Σάββατο 2 Φεβρουαρίου 2008

Το Ξενύχτι...

Ένα διήγημα χωρίς εικόνες, που είναι γεμάτο εικόνες.

Η καμπάνα του Αγίου Δημητρίου σήμαινε λυπητερά. Οι χωριανοί αναρωτιόταν ποιος να πέθανε άραγε;
Τα παιδιά έτρεχαν να μάθουν τα νέα ώστε να προλάβουν να καπαρώσουν τα εξαπτέρυγα για την κηδεία, έτσι να κερδίσουν το δώρο τους συνήθως ένα μικρό χρηματικό ποσόν.
Ο παπάς περνούσε απ’ την πλατεία με τα καφενεία πηγαίνοντας στο σπίτι του, που βρισκόταν ακριβώς κάτω απ’ το δημόσιο δρόμο. Εκεί σε μια γωνιά κρατούσε φυλαγμένα και τα δημόσια έγγραφα γεννήσεων, θανάτων γάμων κλπ. Ένα ολόκληρο ληξιαρχείο. Άκουσε κι αυτός την καμπάνα που σήμαινε λυπητερά.
«Άλλη μια διόρθωση στα εκκλησιαστικά μητρώα,» σκέφθηκε.
Στα πεζούλια των καφενείων οι άνδρες κουβέντιαζαν και προσπαθούσαν να εξηγήσουν τις προφητείες του Αγαθάγγελου, αυτές που έλεγαν ότι το αίμα θα φτάσει ένα ζωνάρι από ένα ξανθό γένος που θα κατεβεί απ’ το βορρά. Νόμιζαν ότι θα ερχόταν το τέλος του κόσμου.
Η μοιρολογίστρα, στο σπίτι της έξαινε μαλλί προβάτου να το έχει έτοιμο για να γνέσει.
Άκουσε κι αυτή την καμπάνα, έλυσε τις πλεξούδες των μαλλιών της σε μια μάζα ψαρών κατσαρών φουντωτών μαλλιών και περίμενε να την φωνάξουν στο ξενύχτι ώστε να τα τραβάει και να οδύρεται για τον πεθαμένο.
Η μάνα καβούρδιζε ρεβίθια, να τα ανακατέψει με μερικά κλωνιά καφέ, ώστε να τρατάρει τους χωριανούς που θα ερχόταν στο ξενύχτι.
Ο πατέρας έκοβε ταμπάκο με το μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας, αφού τον είχε κρεμάσει προηγουμένως στη στέρνα για να μην τρίβει. Είχε ετοιμάσει και τον πυριόβολο με φυτίλι για να ανάβουν τα τσιγάρα, αυτά που θα τους πρόσφερε.
Ο γείτονας ο Αντώνης του είχε δώσει μερικά φύλλα χαρτιού από το βιβλίο με τις προφητείες, για τσιγαρόχαρτο. Είχανε και τσίπουρο, μα και κονιάκ, αν κάποιος ήθελε να πιει.
Σ’ ένα κουβά μέσα υπήρχε νερό με διάλυση σουμπλιμέ, ένα κοκκινωπό υγρό, για να απολυμαίνουν τα χέρια τους αν έγγιζαν κάτι από το σπίτι του χτικιασμένου νεκρού.
Η μάνα είχε βρει ένα προϊστορικό σκανταλέτο-λιβανιστήρι, είχε βάλει κάρβουνα αναμμένα κι έκαιγε λιβάνι, μέσα στην κάμαρα που ήτανε το φέρετρο του πεθαμένου μπάρμπα.
Οι ξένοι Ιταλοί κατακτητές, περνούσαν από τον δρόμο κι έλεγαν απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις. Σα νύχτωσε το φως του λύχνου μετά βίας φώτιζε τις γυναικείες σκιές που καθόταν ξαγρυπνώντας γύρω απ’ το νεκρό με τα λυτά τσεμπέρια τους σιγοκλαίγοντας και μοιρολογώντας. Έμοιαζε σκηνή αρχαίας τραγωδίας.
Η μεγάλη πόρτα της αυλής άνοιγε κι έκλεινε, οι άνδρες καθόταν πάνω στα λιθάρια σιγοψιθυρίζοντας, ο Θεός να τον συγχωρέσει κι έκρυβαν το φως της καύτρας απ’ τα τσιγάρα τους στην κλειστή παλάμη τους, μην τυχόν και περάσει Ιταλική περίπολος.
Εγώ έτρεχα ανάμεσα στα τόσα καινούρια πρόσωπα, άκουγα συζητήσεις. Όλοι το περίμεναν
