισα με την ανάποδη του χεριού μου και μπήκα στο μπαρ.
Ήταν γεμάτο ναυτικούς και γυναίκες που γλεντούσαν σα να μην υπήρχε αύριο. Η Ζόιλα με πλησίασε, την έκανα πέρα, πήρα ένα ποτό και κάθισα στο σκαμπό, προσπαθούσα να ξεριζώσω από μέσα μου τον άνθρωπο, να ξεριζώσω την ψυχή μου. Στην πρωτεύουσα ένιωσα τον τάφο των ονείρων μου, το γκρέμισμα της συνείδησης   μου, συμπαρασύροντας την αγάπη μου στον άλλο κόσμο.  Το  χέρι της  Τσαγίτο ιδιοκτήτριας του μπαρ  ακούμπησε προστατευτικά στον ώμο μου.   
Άντε  να κοιμηθείς, και μην απελπίζεσαι νέος είσαι, αύριο περιμένουμε το βαπόρι που ήσουνα, θα δεις τους φίλους σου, άμα θες μπορείς να πας μαζί τους     και από γυναίκες έχεις καιρό να διαλέξεις… 

Γαβριήλ Παναγιωσούλης



Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Μια Νύχτα στον Ινδικό

                                                           Ιστορίες της νύχτας #2

                                     Μια νύχτα στον Ινδικό.
Οι Ιστορίες της νύχτας είναι  κάπως διαφορετικές ως ναυτικός δεν είχα την πολυτέλεια της ώρας, ούτε του να ονειρεύομαι, ή ας το πούμε αλλιώς το χάσιμο χρόνου σε καρδιοχτύπια να την περιμένω, ή να με περιμένει, ραντεβού για αύριο ή για την ερχόμενη εβδομάδα. Πάντα τρέχαμε σε όλα τα λιμάνια του κόσμου.
Οι  Ιστορίες της νύχτας έχουν να κάνουν με την νεανική  ζωή γεμάτη δράση, τότε που μόνο την νύχτα περπατάγαμε, ένεκα που με το φως της ημέρας δουλεύαμε στο πλοίο.   
 Ήταν λοιπόν μια ζεστή τροπική μέρα γεμάτη ιδρώτα, γεμάτη θόρυβο μα και βρώμα,  περιμέναμε την   νύχτα να μας δροσίσει  την  γεμάτη μυστήριο.
Μας  ξεγέλασαν τα φώτα που φώτιζαν εκεί πέρα την στεριά, φώτα γεμάτα ελπίδα, γεμάτα περιέργεια τι άραγε να κρύβουν μέσα τους;
 Έτσι σαν είδαμε το ρυμουλκό να πλησιάζει να τραβήξει την άδεια πια μαούνα (φορτηγίδα) ετοιμαστήκαμε να βγούμε στη στεριά, πηδήσαμε μέσα και μας πέταξαν σε μια στεριά. Ήταν το λιμάνι του Κολόμπο στην Κεϋλάνη,   το βαπόρι μας ήταν στο αγκυροβόλιο φόρτωνε ρύζι για την Βιρμανία.
Με το που πατήσαμε το πόδι μας στην στεριά αμέσως μας πλησίασαν κύματα ντόπιων άλλος μας πρόσφερε ν’ αγοράσουμε πολύτιμους λίθους, άλλος μας έκανε τον φακίρη, άλλος τον θαυματοποιό κάνοντας ένα κέρμα να κινείτε πάνω στο μπράτσο του, άλλοι μας ζήταγαν  μπαξίσι .
Κοιτάζαμε σαστισμένοι, ένας από τους περίεργους αυτούς τύπους  μας πρόσφερε να μας πάει στον παράδεισο έξω από την πόλη, μακριά  από τον υπόκοσμο του λιμανιού. Όλη η πόλη μύριζε μια μπόχα ρώτησα τι να είναι αυτή μου είπαν είναι από το σαπούνι ή λάδι καρύδας που χρησιμοποιούσαν ή αλειφόταν. Οι κάτοικοι ανήκαν σε δυο ειδών φυλές  Sinhalese  και Tamil με διαφορετική γλώσσα και γραφή. Τελικά μπήκαμε σε ταξί, μετά από ώρα φθάσαμε στον «παράδεισο  ήμασταν 3 άτομα, δυο Κεφαλλονίτες κι ένας Πειραιώτης  είπαμε του ταξιτζή να μας περιμένει. Ήταν μια εξοχική κατοικία έξω από την πόλη, θα ήταν στην μέση μιας πρασινο-καφετιάς ζούγκλας. 
Ένα ολόκληρο τετράγωνο, με την πρώτη ματιά που έριξα μέσα μου θύμισε τους  οντάδες των πασάδων που είχα δει κάποτε σε ζωγραφιές. Η αίθουσα  ήταν γεμάτη γυναίκες, ναυτικοί εμείς όπου ακούγαμε γυναίκα τρέχαμε.

