Σάββατο 17 Μαΐου 2008

ΟΣΑ ΔΕΝ ΣΒΥΝΕΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

Κατοχή, Μια τυπική μέρα στα Μαρκάτα Πυλάρου Κεφαλληνίας:
Στο χωριό μαθεύτηκε το χαρμόσυνο γεγονός, η Πυλαρινή βάρκα αυτή που έτρεμε στο πέλαγος από τον πυρετό της ελονοσίας, κι έκανε κρυφά ταξίδια στη μεγάλη στεριά, είχε γυρίσει στο λιμάνι της Πυλάρου απ’ το Ξηρόμερο, Νιοχώρι, Κατοχή, γεμάτη καλαμπόκι και αλάτι Ο πατέρας φώναξε τον Μίκη.
-Να, πάρε τούτο το πακέτο και πήγαινέ το στο τάδε σπίτι, αυτοί ξέρουν, τους έχω μιλήσει.-
Ο Μίκης με το φακότο στον ώμο σταμάτησε εκεί σε μια γωνιά στο αυλάκι κι άνοιξε το πακέτο. Μέσα ήταν ένα ύφασμα μπλε σεβιότ αυτό που προόριζε να κάνει κουστούμι ο πατέρας. Στάθηκε στο μονοπάτι που έφερνε στο σπίτι και από μακριά φώναξε γιατί ο σκύλος ούρλιαζε σαν λυσσασμένος. Άνοιξαν το πράσινο στρογγυλό πορτόνι της αυλής, πήραν το φακότο και πήγαν μέσα, του είπαν να περιμένει, εξέτασαν το ύφασμα με προσοχή, μετά απ’ τη θράκα της φωτιάς άναψαν ένα ριγανόξυλο στη φλόγα του έκαψαν μια–δυο κλωστές του υφάσματος, για να δουν μήπως ήταν ξύλινο. Ικανοποιημένοι είπαν. Άντε φύγε τώρα πες του πατέρα σου να έρθει αύριο να πάρει το καλαμπόκι. 30 λίτρες και μια φούχτα αλάτι χοντρό. Με αυτό τον τρόπο άδειασαν τα συρτάρια του κομμού, από πετσέτες, σεντόνια κι από όλα τα πράγματα που είχε φέρει απ’ το εξωτερικό. Η μάνα σε μια γωνιά έκλαιγε για την κατάντια, για την αγοροπωλησία αλλά το φάσμα της πείνας είχε προτεραιότητα. Έτριψε το αλάτι πάνω στο τραπέζι με μια μπουκάλα άσπρη της μιας πίντας και καρτεζί, το καλαμπόκι αλέστηκε στον ανεμόμυλο η πουλέντα ξαναήρθε στην παδέλα, η μπομπότα στην τσερέπα. Τ’ όνειρο όμως παρέμεινε όνειρο, πότε θα ερχόταν μια μέρα που θα έτρωγαν πουλέντα από αλεύρι σταρένιο, αυτό με τα καφέ χρώματος πίτουρα, αυτό που φάνταζε στο μυαλό τους σαν θεϊκή αμβροσία, αυτήν που έτρωγαν οι Θεοί του Ολύμπου...
Μ’ ένα χιλιοκτυπημένο εμαγιέ πικιόνι στο χέρι ο Μίκης πήγαινε στο σπίτι του διπλανού χωριού σε μια οικογένεια που είχε λίγα προβατάκια να του το γεμίσουν τυρόγαλο, το είχαν υποσχεθεί. Ήταν ένα κιτρινωπό υγρό που μόλις του το έδιναν το έφερνε στα χείλη του και έπινε σχεδόν το μισό έτσι όπως ήταν χλιαρό.
Στο γυρισμό συνάντησε στο δρόμο τη γυναίκα με το μαύρο τσεμπέρι τυλιγμένο στο κεφάλι που εξακολουθούσε να γράφει με κάρβουνο τους φανταστικούς εχθρούς της, σε τοίχους και χαλέπεδα. Τον πλησίασε και του μίλησε φιλικά, -είναι εχθροί μου, παιδί μου, γράφω τα ονόματά τους για να το μάθει όλος ο κόσμος. Έλα αργότερα απ’ το σπίτι, έχω μαμαλίγκα.
Ο Μίκης δεν απάντησε, αλλά συνέχισε το δρόμο του.
Άφησε το πικιόνι στο τραπέζι, η μάνα κοίταξε το τυρόγαλο και ψιθύρισε.
«Μα δεν το γέμιζαν τουλάχιστον οι Χριστιανοί.»
Βγήκε μόνος στο χωματένιο δρόμο να τρέξει στεφάνι, αυτό που ήταν από βαρέλι τυριού. Εκεί είδε τον θείο του τον μελισσοκόμο που άνοιγε το πορτόνι της αυλής του. Κοιτάχτηκαν και οι δυο σα συνωμότες, γύρισαν το κεφάλι δεξιά, αριστερά μήπως τους βλέπει κανένα μάτι κι αφού βεβαιώθηκαν τον φώναξε κοντά του μέσα στην κουζίνα και τον ρώτησε αν πεινά. Του έκοψε μια φέτα κριθαρένιο ψωμί από ταψί τσερέπας, ο Μίκης το έφαγε κρυφά επί τόπου και μετά πήγε στο πίσω μέρος του σπιτιού όπου υπήρχε ένας σίκλος με διάλυση σουμπλιμέ και βούτηξε τα χέρια του να τα απολυμάνει, να μην κολλήσει χτικιό, μια και είχε πιάσει τη φέτα ψωμί που του έδωσε ο άρρωστος θείος του ο μελισσοκόμος. Η φωνή της μάνας ακούστηκε, ελάτε για φαγητό. Το βραδινό φαγητό στο σπίτι μπομπότα κάπως ξερή τηγανητή και μια κούπα λαχανόζουμο με λάδι, έφαγαν, έσβησαν το φως του λύχνου και πήγαν για ύπνο.
Άλλη μια μέρα πέρασε, για αύριο έχει ο Θεός είπε η Μάνα κι έκανε το σταυρό της…

