Αποβραδίς τράβαγα το κουμπί από το ξυπνητήρι, σ’ ένα παλιό ραδιόφωνο που μου είχαν κάνει δώρο, το οποίο με κοίταζε με κάτι μάτια, μπλε μάτια που μέσα τους τρέχανε οι δείχτες μαρκάροντας τις ώρες, τον χρόνο, μετρώντας ακόμη και τις αναπνοές μου, μέχρι να έρθει η καταραμένη ώρα να αρχίσει να τρέμει, να χτυπιέται σα σεληνιασμένο, μια ώρα που ακόμα και τα κοκόρια κοιμόταν.
Μου είχε γίνει συνήθεια να ξυπνώ πέντε λεπτά πριν λαλήσει το ξυπνητήρι, 3:00 χαράματα, πατούσα το κουμπί πάλι και το απενεργοποιούσα. Έριχνα νερό στα μάτια μου έτσι για να φύγουν οι τσίμπλες, ντυνόμουν κι έβγαινα στον δρόμο.
Έβανα εμπρός το αυτοκίνητο ξεκινούσα οδηγώντας στους έρημους δρόμους της Νέας Υόρκης, κρατώντας το τιμόνι, σφιχτά με τα δυο μου χέρια, μέχρι να συνειδητοποιήσω που βρισκόμουν. Στη διαδρομή κοίταζα τ’ άστρα, το φεγγάρι αν υπήρχαν, αν όχι κοίταζα τη μαύρη μούχλα που ήταν ντυμένοι οι δρόμοι, τότε άρχιζαν τα όνειρα, αυτά μου έδιναν ένα θάρρος να συνεχίζω να υπάρχω, ένα πείσμα να νικήσω τη ζωή, την ξενιτιά, τις περιστάσεις, μέχρι να έρθει η λευτεριά, μέχρι να ξαναβρώ τον εαυτό μου, έτσι νόμιζα. Γυρίζοντας μια μέρα στο μέρος μου, θα εύρισκα αυτά που άφησα, αυτά που ήξερα. Μια ουτοπία που τόξερα ότι ήταν ουτοπία, έλα όμως που χωρίς αυτή την πίστη, η ζωή θα ήταν ωμή, άθρησκη, απαίσια. Μου φαινόταν βουνό η πράξη της προσαρμογής. Θεέ μου τι μαρτύριο ήταν οι σκέψεις αυτές, σκέψεις που ροκάνιζαν το μυαλό και μου μετέφεραν το νόστο για τον ήλιο που έλαμπε στο χωριό μου, στην Πύλαρό μου, για τα πέτρινα ξεροχώραφα, αυτά που η κάθε τους σπιθαμή ήταν ποτισμένη με σταγόνες παιδικού αθώου ιδρώτα, αυτές οι πέτρινες φλέβες χώματος που έσκαβα για να πέσει ο σπόρος για μια φτωχική σοδειά. Αυτά τα άγονα μέρη, αυτές οι βουνοκορφές είναι ένα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας, αυτής που με τη βία ξεριζώθηκε, απ’ τον τόπο μας, τότε που το φάσμα της ανεργίας, της φτώχειας, της πείνας, του εμφυλίου μας σκότωνε, μιας αθώας ηλικίας που χάθηκε στα γρανάζια της δουλο-μετανάστευσης, ίσως προς όφελος του τότε ελληνικού κατεστημένου.
Δεν φταίω όμως εγώ, η Νέα Υόρκη Δεν έχει ομοιογενή πληθυσμό, είναι γεμάτη από γκέτο από όλες τις φυλές του κόσμου, κάτι που σε κάνει να ψάχνεις που ανήκεις, η κουλτούρα σου, τα πιστεύω σου, ψάχνεις για κοινά σημεία σκέψης, ερευνάς τους αφομοιωθέντας συμπατριώτες σου, παρατηρείς τους οικονομικά εύρωστους, δεν συμφωνείς στα πιστεύω τους, κοιτάς τριγύρω σου η μοναξιά σε αγκαλιάζει, μένεις αιωρούμενος αντλώντας δύναμη απ’ το παρελθόν.
Τέρμα τα όνειρα, έφθασα στον προορισμό μου, εκεί που έπρεπε για το μεροκάματο.
Μια αρμαθιά κλειδιά ήταν στις τσέπες μου. 4 η ώρα πρωινή, παρκάριζα στην άκρη του δρόμου και περίμενα να έρθει από την αντίθετη πλευρά κι ένα άλλο αυτοκίνητο ενός μεξικανού λαθραίου, εργάτη του εστιατορίου. Απότομα σταματούσαν οι σκέψεις. Περίμενα και φοβόμουν τη νυχτερινή μοναξιά, σε μια γειτονιά του Νότιου Μπρονξ όπου στους δρόμους ήταν επικίνδυνη η κυκλοφορία. Δεν κυκλοφορούσε κανένας πριν φέξει, έτσι όταν έβλεπα τα φώτα του άλλου αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη πλευρά έπαιρνα θάρρος, σκεφτόμουν, 'έλα πάλι τυχερός ήμουν,' άλλη μια μέρα που φάνηκε συνεπής και ήρθε στη δουλειά του, ο μεξικανός. Πάντα είχα ένα μικρό αγκάθι αμφιβολίας αν τα φώτα του αντιθέτου ερχόμενου αυτοκινήτου δεν ήταν αυτά που περίμενα εγώ. Μαζί ανοίγαμε την πόρτα της αυλής αυτής που χρησιμοποιούσαμε για πάρκινγκ και μπαίναμε στο μαγαζί ένα εστιατόριο παλαιού τύπου σαν βαγόνι τρένου. Κλειδώναμε την πόρτα πίσω μας μέχρι να φέξη ώστε να έρθουν και οι υπόλοιποι εργάτες και παρασκευάζαμε το μενού της ημέρας, αρχίζοντας από το κολατσιό…
Κάθε μέρα που ξημέρωνε ένας καινούργιος ήλιος ανέτειλε στον ορίζοντα, αλλά ήταν ένας ήλιος της νύχτας, που για άλλη μια φορά ήταν γεμάτος ουτοπικές, ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
11 σχόλια:
Γαβριήλ,εδώ έδωσες δυό"φωτογραφίες"
Μιά με "φτωχική σοδειά πάνω στις πέτρινες φλέβες του χώματος "
Και η άλλη πάνω σε έναν καμβά με σύνεφα ονείρου,αγωνας και νοσταλγίας
Και οι δύο "φωτογραφίες" είναι γνωστές.Η διαφορά είναι ότι είναι μέσα σε κορνίζες της
δικής σου ψυχής και της δικής σου αγνότητας.