Σε μια στιγμή χαθήκαμε εκεί που ήμουνα μόνος στην αίθουσα  ξάφνου με πλησιάζει μια γυναίκα  και μου λέει μην βγεις έξω από την κύρια είσοδο, την έχει μπλοκάρει η αστυνομία, και με πήρε απ το χέρι να μου δείξει μια άλλη έξοδο, κρυφή όπου έβλεπε σε μια αυλή κι από εκεί σε ένα μονοπάτι μες την Ζούγκλα.  Εδώ  τα χρειάστηκα κι εάν είναι κόλπο να με κλέψουν ή να με σκοτώσουν;
Αποφάσισα να βγω από εκεί που μπήκαμε να αναζητήσω του άλλους φίλους μου ναυτικούς. Στην πόρτα με περίμενε ένα Land Rover πράσινο με μια κλούβα, άνοιξαν την πόρτα και με πέταξαν μέσα.
Με υποδέχθηκαν δυο αστυνομικοί με καπέλα μισό ανεβασμένο από το ένα μέρος έμοιαζαν σαν ουρά  αεροπλάνου, με πέταξαν στην κλούβα, ήταν απόλυτο σκοτάδι,  εκεί βρήκα και τους δυο φίλος μου ναυτικούς, τι γίνεται τους λέω;   Δεν ξέρω μας είπαν μόνο ότι απαγορεύεται ο λευκός  να αγγίξει  ντόπια γυναίκα. Έτσι είναι ο νόμος του κράτους.  Θα πρέπει να είναι νόμος Αγγλικός τους είπα, αλλά δεν ξέραμε τίποτα.
Το Τζιπ ξεκίνησε, ένας από τους αστυνομικούς ήρθε στην κλούβα μας ανέκρινε  αν είχαμε σχέση με γυναίκες, μας φοβέριζε ότι θα μας πάνε σε νοσοκομείο για εξετάσεις κι αν αποδειχθεί αλήθεια μας περίμενε φυλακή. Πρέπει να πω ότι τα αγγλικά μας ήταν πολύ φτωχά, μόλις και μετά βίας μπορούσαμε να συνεννοηθούμε.
Μάταια τους λέγαμε ότι από περιέργεια πήγαμε, εν τω μεταξύ από πίσω μας έτρεχε κολλητά μας άλλο αυτοκίνητο αναβοσβήνοντας τα φώτα του, μας ακολουθούσε ο ταξιτζής, κάνοντας χειρονομίες και  σφυρίζοντας. Σταμάτησε  η κλούβα και μας λένε πληρώστε τον να φύγει.
Μετά πάλι τα ίδια, μας οδηγούσαν μέσα σε ζούγκλα σε άγνωστα μέρη, λέγαμε να τους προσφέρουμε λεφτά να μας αφήσουν, οι άλλοι ήταν ανένδοτοι, αφού δεν κάναμε τίποτα γιατί;
Η ώρες περνούσαν, κι εμείς στην κλούβα, ταξιδεύαμε, ταξιδεύαμε, κατά τις 3 τα χαράματα είχαμε φτάσει σε μια τεράστια πεδιάδα σαν ένα χέρσο χωράφι, το Τζιπ σταμάτησε βγήκε ένας από τους αστυνομικούς ήρθε από πίσω άνοιξε την πόρτα της κλούβας και φώναξε.   Get Out!   Ο Πειραιώτης ο πιο ηλικιωμένος της Παρέας φώναξε λες νάναι τα τελευταία μας; 
Τι να πούμε εμείς τα πιο παιδιά δεν βγάλαμε τσιμουδιά.            Η αλήθεια είναι ότι τα χρειαστήκαμε, έτσι απότομα το τζιπ έβαλε μπρος κι έφυγε. Τότε αρχίσαμε να περπατάμε με οδηγό μας την ανταύγεια των φώτων της πόλης του λιμανιού, σκεφθήκαμε ότι προς τα εκεί θα ήταν η θάλασσα. Περπατούσαμε μέχρι να ξημερώσει, θάταν 6-7 το πρωί όταν είδαμε την θάλασσα, γλυτώσαμε φώναξε ο Πειραιώτης,  μπήκαμε σε μια μαούνα που την τραβούσε ρυμουλκό και πλευρίσαμε στο βαπόρι δεν είπε κανένας μας τίποτα.   
Άλλη μια νύχτα πέρασε και ήταν τόσες πολλές κάθε μια διαφορετική, κάθε μια σε διαφορετικό μέρος του πλανήτη γη, νύχτες ξελογιάστρες γεμάτες με ψεύτικους όρκους, γεμάτες με μυστήριο, καρδιοχτύπια αλλά και μια ωμή πραγματικότητα των λιμανιών την αγοροπωλησία τα σάρκας… 


                                                      Γαβριήλ Παναγιωσούλης