Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

Είχα μια Μαργαρίτα...

Μετά από  απουσία μου μιας εβδομάδας σε ένα είδος mini vacation   ξαναγυρνώ στην ρουτίνα της γειτονιάς μου.   


 Είχα  μια μαργαρίτα είχε με κίτρινη καρδιά και άσπρα φύλλα.
Έσκυψα κα την έκοψα, άρχισα να μαδώ ένα, ένα τα φύλλα της, ζητούσα να μάθω αν κάποτε θα έβλεπα πιο εκεί απ’ τις βουνοκορφές του χωριού μου,
Είχα  μια παπαρούνα, έσκυψα και την έκοψα, κοίταξα την μαύρη καρδιά της,  μάδησα τα 4 κατακόκκινα φύλλα της, τα  βούτηξα  σε λίγο νερό και τάβαλα σ’ ένα καπάκι πάνω στα κεραμίδια   να στεγνώσουν στον ήλιο, να βγει από την καρδιά τους αιμάτινο μελάνι, να το στραγγίξω σε μελανοδοχείο,  για να γράφω με  αγκίνι  Χ, ή χήνας,
Είχα  τους μαρτιάκους με τα κίτρινα λουλουδάκια, έσκυψα και τάκοψα, δροσιά έσταζε από κάθε τους φύλλο.  Κάθε σταγόνα τους κι ένα όνειρο που κιτρίνιζε απ την ανταύγεια του ήλιου, αυτού που φώτιζε τον ουρανό του χωριού μου.
Είχα  μια μολόχα έκοψα το μπλε ανθάκι της αυτή άρχισε να κλαίει τότε τι ρώτησα γιατί, ο αέρας την χάιδευε κι αυτή προσκυνούσε  την μπλε θάλασσα που φαινόταν μακριά στον ορίζοντα, ανάμεσα Κεφαλονιά και Ιθάκη σα να μούλεγε  εκεί είναι το μέλλον σου.
Είχα  μια γαζία έκοψα το πράσινο φύλλα της, μύρισε ολόκληρη η γειτονιά, θα σε περιμένω να γυρίσεις μούπε, γύρισα ο κορμός της ρυτιδιασμένος, δεν είχε ούτε την δύναμη να με καλωσορίσει.  
Είχα  μια τσατσαμινιά, τα άσπρα ανθάκια της ευωδίαζαν όλη μου την αυλή,
Θα σε περιμένω να γυρίσεις, γύρισα την είδα, με είδε κι άρχισε να κλαίει, για το κατάντημά της
Είχα μια γλάστρα με βασιλικούς κάθε απόγευμα έκοβα κι από ένα τόσο δα μικρό κλωναράκι μύριζε όλη η γειτονιά, θάμαστε για πάντα μαζί  μου έλεγε.
Είχα μια γλάστρα με κάτασπρα κορέλια αυτά τα έλεγα μαργαριτάρια,
Όταν γύρισα , δεν ακουγόταν πλέον οι φωνές των παιδιών , τα σπίτια έρημα, οι πατημασιές  μου ένας κουφός  αντίλαλος στα πέρα βουνά,  σταγόνες βροχής χοντρές σαν καρύδια έπεφταν απ’ τον ουρανό έκαναν μια τρύπα στο ξερό χώμα άκουγες ένα συνεχές πλατς. πλατς, μετά  ένας δυνατός αέρας μαζί με αστραπόβροντα ο αέρας τίναζε τις σταλαγματιές απ τα φύλα των δένδρων πάνω στην σκεπή και μου έκαναν συντροφιά.
Ξάπλωσα στο παλιό καναπεδάκι στο ξερό του  στρώμα  με πήρε ο ύπνος ονειρεύτηκα αγγέλους να ψάλλουν το (όλη δόξα όλη χάρη άγια μέρα ξημερώνει και τη μνήμη σου το έθνος χαιρετά γονατιστό)  ξύπνησα τρομαγμένος το ποίημα που λέγαμε για την 25ην Μαρτίου. Αναζήτησα  τους δικούς μου, φώναξα μάνα, τίποτα είχαν φύγει όλοι για το μεγάλο ταξίδι δεν είχε μείνει τίποτα  παρά μόνο ερείπια.