Κεφαλλονίτικο λεξιλόγιο:
Φακότο= μικρό σακί
Πίντα= αγγλικό μέτρο υγρού, αντιστοιχεί σε 0.568 λίτρου, τα Επτάνησα είχαν αγγλικά μέτρα και σταθμά.
Παδέλα= κατσαρόλα πήλινη
Καρτεζί = τέταρτο
Πουλέντα= κουρκούτι
Πικιόνι= κύπελλο
Τσερέπα =φουρνάκι από πηλό και μαλλί γίδας,
Πορτόνι = πόρτα αυλής
Σίκλος= κουβάς


Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη



6 σχόλια:

ΦΑΙΔΩΝ ΘΕΟΦΙΛΟΥ είπε...

Mέσα από τη σελίδα σου μαθαίνουμε, όσοι τη διαβάζουμε, να εκτιμούμε τη ζωή και τ' αγαθά της. Όσο για τον τόπο σου που με τόση ενάργεια τον περιγράφεις, αφήνει την αίσθηση πως στον κόσμο δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο από την Κεφαλονιά. Όπως θα λέγαμε στο χωριό μου: Η Κεφαλονιά κι ο κόσμος όλος!

pylaros είπε...

Φίλε Φαιδων,

Η απάντηση είναι απλή, την αγαπώ γιατί μου τη στέρησαν.


Ευχαριστώ

Γαβριήλ

Ανώνυμος είπε...

Σκηνές αληθινές, μιας εποχής μαρτυρικής και πονεμένης. Εάν δεν την έχεις ζήσει,είναι αδύνατο να νοιώσεις επακριβώς το μέγεθος της πείνας και της δυστυχίας.
Η πέννα σου περιγραφική και λεπτομερής, καταφέρνει να μας μεταφέρει ζωντανά μέσα στην ατμόσφαιρα αυτής της ανταριασμένης περιόδου, που εύχεται κανείς να μην ξανάρθει ποτέ.
Βάνα.

pylaros είπε...

Αγαπητή μου Βάνα,
Οι αναμνήσεις μιας τέτοιας εποχής μας κάνουν πιο δυνατούς στα σημερινά κατατόπια της κοινωνίας που ζούμε, θα έπρεπε να είμαστε ευτυχισμένοι από τη ζωή μας στη σημερινή κοινωνία, αλλά, υπάρχει ένα ουτοπικό αλλά στην ανικανοποίητη ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου που είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί.

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

Ακριβώς αυτό συμβαίνει, φίλε Γαβριήλ, από τέτοιες καταστάσεις, μιας πoνεμένης εποχής, οι άνθρωποι βγαίνουν πιο δυνατοί.

pylaros είπε...

File Strato,
Όχι μόνο πιο δυνατοί αλλά ικανοποιούντε με τα σημερινά υπάρχοντα.

Ευχαριστώ!

Γαβριήλ