
Η μάνα του Μίκη μοδίστρα έραβε για όλο το χωριό, ήταν κι αυτό μια εργασία επιβίωσης όλης της οικογενείας στις μαύρες μέρες της κατοχής, αν και χρήματα δεν υπήρχαν εν τούτοις η πληρωμή ήταν πάντα σε είδος, όσπρια, ή λάδι, ή καλαμπόκι, ή τυρί, ή ανταλλαγή εργασίας, ή οτιδήποτε άλλο υπήρχε στο χωριό.
Ο Μίκης έπαιζε με άλλα παιδιά το κουτσό με αμάδα από ένα κομμάτι κεραμίδι, αυτό που είχε σπάσει από την σκεπή της κουζίνας, όταν ένας δυνατός αέρας το ξεκόλλησε και το πέταξε στην αυλή μετατρέποντάς το σε κομμάτια. Έπαιζε και κλώτσαγε την αμάδα με το ένα πόδι χωρίς να αγγίξει τη διαχωριστική γραμμή του παιχνιδιού αυτού που ήταν χαραγμένο στο χωματένιο δρόμο του χωριού. Η μάνα του πάσχιζε να τελειώσει ένα φόρεμα μιας κάποιας χωριανής που το ήθελε την Κυριακή να βγει περίπατο στο νυφοπάζαρο του χωριού. Τι κι αν ήταν ιταλική κατοχή; τι κι αν υπήρχε πείνα; αυτή είχε κάτι παραπάνω από τους άλλους. Ήταν Σάββατο είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν η επιτακτική φωνή της μάνας ακούστηκε.
«Μίκη! Ε! Μίκη έλα σπίτι.»
Το παιχνίδι διαλύθηκε, έμεινε εκεί χαραγμένο στον χωμάτινο δρόμο σαν αθώες ξένοιαστες παιδικές ρυτίδες, που με την πρώτη βροχή θα εξαφανιζόταν.
«Έλα παιδί μου να πας το φόρεμα στην κυρία τάδε. Είναι έτοιμο.»
Ο Μίκης άπλωσε το δεξί του χέρι, εκεί επάνω κρέμασε η μάνα το φόρεμα, διπλωμένο για να μην αγγίζει το έδαφος.
«Πρόσεξε να μην σου πέσει, να της πεις με γεια σας.»
Το χέρι τεντώθηκε ακόμα πιο πολύ, η χαρά του ήταν μεγάλη, θα τους έλεγε με τις υγείες σας και θα τον φίλευαν κάτι. Μόνο που ο σκύλος τους ήταν το εμπόδιο, τον φοβόταν τόσο, από μια φορά που τον είχε δαγκώσει ένας στον πισινό δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Αλλά θα φώναζε από μακριά, έτσι να ξεσηκώσει όλη τι γειτονιά στο πόδι. Με το δεξί του χέρι πάντα τεντωμένο να ξεκουράζετε πάνω του το φόρεμα, ξεκίνησε για το διπλανό χωριό, έπρεπε να βιαστεί να γυρίσει πριν σκοτεινιάσει. Στην πλατειούλα έξω απ΄ το σχολείο συνάντησε τα παιδιά του διπλανού χωριού. Έπαιζαν ‘γουρουνούλα’. Ο κάθε ένας τους είχε ένα ραβδί και όλοι χτυπούσαν ένα ζαρωμένο κουτί προσπαθώντας να το βάλουν στη μεσαία λούμπα, χωρίς όμως να αφήνουν για πολύ ελεύθερη τη δικιά τους λούμπα εκεί όπου έχωναν τη μύτη του ραβδιού τους. Ο Μίκης στάθηκε και τους χάζευε, η σκόνη του χωματένιου δρόμου απ’ τα χτυπήματα των ραβδιών σηκωνόταν σα μικρό σύννεφο, σκέφτηκε ότι θα βρώμιζε και το φόρεμα. Για να πάει πιο γρήγορα βάδισε για το μονοπάτι, βγήκε πάλι στο δημόσιο δρόμο, εκεί πάνω στη στροφή ήταν και το σπίτι. Στα αριστερά του, φάνηκε η μεγάλη πόρτα της αυλής, πήγε σιγά, σιγά κοντά για να βεβαιωθεί ότι ήταν κλειστή, κόλλησε πάνω της κι άρχισε να φωνάζει τ’ όνομα της γυναίκας. Γαυγίσματα σκύλου ακούστηκαν, ήρθε πίσω απ’ την πόρτα κι έκανε σαν τρελός αλυχτώντας, ο Μίκης κρατούσε το πόμολο σφιχτά και δεν το άφηνε. Απ’ το θόρυβο πήρε χαμπάρι η γυναίκα, μισάνοιξε την πόρτα.