Συνήλθα  κοίταξα γύρω μου,   και βιάστηκα να ξαναφύγω αφήνοντας αυτά που είχα αγαπήσει, αυτά που  έπλασαν έναν εαυτόν, αυτόν που δεν φαίνετε γιατί  τον σκεπάζουν οι ρυτίδες αυτές που μοιάζουν με ρίζες, αυτές που βάλαμε στα ξένα για να μπορέσουμε να ζήσουμε σε έναν διαφορετικό κόσμο, που όμως δεν έχει τη δύναμη να μας κάνει να λησμονήσουμε  τον τόπο μας αυτόν που κάποτε  μας έπλασε την προσωπικότητά μας λες και ήταν θεός που όμως δεν ήταν.   


 Γαβριήλ Παναγιωσούλης 

8 σχόλια:

Dennis Kontarinis είπε...

Μια τέλεια αναπαράσταση της περασμένης μας ζωής φίλε Γαβρίλη.
Κάτι που κουβαλάμε στις πλάτες μας, εμείς, που κάποιο πρωινό πήραμε ένα μικρό σάκο γεμάτον με όνειρα και ανηφορίσαμε τις στράτες της ξενητιές. Κι΄άντε να επιστρέψεις και να τα συμμαζέψεις.
Νάσαι καλά φίλε μου.

pylaros είπε...

Γεια σου φίλε Ντένη,
Αυτά σκεφτόμουνα μια εβδομάδα στην εξοχή, τα οπόια και αποτύπωσα σε χαρτί, γιατί πως να το κάνουμε είναι η ίδια μας η ζωή!

Ευχαριστώ
\χαιρετισμούς

Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

Τι όμορφο παιχνίδι σκάρωσες πάλι φίλε μου, σκόρπισες λουλούδια, λέξεις, χρώματα, σκέψεις, μνήμες και συναισθήματα… Αλήθεια, πόσο μαλακώνει η ψυχή του ανθρώπου στη μοναξιά; Πόση ευαισθησία και πόση τρυφερότητα σε κυριεύει όταν σκαλίζεις ομορφιές…

Μαδούσες τη μαργαρίτα γράφεις, ρωτώντας την μήπως και σ’ αφήσει να δεις τις «βουνοκορφές του χωριού σου». Κι εγώ τη μαδάω, κάποιες φορές, για να δω, όχι ποιος μ’ αγαπά, αλλά ποιος με θυμάται…
Απ’ την παπαρούνα κράτησες το κόκκινο και πέταξες το μαύρο της καρδιάς της… τι να το κάνεις το μαύρο… φτάνει πια…
Εμ’ το άλλο που «κάθε του φύλλο έσταζε όνειρα»; Τι όμορφα που ήταν τα όνειρα τότε. Τώρα κρέμονται οι σταγόνες σαν τελίτσες αποσιωπητικών…
Σημάδια των καιρών, φίλε μου.

Μην το βάζεις κάτω, χαμογέλα, στρώσε κι άλλα χρώματα στην παλέτα σου και χρωμάτιζε (αυτό έκανα κι εγώ στο Μηθυμναίο) χρωμάτιζε χαμόγελα και διαθέσεις.

Σου εύχομαι να έχεις την πιο όμορφη Κυριακή της ζωής σου!

Δώρα Γιαννάκου-Παρίση είπε...

Τί να κάνουμε κ. Γαβριήλ, έτσι είναι, δυστυχωσ ή ευτυχώς δεν ξέρω, η ζωή. Ότι γεννιέται φθείρεται και πεθαίνει. Με τι όμορφες λουλουδένιες παραστάσεις δόσατε εσείς τη λοσταλγία για το τόπο σας. Αυτό φοβήθηκα κι' εγώ και επέστρεψα εγκαίρως. Σας χαιρετώ.

pylaros είπε...