ότι θα πέθαινε, λέγανε μάλιστα ότι άργησε, αφού έκανε το λάθος να παντρευτεί. Δεν είχε το δικαίωμα, το χτικιό δεν το επέτρεπε. Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι. Κατά τα μεσάνυχτα πήγα στο διπλανό σπίτι. Εκεί ξάπλωσα πάνω στο αχυρένιο στρώμα του καναπέ.
Ο ύπνος με πήρε στην αγκαλιά του. Με μετέφερε στον ουράνιο θόλο από όπου μπορούσα να δω το μέλλον. Από μπροστά μου χανόταν το χωριό μου, ο τόπος μου. Τρόμαξα, δεν μου άρεσε, διαμαρτυρήθηκα στο Θεό: «Το πεπρωμένο σου είναι γραμμένο, θα χαθείς από την Πύλαρό σου» ακούστηκε μια φωνή
Ξύπνησα όταν είχε ξημερώσει, οι περισσότεροι επισκέπτες είχαν φύγει, οι υπόλοιποι ετοιμαζόταν για την κηδεία. Τι παράξενο όνειρο σκέφτηκα, ευτυχώς που ήταν μόνο όνειρο.
Οι καμπάνες του Αγίου Δημητρίου τώρα χτυπούσαν διπλές, λυπητερά, η κηδεία είχε αρχίσει, ο παπάς με το θυμιατό στο χέρι, τα παιδιά με τα εξαπτέρυγα είχαν έρθει στο σπίτι να συνοδέψουν το νεκρό στην τελευταία του κατοικία. Ο παπάς έβαλε λιβάνι στο θυμιατό. Καπνός γέμισε την ατμόσφαιρα, άφησε την ανατολίτικη μυρωδιά του και διαλύθηκε. Τέσσερις φίλοι χωριανοί σήκωσαν στους ώμους τους, το εκκλησιαστικό φέρετρο με το νεκρό, ακολουθώντας τις νεκρώσιμες ψαλμωδίες του παπά, από πίσω η νιόπαντρη χήρα, μαζί τα αδέλφια του σιωπηλά, οι πενθούντες συγγενείς, ο υπόλοιπος κόσμος του χωριού, ακολουθούσα κι εγώ ήθελα πολύ ν’ ακούσω το «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα…»
Στην στροφή του δρόμου φάνηκαν τα πρώτα κοράκια, πετούσαν χαμηλά κι έκραζαν. Απ’ το έρημο παλάτι του Ροή, αυτού που είχε πλουτίσει και μείνει στο εξωτερικό αναδινόταν μια βρώμα κοπριάς προβάτων, κάποιος τσοπάνης, χρησιμοποιούσε το υπόγειο για μαντρί. Στη ρεματιά μέσα φάνηκε το πτώμα ενός γαϊδάρου, τα κοράκια μάλωναν αναμεταξύ τους. Η κηδεία προχωρούσε, ο παπάς έψαλλε το κύριε ελέησον, οι κατακτητές Ιταλοί κοίταζαν απ’ το παράθυρο σπιτιού που είχαν επιτάξει και γελούσαν. Στην εκκλησία μετά τον τελευταίο ασπασμό, έφεραν το φέρετρο, δίπλα στο μνήμα, σήκωσαν με το σεντόνι το νεκρό, τον πίθωσαν στο στόμα της γης, ξαναέβαλαν το φέρετρο στην εκκλησία για τον επόμενο. Ο παπάς έριχνε λίγο χώμα, άπλωσα το χέρι μου κι έριξα μια χούφτα χώμα, μια τιμητική συνήθεια από τα Ομηρικά χρόνια, μόνο που τότε έριχναν τον κονιορτό πριν την ταφή, ο γέρο Μπάμπης έφτυσε στις παλάμες του έπιασε το φτυάρι στο χέρι κι άρχισε να γεμίζει με χώμα τον τάφο, στα αυτιά μου ηχούσε ακόμα ο αντίλαλος των ψαλτών αιωνία αυτού η μνήμη…
Γυρίσαμε σπίτι. Περνώντας από τη ρεματιά είδαμε ότι τα κοράκια είχαν ξεγυμνώσει απ’ τις σάρκες τα κόκαλα του γαϊδάρου, κόκκινα φάνταζαν σαν σταυρόλεξο από τριαντάφυλλα.
Την επόμενη μέρα ήρθε η σειρά της φωτιάς, κάηκαν τα ιμάτιά του νεκρού, το κρεβάτι του, τα πάντα. Μετά ήρθε από το Αργοστόλι ο κλίβανος.
Το χτικιό είχε νικηθεί.

Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Νέα Υόρκη

6 σχόλια:

Unknown είπε...

Συγκλονιστικές εικόνες μέσα από ένα κείμενο απλό και τόσο άμεσο. Μερικές φορές αισθάνομαι πολύ τυχερός που έχω τόσο ζωντανές αναμνήσεις από το χωριό... και διαβάζω με εξαιρετικό ενδιαφέρον και συγκίνηση κάθε γραφτό σου που αναφέρεται σε αυτό.

Ανώνυμος είπε...

Στον αγαπητό μου φίλο Γαβριήλ,

Η απόφασή σου να ξεκινήσεις την ‘Πύλαρο’ και να διοχετεύσεις τις σελίδες
«πριν σε πνίξουν» είναι ωραιότατη και πολύ ευχάριστη… για μας!
Θερμά συγχαρητήρια…
Το διήγημά σου ένα πραγματικό διήγημα «χωρίς εικόνες» αλλά… με πολλές ζωηρές εικόνες, μου άρεσε.

Γεώργιος Αβράς

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικά γραμμένο. Σκηνές άκρως περιγραφικές με λέξεις που αποδίδουν όλο το χρώμα, το συναίσθημα και συγχρόνως τον ρεαλισμό της εποχής στο χωριό. Όλοι μας παρευρεθήκαμε ζωντανά στην προετοιμασία και στην κηδεία του άτυχου ανθρώπου. Η όλη εικόνα του κειμένου, μου θυμίζει "Cine noir" και ιδιαίτερα οι δύο φράσεις σου:" Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα" και " Τα κοράκια είχαν ξεγυμνώσει απ΄τις σάρκες τα κόκκαλα του γαϊδάρου.." Τρομερή η σύνδεσις σ'αυτά τα δύο. Μου επανέλαβαν την ωμή πραγματικότητα του προορισμού μας, ενωμένη με την δυνατή εικόνα," Κόκκινα φάνταζαν σαν σταυρόλεξο από τριαντάφυλλα."
Μια κόκκινη δροσερή νότα καρφωμένη στο εύθραστο χαρτί της αποσύνθεσίς μας. Ο Έλλιοτ, θα το χαιρόταν αφάνταστα.
Αισιοδοξία! Ακόμα δεν ήρθε η στιγμή.
Βάνα Κ.

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ωραίο κείμενο φίλε μου Γαβρίλη.
Και το κυριότερο είναι η καταγραφή τόσων πολίτιμων λαογραφικών στοιχείων τα οποία καλό είναι να καταθέτονται γιά να μην χαθούν.
Πίστωση χρόνου γιά να διαβάσω και τα υπόλοιπα.
Νάσαι καλά

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή μου Βάνα,
με το τρισδιάστατο μάτι σου κατόρθωσες και εμβάθυνες στον ψυχικό κόσμο του νοήματος...

σε συγχαίρω
Γαβριήλ
-----------------------------------



Φίλε Ντέννη, είναι κι αυτή μια προσπάθεια από τις σκόρπιες σελίδες που έχω να δουν το φως της δημοσιότητας, πριν είναι αργά.

Ευχαριστώ

Γαβριήλ

Μηθυμναίος είπε...

Εικόνες που παρουσιάζουν τη ζωή και το θάνατο σε μια εποχή πιο αληθινή...