Α,ναι,είμαι ο Σπύρος Δαρσινός
Σπύρο σε παραδέχομαι, οι λέξεις σου «της δικής σου ψυχής και της δικής σου αγνότητας» τα λένε όλα όσα άλλοι θα μπορούσαν να πουν σε δυο σελίδες.
Ευχαριστώ φίλε,
Γαβριήλ
Φίλε Γαβρίλη.
Άλλη μιά ακόμη αξιόλογη ζωγραφιά όλου αυτού του πλούτου των εμειριών που κλείνεις μέσα σου. Κι΄έχεις τον δικό σου ξεχωριστό τρόπο να τις δίνεις. Δεν χρειάζεσαι φωτογραφίες. Αυτές χτίζονται μόνες τους μέσα από τις λέξεις σου. Κι΄είναι πάντοτε υπέροχες.
Νάσαι καλά
Ντένης
Συμφωνώ απόλυτα με τον Σπύρο και τον Ντένη. Η φωτογραφία δεν χρειάζεται. Οι λεξεις σου, φωτογραφίζουν την ψυχή σου. Αυθόρμητες, νοσταλγικά πονεμένες με κάποιο κρυφό παράπονο; για την κατεύθυνση της Μοίρας. Η Νέα Υόρκη, φίλε μου, είναι τραχειά στην υφή της. Είναι η Πόλη που ξεζουμίζει τον άνθρωπο, ανοικτά και με θράσος, σε σχέση με την υπόλοιπη Αμερική. Κάτι ήξερε και ο συγχωρεμένος με τα παιδικά μπλέ μάτια Σινάτρα, που τραγουδούσε " If you can make it there, you can make it everywhere..".
Το κείμενό σου,αγνό,γεμάτο συναίσθημα, δείχνει τον αγώνα μας για την επιβίωση, σώματι και ψυχή. Μου άγγιξε την ψυχή.
Μακάρι να μπορούσαν να καταλάβουν οι μη ξενητεμένοι, τι είναι να υποχρεώνεσαι να μπεις σε ένα καλούπι ζωής, που δεν είναι φτειαγμένο στα μέτρα σου.
Συνέχισε να μας πλουτίζεις, καλέ μου Γαβρίλη.
Βάνα.
Φίλε Ντέννη, ξέρω ότι μέσα στις εικόνες του Σκηνικού... Νέας Υόρκης,
πολλές φορές καθρεφτίζεται ο εαυτός σου.
Ευχαριστώ φίλε
Γαβριήλ
Αγαπητή μου Βάνα,
(να υποχρεώνεσαι να μπεις σε ένα καλούπι ζωής, που δεν είναι φτιαγμένο στα μέτρα σου.)
Με αυτά που γράφεις είναι σα να κηρύττεις το ευαγγέλιο, ένα ευαγγέλιο όμως των ξενιτεμένων.
Ευχαριστώ
Γαβριήλ
Τι άλλο να προσθέσω εγώ φίλε; Τα είπαν και πολύ καλά, οι προηγούμενοι. Απλά να πω ότι το διάβαζα κι ήταν σα να 'βλεπα μια κινηματογραφική ταινία.
Μια απορία: Ο Μεξικανός ήταν πάντα συνεπής; Δεν ξέρω... αυτοί έχουν καλές σχέσεις με τον ύπνο...
Να 'σαι καλά φίλε.
Στράτο να είσαι καλά με το χιούμορ που διαθέτεις. Εδώ κι αν γέλασα με τον Μεξικάνο και τον..ύπνο!
Καλή μέρα σε όλους σας,
Βάνα Κ.
Η αλήθεια 99% των εργατών εστιατορίων στη Νέα Υόρκη είναι μεξικανοί, βλέπεις να διαφημίζουν ελληνικές ταβέρνες ή σουβλατζίδικα όλοι οι μαγείροι οι εργάτες μεξιακανοί.
Αυτοί είναι που προσφέρουν στη σημερινή Αμερικανική κοινωνία ότι οι έλληνες μετανάστες πρόσφεραν στη δεκαετία του 1960-70
προς τιμή τους!
Γαβριήλ
Eγώ φίλε Γαβριήλ δεν έζησα στην Αμερική για να έχω τις εμπειρίες και τους δικούς σας συνειρμούς,
αλλά το κείμενό σου δίνει εξαιρετικά ρεαλιστικά κινηματογραφικά πλάνα, διανθισμένα με την ποιητικότητα της ανθρώπινης ψυχής.
Δημοσίευση σχολίου