Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Ελληνικό Μονοπάτι!



 Το μονοπάτι στενό, ανηφορικό,   το πλάτος του τόσο όσο  να περνά ένας φορτωμένος γάϊδαρος, ήταν  άγραφος νόμος. Τρία σπίτια είχαν πρόσβαση από αυτό το μονοπάτι, το δικό μας, του απέναντί μας που  ήταν έρημο, τον ιδιοκτήτη του τον είχαν σκοτώσει σε καρτέρι ένα πρωί χάραμα, καθώς  βάδιζε για την Αγία Ευφημία. Το  από πάνω σπίτι,  ο άνδρας μαζί με τα τρία αγόρια του έκαιγε καμίνια για ξυλοκάρβουνα στο βουνό, η γυναίκα του και γειτόνισσά μας με την κόρη της πρόσεχαν  δυο γίδες από όπου μας έδιναν   γάλα.
Ένας γερμανός στρατιώτης από την απέναντι πλευρά του αυλακιού, απ έξω απ’ την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου γονάτισε και σημάδεψε την γυναίκα, τράβηξε την σκανδάλη, η σφαίρα  την βρήκε στην κοιλιά. Έπεσαι, οι γείτονες την σήκωσαν την έβαλαν στο κρεβάτι, για βοήθεια φώναξαν τον τσαγκάρη του χωριού αυτόν που έπαιζε βιολί, καπάκιζε λίγα γερμανικά, ήρθε ένας γερμανός αξιωματικός, λέγανε ότι ήταν γιατρός, η σφαίρα της είχε κόψει το βασιλικό άντερο, την άφησαν στο κρεβάτι να πεθάνει.
Ο άνδρας της, τα παιδιά της μαζεύτηκαν στην αυλή και κλαίγανε σπαρακτικά. Ανακατεμένος σε όλα παρακολουθούσα τα πάντα, μέχρι που μια ηλικιωμένη που φορούσε βελέσι μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο,  μου είπε να φύγω, αυτά δεν είναι για μικρά παιδιά.
 Η καμπάνα σήμαινε λυπητερά, δυο κοντές με τη μικρή, σιγή μισού λεπτού και μετά δυο βαριές,  με τη μεγάλη.
Ο κόσμος  βγήκε στους δρόμους να μάθει, η νοικοκυρές στις αυλές τους, το κοινό φέρετρο της εκκλησίας ετοιμάστηκε ένα σεντόνι ήταν αυτό που θα την συντρόφευε στην μαύρη γη, το φέρετρο γύρισε στην εκκλησία για τον επόμενο, αυτόν  που είχε σειρά.
                                                                      ** 
Μια Πέμπτη με είχαν καλέσει στα προικιά στο σπίτι όπου θα γινόταν ο γάμος, κάποιος με έσπρωξε πάνω στο νυφικό στρώμα, αυτό που θα περνούσαν οι νεόνυμφοι  την πρώτη νύχτα του γάμου. (έθιμο για να  αποκτήσουν σερνικό)
 Μετά απ’ την ανταλλαγή στεφάνων και το η γυνή να φοβάται τον άνδρα, το πάτημα του ποδιού απ’ την νύφη, κατά το έθιμο άρχισαν τα σμπάρα, οι χειροβομβίδες, έπεφταν η μια πίσω απ την άλλη, δυο από αυτές δεν έσκασαν, έστειλαν ένα παιδί να κάνει λάκκο και να τις χώσει, μ’ ένα φτυάρι τις πήρε, τότε έσκασαν του έβγαλαν το ένα μάτι, λαβώθηκε στα χέρια,  πιτσιλιές από αίμα,  η γιαγιά ούρλιαζε απ’ το κρεβάτι της, πανικός δημιουργήθηκε, δεν είχαν ακόμη αρχίσει να σερβίρουν φαγητό, άνθρωποι τρέχανε,   έφυγα νηστικός.
                                            **
Μεσάνυχτα, απόλυτος σιγή, κάπου, κάπου κανένα πεινασμένο σκυλί ούρλιαζε, η φωνή του χανόταν στις έρημες χαράδρες, χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα. Το φως του λύχνου μετά βίας έκανε μια τρύπα στο σκοτάδι του δωματίου, απαγορευόταν να υπάρχει παράθυρο φωτισμένο. Είχαμε κρεμάσει μαύρες κουβέρτες.  Ανοίχτε ακούστηκε μια κλαψιάρικη φωνή, είμαι εγώ η Αγγέλα, ο πατέρας ξεκλείδωσε, εμείς από πίσω όρθιοι, με κυνηγά μια γάτα να με κατασπαράξει, μπήκε μέσα.
Ξέρεις ότι απαγορεύεται η κυκλοφορία; Αν σε πιάσουν θα σε εκτελέσουν, της δώσαμε μια μπουκιά ψωμί, δεν είχαμε τίποτε άλλο,  της ανοίξαμε την πόρτα κι έφυγε.
Πίσω από την πόρτα φιγουράριζε μια διαταγή των κατακτητών-αστυνομίας, μόνο επιτρέπετε να μένουν στο σπίτι όσοι   έχουν δηλωθεί στην λίστα. Οποιοσδήποτε άλλος θα τυφεκιζόταν.
                                                  **
Άφησε  την τελευταία του πνοή καθιστός στο κρεβάτι, έλα να δεις τον μπάρμπα σου για τελευταία φορά μούπε ο πατέρας (είχε κολλήσει χτικιό στον στρατό)  φορούσε μια φανέλα μάλλινη με μακριά μανίκια, νιόπαντρος η γυναίκα του έστυβε ένα λεμόνι σε ποτήρι κι έκλαιγε, εγώ σταμάτησα στην είσοδο και κοίταζα.     Μετά  βάλανε όλα τα ιμάτιά του σε μια παλιά στέρνα αυτή που δεν είχαν τελειώσει οι παππούδες μας και βάλανε φωτιά, δεν γλύτωσε ακόμα ούτε τα μαχαιρο-πιρουνά  του, το σκουτέλι του τα φλιτζάνια του ακόμα και το ρολόι της τσέπης.
Όλα κάηκαν, όλα  έγιναν στάχτη μαζί με το μικρόβιο του Κωχ.  
                                              **
Σήμερα το ίδιο μονοπάτι  μένει  εκεί,   οδηγεί στα ερείπια, δεν υπάρχουν άνθρωποι, χάθηκαν, έφυγαν,  σκόρπισαν, οι παιδικές αναμνήσεις δεν πρέπει να χαθούν, είναι  μαρτυρίες, η ιστορία της φυλής μας του γένους  μας, είναι η πηγή της οδύσσειας μας…    