«Τι θέλεις;»
«Σας έφερα το φόρεμα και με γεια σας.»
Έδιωξε το σκύλο, κι άνοιξε διάπλατα.
«Έλα μέσα,» είπε, ο Μίκης μπήκε στηv αυλή, αυτή πήρε το φόρεμα απ’ το χέρι του, το σήκωσε όρθιο, το έβαλε μπροστά της, περπάτησε μισό βήμα, γύρισε δεξιά αριστερά, κοίταξε στα μάτια τον Μίκη να δει αν του έκανε εντύπωση, τέλος του είπε να περιμένει και χάθηκε στο εσωτερικού του σπιτιού, μετά σα ν’ άλλαξε γνώμη βγήκε πάλι έξω και το ρώτησε:
«Πεινάς;»
Ο Μίκης δεν απάντησε, μόνο έγνεψε με το κεφάλι. Ναι.
Ξανά μπήκε μέσα, ο Μίκης αισθάνθηκε ότι θ’ άνοιγαν οι ουρανοί, ποιος ξέρει τι αμβροσία θα του έφερνε;
Ίσως να πραγματοποιείτο το όνειρό του, ένα όνειρο να μπορούσε χορτάσει κάποτε, να φάει όσο ήθελε, και το φαγητό που ονειρευόταν ήταν γάλα βραστό με αλάτι, να μουσκεύει ψωμί μέσα, να το τρώει και να γελάει, με κάθε μπουκιά ψωμιού που βουτούσε να ξεχειλίζει το κύπελλο, να χύνεται το γάλα γύρω του, να σχηματίζει ένα γαλαξία, σα να ήταν το αθάνατο γάλα, αυτό που έτρεχε απ’ τα στήθη της θεάς Ήρας, να γίνεται ποτάμι στη σκεπή του νυχτερινού ουρανού, κι αυτός να πλέει, τυλιγμένος μέσα σε πουπουλένιο γαλακτικό αφρό, συνεπαρμένος από ευτυχία, χορτάτος, κάνοντας συντροφιά με τ’ άστρα.
Η πόρτα άνοιξε, φάνηκε η γυναίκα να κρατά κάτι στα χέρια της.
«Να, πάρε», του λέει και του δίνει ένα κομμάτι ψωμί, η γλώσσα του άρχισε να υγραίνει, το σάλιο του έτρεχε απ’ τα άκρα των χειλιών του, η ανάσα του κόντευε να κοπή απ’ την αδημονία της δαγκωματιάς που θα έδινε στη σάρκα του ψωμιού. Έχωσε τα δόντια του, έκοψε μια τόσο μεγάλη μπουκιά, παρ’ ολίγο να πνιγεί, ένα μπλε-πράσινο χρώμα άνθισε μπρος τα μάτια του, στην αρχή του φάνηκε ότι ήταν ένα μπλε παντεσπάνι, μετά σα να ήταν ένα μπλε τριαντάφυλλο, αυτό που ζητούσε να βρει ο Σαχίμπ.
Το κοίταξε καλλίτερα, ήταν μούχλα. Ο Μίκης το έφαγε επί τόπου, τι κι αν ήταν μουχλιασμένο; Του φάνηκε σα να είχε βρει την πηγή της νιότης, το αθάνατο νερό, το μπλε τριαντάφυλλο.
Ο σκύλος από κάπου είχε ξεφύγει, τον πλησίασε, τον κοίταζε και κουνούσε την ουρά του περιμένοντας να του πετάξει ένα κομμάτι απ’ το μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Ο Μίκης κατάλαβε ότι είχαν γίνει φίλοι.