Καλημέρα φίλε μου Στράτο από μια μαυρηδερή Νέα Υόρκ, βρέχει και έχουν και την παρέλσση της 25ης Μαρτίου στην 5η Λεωφόρο.

Όσο ωριμάζει ο άνθρωπος, όταν πλέον έχουν διαβεί από πάνω του τόσα και τόσα και αυτό που απομένει είναι η νοσταλγία της παιδικής του ηλικίας, τότε αρχίζει και θυμάτε, μονολογεί και λέγει:
Αν έκανα αυτό ή εκείνο, αν δεν πήγαινα, αν δεν συναντούσα, τέλος παντων η ζωή είναι ένα Αν!!!
Οι καταστάσεις οι τότε που υπήρχαν όταν γεννήθηκε, τα πιστεύω του τότε ξαναζωντανεύουν μέσα του και αρχίζει να τα περιγράφει, να τα διηγήται, είναι όμως στιγές τρυφερές, ανθρώπινες, στιγμές φτώχιας, στιγμές αθώες, μα και γεμάτες θαλπωρή.
Πως μπορεί να εξηγήσει σήμερα στην καινούργια γενιά τι είναι το μελάνι που έφτιαχναν από φύλλα παπαρούνας, ή τα μάδημα της μαργαρίτας, πως μπορεί να εξηγήσει τα τότε όνειρα αυτά που ήταν πέρα από τον στενό ορίζοντα του χωριού, αφού έχουν στο χέρι αυτο το μηχανάκι και "τεξτάρουν" τον κόσμο ολόκληρο, φέρνουν τον πλανήτα μας στην παλάμη τους;
Έτσι τα τότε φιόρα, οι μυρωδιές των λουλουδιών, η πρωτόγονη φυσική ζωή ξαναπερνά μπρος από τα μάτια μας νοσταλγόντας την παιδική ηλικία, πάντα με την αμφιβολία σε ένα Αν!
Ακόμα κι ένα απλό αν, Αν υπήρχε ηλεκτρικό φως ίσως να μην ήταν τόσο δυνατή η θήμυσή της.

Ευχαριστώ σε φίλε

Γαβριήλ


pylaros είπε...

Αγαπητή μου κ Δώρα, η ζωή είναι ακριβώς όπως την περιγράφεται φθείρεται, όμως όταν κατασταλάξει κάπου καποιος και αναλογιστεί πόσες διαφορετικές ζωές έχει ζήσει, σε πόσα διαφορετικά κράτη έχει επισκεφτεί και ζήσει, πόσες διαφορετικές περιπέτειες έχει περάσει, πόσες από αυτές έχουν επιρριάσει τον χαρακτήρα του, η μόνη που απομένει ατόφια γνήσια και αθώα είναι η εποχή αυτά τα λίγα χρόνια που έζησε στον τόπο που γεννήθηκε, γιατί ήταν γεμάτη όνειρα αυτά που διηγούνταν οι παλαιότεροι ταξιδευτές.

Ευχαριστώ
με αγάπη

Γαβριήλ

Αστοριανή είπε...

...κι είναι μερικές λέξεις που δεν τις ξέρω,
Γαβρίλη μου...
υποθέτω τοπικές...

μόνο που πολύ ...μάδημα έκανες, φίλε!!!!
θα κουράστηκες με τόση εργασία!!!

έλα μου, σε πειράζω, έστω και καθυστερημένα...

Είδες, σήμερα το πρωί το χίονι!!!!!!!!

Ευτυχώς που έλειωσε γρήγορα...
Χαιρετισμούς,
Υιώτα

pylaros είπε...

αχ! αγαπητή μου Υιώτα,

Κάθε Μαργαρίτα αντιπροσωπεύει κι έναν χρόνο απουσίας απ την γενέτειρα και ίσως δεν είναι αρκετές!
Στο ΜΠΡΟΝΧ δεν έρειξε καθόλου χιόνι
(Είμαστε ανθρώποι του Θεού)
στο Λονγκ Άιλαντ μέχρι 4 ίντσες
Χαιρετισμούς

με αγάπη
Γαβριήλ