Γαβριήλ Παναγιωσούλης    

     

10 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

...καπάκιζε...!!! ...το σκουτέλι του...

Γαβρίλη μου!
δεν τις είχα συναντήσει αυτές τις λέξει!
Έχεις δίκιο! Μαζί με τις σύντομες αναμνήσεις σου, καλό είναι να σημειώνονται κι οι λέξεις, όπου ατόφιες, θυμίζουν την γλώσσα μας!

Τις περιπέτειες με το ...κομπιούτερ μου,
τις αναλύσαμε τηλεφωνικώς, ευτυχώς!
Τώρα, μοιάζει Ο.Κ.

Όσο για τις προηγούμενες σου αναρτήσεις,
θα πάω άλλη, ημερήσια ώρα... ήδη έγινε 11.55!

Χαιρετισμούς από την μακρόνησο,
Υιώτα

Μηθυμναίος είπε...

Φίλε μου, τι να πω... Bλέπω στη φωτογραφία το «μονοπάτι» και μου φαίνεται μια χαρά μονοπάτι, παρ’ όλο τον «άγραφο νόμο» πλάτους… Αδυνατώ όμως να συλλάβω ότι, ένα γύρω απ’ αυτό, έχουν συμβεί τόσα και τέτοια τραγικά συμβάντα. Αναλογίζομαι εκείνες τις εποχές της καταχνιάς…

Και για ακόμη μια φορά να πω ότι θαυμάζω την αστείρευτη και δυνατή μνήμη σου

pylaros είπε...

καλημέρα από το Σίτυ, αγαπητή μου Υιώτα.

Οι χωριάτικες λέξεις δεν ξέρω ίσως να ήταν μόνο κεφαλονίτκες,
Σκουτέλι= Μπολ
καπάκιζε= ήξερε δυο τρεις λέξεις της άλλης γλώσσας.

Όσο για τη Μακρόνησου της Νέας Υόρκης που αληθινά έτσι είναι ο όνομά της, μου θύμισες το παρακάτω χουμοριστικό συμβάν:

Μια ξεναγός έδειχνε τα αρχαία μας στο Σούνιο, στο βάθος της θάλασσας είπε ότι εκεί φαίνεται η Μακρονησος (όμως η προφορά της αγγλικής όπως όλοι ξέρουμε είναι αναλόγος το μέρος που έχεις γεννηθεί)

γυρίζει ο αμερικάνος και λέει της γυναίκας του, άκου αυτή μας λέει ότι εκεί υπάρχει Macaroni & cheese...

Εγώ απλούστατα λέω (χωρίς λόγια)

Ευχαριστώ

χαιρετώ

Γαβριήλ

pylaros είπε...

Φίλε μου Στράτο,
Στην φωτογραφία δεν φαίνεται το μονοπάτι, είναι δίπλα κολητό με την λιθιά,
Όμως αυτά που γράφω έχουν πραγματικά συμβεί,
Ο νόμος του τότε ένα Legal μονοπάτι έπρεπε να περνά ο γάϊδαρος με δυο τσουβάλια, ένα από κάθε πλευρά ή ξύλα. Σήμερα έχει αλλάξει ο νόμος πρέπει να είναι πλάτος 4 μέτρα.

Το σπίτι που φαίνεται στην φωτο είναι αυτό που γεννήθηκα, από τις πολλες βροχές και υγρασία έχουν μαυρίσει οι λιθιές, είναι και το κλίμα άτιμο όταν βρέχει ολόκληρους μήνες χωρίς να σταματά.