Στο γυρισμό τα παιδιά που έπαιζαν ‘γουρουνούλα’ σταμάτησαν το παίξιμο και τον κοίταζαν με ζήλια, καθώς αυτός αναγλυφόταν απ’ τα τρίματα του ψωμιού, αυτά που είχαν μείνει στις άκρες των χειλιών του.
Ο Μίκης έπαιζε με άλλα παιδιά το κουτσό με αμάδα από ένα κομμάτι κεραμίδι, αυτό που είχε σπάσει από την σκεπή της κουζίνας, όταν ένας δυνατός αέρας το ξεκόλλησε και το πέταξε στην αυλή μετατρέποντάς το σε κομμάτια. Έπαιζε και κλώτσαγε την αμάδα με το ένα πόδι χωρίς να αγγίξει τη διαχωριστική γραμμή του παιχνιδιού αυτού που ήταν χαραγμένο στο χωματένιο δρόμο του χωριού. Η μάνα του πάσχιζε να τελειώσει ένα φόρεμα μιας κάποιας χωριανής που το ήθελε την Κυριακή να βγει περίπατο στο νυφοπάζαρο του χωριού. Τι κι αν ήταν ιταλική κατοχή; τι κι αν υπήρχε πείνα; αυτή είχε κάτι παραπάνω από τους άλλους. Ήταν Σάββατο είχε αρχίσει να σουρουπώνει όταν η επιτακτική φωνή της μάνας ακούστηκε.
«Μίκη! Ε! Μίκη έλα σπίτι.»
Το παιχνίδι διαλύθηκε, έμεινε εκεί χαραγμένο στον χωμάτινο δρόμο σαν αθώες ξένοιαστες παιδικές ρυτίδες, που με την πρώτη βροχή θα εξαφανιζόταν.
«Έλα παιδί μου να πας το φόρεμα στην κυρία τάδε. Είναι έτοιμο.»
Ο Μίκης άπλωσε το δεξί του χέρι, εκεί επάνω κρέμασε η μάνα το φόρεμα, διπλωμένο για να μην αγγίζει το έδαφος.
«Πρόσεξε να μην σου πέσει, να της πεις με γεια σας.»
Το χέρι τεντώθηκε ακόμα πιο πολύ, η χαρά του ήταν μεγάλη, θα τους έλεγε με τις υγείες σας και θα τον φίλευαν κάτι. Μόνο που ο σκύλος τους ήταν το εμπόδιο, τον φοβόταν τόσο, από μια φορά που τον είχε δαγκώσει ένας στον πισινό δεν ήθελε ούτε να τους βλέπει. Αλλά θα φώναζε από μακριά, έτσι να ξεσηκώσει όλη τι γειτονιά στο πόδι. Με το δεξί του χέρι πάντα τεντωμένο να ξεκουράζετε πάνω του το φόρεμα, ξεκίνησε για το διπλανό χωριό, έπρεπε να βιαστεί να γυρίσει πριν σκοτεινιάσει. Στην πλατειούλα έξω απ΄ το σχολείο συνάντησε τα παιδιά του διπλανού χωριού. Έπαιζαν ‘γουρουνούλα’. Ο κάθε ένας τους είχε ένα ραβδί και όλοι χτυπούσαν ένα ζαρωμένο κουτί προσπαθώντας να το βάλουν στη μεσαία λούμπα, χωρίς όμως να αφήνουν για πολύ ελεύθερη τη δικιά τους λούμπα εκεί όπου έχωναν τη μύτη του ραβδιού τους. Ο Μίκης στάθηκε και τους χάζευε, η σκόνη του χωματένιου δρόμου απ’ τα χτυπήματα των ραβδιών σηκωνόταν σα μικρό σύννεφο, σκέφτηκε ότι θα βρώμιζε και το φόρεμα. Για να πάει πιο γρήγορα βάδισε για το μονοπάτι, βγήκε πάλι στο δημόσιο δρόμο, εκεί πάνω στη στροφή ήταν και το σπίτι. Στα αριστερά του, φάνηκε η μεγάλη πόρτα της αυλής, πήγε σιγά, σιγά κοντά για να βεβαιωθεί ότι ήταν κλειστή, κόλλησε πάνω της κι άρχισε να φωνάζει τ’ όνομα της γυναίκας. Γαυγίσματα σκύλου ακούστηκαν, ήρθε πίσω απ’ την πόρτα κι έκανε σαν τρελός αλυχτώντας, ο Μίκης κρατούσε το πόμολο σφιχτά και δεν το άφηνε. Απ’ το θόρυβο πήρε χαμπάρι η γυναίκα, μισάνοιξε την πόρτα.