Παρατηρώ ότι μέχρι σήμερα πολύ λίγος κόσμος μπορεί να καθρεφτίσει, να καταγράψει την ζωή όπως ήταν τα χρόνια που μεγαλώσαμε, μέχρι που φύγαμε, οπότε όταν τα γράφω νιώθω μια ξεκούραση, μια ψυχική εκτόνοση, σα να θέλω να ξεριζώσω από τα σωθικά μου ένα άλλο εγώ, αυτό που κάποτε έζησα και σήμερα μου φαίνεται σαν ψέμματα.

Φίλε ευχαριστώ

χαιρετισμους

Γαβριήλ

Μαριάνθη είπε...

ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΨΥΧΗΣ, ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΖΩΗΣ...ΑΥΤΗ ΣΟΥ Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΚΥΡΙΕ ΓΑΒΡΙΗΛ. ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ, ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ. ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑΤΙ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΤΟ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ ΝΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΥΜΕ. ΟΠΩΣ ΛΕΕΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ, ΑΜΑ ΔΕ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ ΠΙΣΩ, ΧΑΝΕΙΣ ΤΗΝ ΕΥΘΕΙΑ ΜΠΡΟΣΤΑ. ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ. ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ ΜΕ ΤΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΔΙΚΑ ΜΟΥ ΝΑ ΣΟΥ ΓΡΑΨΩ ΣΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ. ΤΗΝ ΕΙΔΑ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ Ο ΦΤΑΙΧΤΗΣ ΠΟΥ ΜΟΥ ΤΟ ΕΧΕΙΣ ΣΤΕΙΛΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΕΧΩ ΔΙΑΒΑΣΕΙ ΟΛΟ.ΚΑΛΑ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΟΛΟΙ. ΠΑΝΤΑ ΕΧΕΙΣ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΟΥ.

pylaros είπε...

Καλησπέρα από την ξενιτιά αγαπητή μου Μαριάνθη,
Είναι βράδυ, ένα βράδυ μονότονο, όπως όλα,
Στην μοντέρνα ζωή η συντροφιά της τηλεόρασης έχει γίνει ρουτίνα, όμως τα γούστα ή ας πούμε το τι αρέσει στον καθένα μας είναι διαφορετικό...

Τα θέματα της οθόνης ποικίλουν, από τα πλέον χαζά μέχρι επιστημονικά, αυτά που προβλημτίζουν, από ευαγγελικούς ιεροκήρυκες, με πιστούς που ωρύονται, μέχρι φανταστικά, από έργα τρόμου και βρυκολάκων,

Όμως αυτό που μου αρέσει, αυτό που βρίσκω καταφύγιο είναι το γράψιμμο, είναι ένα 'χόμπυ' όπου νικά την παρούσα σύγχρονη κοινωνική ζωή, και με μεταφέρει σε κόσμους που θεωρώ καθεαυτό δικούς μου...
Ευχαριστώ

Χαιρετισμούς, με αγάπη

Γαβριήλ

Dennis Kontarinis είπε...

Φίλε Γαβρίλη καλησπέρα.
Αν και τα είπαμε το πρωί δια ζώσης ας τα πούμε και από εδώ.
Συγκινητική η ιστορία σου. Ήταν τότε η εποχή που ο κάθε δρόμος της πατρίδας μας έγραφε την δική του ιστορία. Άλλοι οι άνθρωποι τότε. Και πολύ δύσκολοι οι χρόνοι που περνούσαμε.Όμως φίλε μου τα καταφέραμε.
Νάσαι καλά να μας προσφέρεις αυτές τις υπέροχες αναμνήσεις σου.

pylaros είπε...

ΟΙ αναμνήσεις που είναι μέρος της ζωής μας, δεν πρέπει να χάνονται, είναι μέρος του Ελληνισμού της τότε εποχής, που ήταν μόλις χθες!

Φίλε Ντένη, ευχαριστώ,
ο καφές του Σαββάτου ήταν ευεργετικός μετά ήλθε κι άλλος φίλος, έψαξα να σε βρω αλλά είχες κλειστό το τηλέφωνό σου

χαιρετώ

Γαβριήλ

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε...

Αργω να περασω μερικες φορες απο το σπιτικο σου αλλα δεν ξεχνω ποτε να ερθω να μαθω νεα απο τους μπλοκοφιλους!!!!Να εισαι παντα καλα και καλη εβδομαδα να εχεις απο αυριο με υγεια.Πολυ συγκινητικη ιστορια και σιγουρα ειναι αναμνησεις μιας δυσκολης ζωης!!!

pylaros είπε...

Αφγαητέ μου SKROYTZAKO,

Σου έχομαι μια καλή και δημιουργική εβδομάδα,

Σε ευχαριστώ που πέρασες από τι φτωχικό μου, οι ιστοριούλες μου πράγματι είναι από μια δύσκολη ζωή τα παλιά χρόνια στην Ελλάδα.

Ευχαριστώ

Γαβριήλ