«Τι θέλεις;»
«Σας έφερα το φόρεμα και με γεια σας.»
Έδιωξε το σκύλο, κι άνοιξε διάπλατα.
«Έλα μέσα,» είπε, ο Μίκης μπήκε στηv αυλή, αυτή πήρε το φόρεμα απ’ το χέρι του, το σήκωσε όρθιο, το έβαλε μπροστά της, περπάτησε μισό βήμα, γύρισε δεξιά αριστερά, κοίταξε στα μάτια τον Μίκη να δει αν του έκανε εντύπωση, τέλος του είπε να περιμένει και χάθηκε στο εσωτερικού του σπιτιού, μετά σα ν’ άλλαξε γνώμη βγήκε πάλι έξω και το ρώτησε:
«Πεινάς;»
Ο Μίκης δεν απάντησε, μόνο έγνεψε με το κεφάλι. Ναι.
Ξανά μπήκε μέσα, ο Μίκης αισθάνθηκε ότι θ’ άνοιγαν οι ουρανοί, ποιος ξέρει τι αμβροσία θα του έφερνε;
Ίσως να πραγματοποιείτο το όνειρό του, ένα όνειρο να μπορούσε χορτάσει κάποτε, να φάει όσο ήθελε, και το φαγητό που ονειρευόταν ήταν γάλα βραστό με αλάτι, να μουσκεύει ψωμί μέσα, να το τρώει και να γελάει, με κάθε μπουκιά ψωμιού που βουτούσε να ξεχειλίζει το κύπελλο, να χύνεται το γάλα γύρω του, να σχηματίζει ένα γαλαξία, σα να ήταν το αθάνατο γάλα, αυτό που έτρεχε απ’ τα στήθη της θεάς Ήρας, να γίνεται ποτάμι στη σκεπή του νυχτερινού ουρανού, κι αυτός να πλέει, τυλιγμένος μέσα σε πουπουλένιο γαλακτικό αφρό, συνεπαρμένος από ευτυχία, χορτάτος, κάνοντας συντροφιά με τ’ άστρα.
Η πόρτα άνοιξε, φάνηκε η γυναίκα να κρατά κάτι στα χέρια της.
«Να, πάρε», του λέει και του δίνει ένα κομμάτι ψωμί, η γλώσσα του άρχισε να υγραίνει, το σάλιο του έτρεχε απ’ τα άκρα των χειλιών του, η ανάσα του κόντευε να κοπή απ’ την αδημονία της δαγκωματιάς που θα έδινε στη σάρκα του ψωμιού. Έχωσε τα δόντια του, έκοψε μια τόσο μεγάλη μπουκιά, παρ’ ολίγο να πνιγεί, ένα μπλε-πράσινο χρώμα άνθισε μπρος τα μάτια του, στην αρχή του φάνηκε ότι ήταν ένα μπλε παντεσπάνι, μετά σα να ήταν ένα μπλε τριαντάφυλλο, αυτό που ζητούσε να βρει ο Σαχίμπ.
Το κοίταξε καλλίτερα, ήταν μούχλα. Ο Μίκης το έφαγε επί τόπου, τι κι αν ήταν μουχλιασμένο; Του φάνηκε σα να είχε βρει την πηγή της νιότης, το αθάνατο νερό, το μπλε τριαντάφυλλο.
Ο σκύλος από κάπου είχε ξεφύγει, τον πλησίασε, τον κοίταζε και κουνούσε την ουρά του περιμένοντας να του πετάξει ένα κομμάτι απ’ το μουχλιασμένο ξεροκόμματο. Ο Μίκης κατάλαβε ότι είχαν γίνει φίλοι.
Στο γυρισμό τα παιδιά που έπαιζαν ‘γουρουνούλα’ σταμάτησαν το παίξιμο και τον κοίταζαν με ζήλια, καθώς αυτός αναγλυφόταν απ’ τα τρίματα του ψωμιού, αυτά που είχαν μείνει στις άκρες των χειλιών του.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης