Μια ακόμη σκονισμένη σελίδα που άκουσα τις διαμαρτυρίες της, γιατί τις εγκαταλείπω.
Όταν άρχιζε να βρέχει στα Μαρκάτα Πυλάρου, ένα ορεινό χωριό της Κεφαλονιάς, ξεχνούσε να σταματήσει, μια βροχή ψιλή, αρρωστιάρικη, μολημέρια την ονόμαζαν οι χωριανοί. Οι τοίχοι του σπιτιού χοντροί πέτρινοι παραγεμισμένοι με χαλίκι σοβατισμένοι με ασβέστη έσταζαν υγρασία, σα να κλαίγανε τη μοίρα τους.
Η μάνα του Παναγή είχε κρεμάσει στους τοίχους κουρελούδες, μα και κιλίμια από το αργαλειό της γειτόνισσας, για να απορροφούν τις σταγόνες υγρασίας που έτρεχαν σαν δάκρυα. Η γειτόνισσα, της τα είχε δωρίσει γιατί αγαπούσε το γιο της και περίμενε να γίνει καλά με την ελπίδα να παντρευτούν κρυφά, αφού η μάνα δεν την ήθελε, γιατί υποπτευόταν την αρρώστια του γιου της. Είχε ανάψει και την φουφού, ένας κουβάς με κάρβουνα
Ο Παναγής έβηχε από καιρό. Όλοι υποπτευότανε ότι θα είχε χτικιό αλλά κανένας δεν το έλεγε. Νέος ακόμα είχε γίνει ναυτικός, έμεινε στην Αμερική ένα χρονικό διάστημα και δούλευε στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν του άρεσε και γύρισε πίσω στην Ελλάδα.
Τώρα ήταν άρρωστος, είχε και δέκατα η μάνα του έτρεξε να πιάσει και να σφάξει την κότα να δώσει να πιει το ζουμί της το άρρωστο παιδί της, να δυναμώσει, να γίνει καλά. Έλα όμως που έβρεχε, μια βροχή μονότονη σιγανή, αποφασισμένη να πιάσει την κότα βγήκε στην αυλή. Παραμέρισε τα φύλλα που είχαν πέσει, έκανε στην άκρη τα χορτάρια, άπλωσε το χέρι της να την πιάσει, αυτή ήταν κρυμμένη κάτω από τη λεμονιά. Η κότα τρομαγμένη της ξέφυγε κι ανέβηκε στη λεμονιά.
«Α! που θα μου πας δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις», φώναξε κάπως θυμωμένη.
Ανέβηκε στο χαμηλό διχαλωτό κλαρί, η κότα πήδησε πιο πάνω, σήκωσε το χέρι της να την πιάσει, γλίστρησε κι έπεσε στις λάσπες. Η βροχή εξακολουθούσε, τώρα είχε δυναμώσει, μουσκεμένη όπως ήταν –σκέφτηκε- πρέπει να την πιάσω, ξανά ανέβηκε στο διχαλωτό κλαρί της λεμονιάς, πάτησε το πόδι της σ’ ένα πιο πάνω, με το ένα χέρι κρατιόταν τέντωσε το άλλο κι έπιασε την κότα απ’ το ποδάρι. Αυτή είχε κουρνιάσει σε μια στάση ώστε άφηνε τη βροχή να γλιστρά από πάνω της. Την τράβηξε προς τα κάτω, πήγε στο μαγειρείο και την έδεσε απ’ το πόδι πάνω σε μια τρίποδη πυροστιά.
Πέρασε τη μικρή αυλή, μπήκε στο σπίτι, η μικρή φουφού στη μέση του δωματίου προσπαθούσε να καταπιεί την υγρασία, αυτή που έτρεχε από τους τοίχους. Άλλαξε τα βρεμένα ρούχα της, φόρεσε κάτι πρόχειρο, ετοιμάστηκε να πάει δίπλα στο μαγειρείο να σφάξει την κότα. Ανυπομονούσε να ετοιμάσει τη ζεστή κοτόσουπα, ένα δυναμωτικό του γιου της.
Πήρε το μεγάλο μαχαίρι και ξεκίνησε για το μαγειρείο. Έλυσε το ποδάρι της κότας από την πυροστιά, την τράβηξε σε μια χωματένια γωνιά, πάτησε με το ένα πόδι της τ’ απλωμένα φτερά, με το ένα χέρι χούφτιασε το κεφάλι, με το άλλο της πέρασε το μαχαίρι απ’ το λαιμό. Το κομμένο κεφάλι, της έμεινε στο χέρι, με το άλλο κρατούσε το μαχαίρι, σάστισε κι άφησε τα πατημένα φτερά από το πόδι της. Η κότα ακέφαλη άρχισε να πετάει, να μουντζουρώνει τους τοίχους, το πρόσωπό της με ζεστό αίμα. Φοβήθηκε και βγήκε απ’ το μαγειριό, η βροχή εξακολουθούσε. Ξανά γύρισε μέσα έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά, αλλά είχε ξεχάσει τα σπίρτα στην τσέπη της και είχαν βραχεί. Πέρασε την αυλή και πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, πήρε με την τσιμπίδα ένα αναμμένο κάρβουνο το σκέπασε με την παλάμη της για να μη σβήσει, ξαναμπήκε στο μαγειρείο, έβαλε το κάρβουνο κάτω από τα ξερά φρύγανα που φύλαγε κρυμμένα κάτω απ’ τη γωνιά κι άρχισε να φυσά, από το φύσημα της ήρθε ζαλάδα, σταμάτησε και κοίταξε τη φλόγα που σαν ήλιος της αυγής ξεπηδούσε από κάτω, έβαλε κούτσουρα ν’ ανάψουν κι από πάνω την πυροστιά. Έβαλε μια εμαγιέ μπαλωμένη κατσαρόλα με νερό να βράσει για να μαδήσει την κότα. Περίμενε λιγάκι, το νερό έβρασε, βούτηξε την κότα έτσι όπως ήταν και την τράβηξε προς τα έξω. Άρχισε να μαδά, πρώτα τα μεγάλα φτερά ένα, ένα, μετά τα μικρά, τα χούφτιαζε και τα τραβούσε όλα μαζί, έπρεπε να τελειώνει. Μια μυρωδιά ωμού κρέατος της ήρθε στην μύτη, κάτι σα σάπια αυγά. Θα είναι απ’ τη βροχή σκέφθηκε. Την καθάρισε απ’ τα εντόσθια την έπλυνε και την έβαλε στην κατσαρόλα, να βράσει έστυψε κι ένα λεμόνι για να της βγάλει τη μαυράδα. Πήγε στο σπίτι με τη φουφού τα χώριζε μια μικρή αυλή, ο γιος της ξαπλωμένος στο κρεβάτι περίμενε το κοτόζουμο, το φάρμακο του δυναμώματος.
Η βροχή είχε δυναμώσει, τα κεραμίδια κουνιόταν απ’ τη δύναμη του αέρα, ακούστηκε ένα τακ, τακ, σταγόνες νερού έπεσαν στο πάτωμα. Έτρεξε έβαλε μια παλιά λεκάνη να πέφτουν μέσα οι σταλαματιές, τώρα ακουγόταν μπλουμ, μπλουμ. Βλαστήμησε για τον καιρό, μια αστραπή την τύφλωσε, η βροντή έκανε τα τζάμια να τρίζουν, τώρα οι σταλαματιές είχαν γίνει ρονιές. Έκανε το σταυρό της, πέρασε την αυλή και πήγε στο μαγειρείο, η κότα είχε βράσει. Γέμισε ένα πιάτο ζουμί και το πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, μετά θα έφερνε και την κότα. Ο γιος της χαρούμενος άρχισε να πίνει με το κουτάλι το ζουμί, περιμένοντας να καταβροχθίσει την κότα, μια πανάκεια της αρρώστιας του. Και η μάνα του τον πρόσεχε, τον καμάρωνε χωρίς ούτε να δοκιμάζει το κοτόζουμο. Ήταν για τον άρρωστο γιο της, να τον προλάβει πριν εμφανισθεί το χτικιό.
Όταν άρχιζε να βρέχει στα Μαρκάτα Πυλάρου, ένα ορεινό χωριό της Κεφαλονιάς, ξεχνούσε να σταματήσει, μια βροχή ψιλή, αρρωστιάρικη, μολημέρια την ονόμαζαν οι χωριανοί. Οι τοίχοι του σπιτιού χοντροί πέτρινοι παραγεμισμένοι με χαλίκι σοβατισμένοι με ασβέστη έσταζαν υγρασία, σα να κλαίγανε τη μοίρα τους.
Η μάνα του Παναγή είχε κρεμάσει στους τοίχους κουρελούδες, μα και κιλίμια από το αργαλειό της γειτόνισσας, για να απορροφούν τις σταγόνες υγρασίας που έτρεχαν σαν δάκρυα. Η γειτόνισσα, της τα είχε δωρίσει γιατί αγαπούσε το γιο της και περίμενε να γίνει καλά με την ελπίδα να παντρευτούν κρυφά, αφού η μάνα δεν την ήθελε, γιατί υποπτευόταν την αρρώστια του γιου της. Είχε ανάψει και την φουφού, ένας κουβάς με κάρβουνα
Ο Παναγής έβηχε από καιρό. Όλοι υποπτευότανε ότι θα είχε χτικιό αλλά κανένας δεν το έλεγε. Νέος ακόμα είχε γίνει ναυτικός, έμεινε στην Αμερική ένα χρονικό διάστημα και δούλευε στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν του άρεσε και γύρισε πίσω στην Ελλάδα.
Τώρα ήταν άρρωστος, είχε και δέκατα η μάνα του έτρεξε να πιάσει και να σφάξει την κότα να δώσει να πιει το ζουμί της το άρρωστο παιδί της, να δυναμώσει, να γίνει καλά. Έλα όμως που έβρεχε, μια βροχή μονότονη σιγανή, αποφασισμένη να πιάσει την κότα βγήκε στην αυλή. Παραμέρισε τα φύλλα που είχαν πέσει, έκανε στην άκρη τα χορτάρια, άπλωσε το χέρι της να την πιάσει, αυτή ήταν κρυμμένη κάτω από τη λεμονιά. Η κότα τρομαγμένη της ξέφυγε κι ανέβηκε στη λεμονιά.
«Α! που θα μου πας δεν πρόκειται να μου ξεφύγεις», φώναξε κάπως θυμωμένη.
Ανέβηκε στο χαμηλό διχαλωτό κλαρί, η κότα πήδησε πιο πάνω, σήκωσε το χέρι της να την πιάσει, γλίστρησε κι έπεσε στις λάσπες. Η βροχή εξακολουθούσε, τώρα είχε δυναμώσει, μουσκεμένη όπως ήταν –σκέφτηκε- πρέπει να την πιάσω, ξανά ανέβηκε στο διχαλωτό κλαρί της λεμονιάς, πάτησε το πόδι της σ’ ένα πιο πάνω, με το ένα χέρι κρατιόταν τέντωσε το άλλο κι έπιασε την κότα απ’ το ποδάρι. Αυτή είχε κουρνιάσει σε μια στάση ώστε άφηνε τη βροχή να γλιστρά από πάνω της. Την τράβηξε προς τα κάτω, πήγε στο μαγειρείο και την έδεσε απ’ το πόδι πάνω σε μια τρίποδη πυροστιά.
Πέρασε τη μικρή αυλή, μπήκε στο σπίτι, η μικρή φουφού στη μέση του δωματίου προσπαθούσε να καταπιεί την υγρασία, αυτή που έτρεχε από τους τοίχους. Άλλαξε τα βρεμένα ρούχα της, φόρεσε κάτι πρόχειρο, ετοιμάστηκε να πάει δίπλα στο μαγειρείο να σφάξει την κότα. Ανυπομονούσε να ετοιμάσει τη ζεστή κοτόσουπα, ένα δυναμωτικό του γιου της.
Πήρε το μεγάλο μαχαίρι και ξεκίνησε για το μαγειρείο. Έλυσε το ποδάρι της κότας από την πυροστιά, την τράβηξε σε μια χωματένια γωνιά, πάτησε με το ένα πόδι της τ’ απλωμένα φτερά, με το ένα χέρι χούφτιασε το κεφάλι, με το άλλο της πέρασε το μαχαίρι απ’ το λαιμό. Το κομμένο κεφάλι, της έμεινε στο χέρι, με το άλλο κρατούσε το μαχαίρι, σάστισε κι άφησε τα πατημένα φτερά από το πόδι της. Η κότα ακέφαλη άρχισε να πετάει, να μουντζουρώνει τους τοίχους, το πρόσωπό της με ζεστό αίμα. Φοβήθηκε και βγήκε απ’ το μαγειριό, η βροχή εξακολουθούσε. Ξανά γύρισε μέσα έπρεπε ν’ ανάψει φωτιά, αλλά είχε ξεχάσει τα σπίρτα στην τσέπη της και είχαν βραχεί. Πέρασε την αυλή και πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, πήρε με την τσιμπίδα ένα αναμμένο κάρβουνο το σκέπασε με την παλάμη της για να μη σβήσει, ξαναμπήκε στο μαγειρείο, έβαλε το κάρβουνο κάτω από τα ξερά φρύγανα που φύλαγε κρυμμένα κάτω απ’ τη γωνιά κι άρχισε να φυσά, από το φύσημα της ήρθε ζαλάδα, σταμάτησε και κοίταξε τη φλόγα που σαν ήλιος της αυγής ξεπηδούσε από κάτω, έβαλε κούτσουρα ν’ ανάψουν κι από πάνω την πυροστιά. Έβαλε μια εμαγιέ μπαλωμένη κατσαρόλα με νερό να βράσει για να μαδήσει την κότα. Περίμενε λιγάκι, το νερό έβρασε, βούτηξε την κότα έτσι όπως ήταν και την τράβηξε προς τα έξω. Άρχισε να μαδά, πρώτα τα μεγάλα φτερά ένα, ένα, μετά τα μικρά, τα χούφτιαζε και τα τραβούσε όλα μαζί, έπρεπε να τελειώνει. Μια μυρωδιά ωμού κρέατος της ήρθε στην μύτη, κάτι σα σάπια αυγά. Θα είναι απ’ τη βροχή σκέφθηκε. Την καθάρισε απ’ τα εντόσθια την έπλυνε και την έβαλε στην κατσαρόλα, να βράσει έστυψε κι ένα λεμόνι για να της βγάλει τη μαυράδα. Πήγε στο σπίτι με τη φουφού τα χώριζε μια μικρή αυλή, ο γιος της ξαπλωμένος στο κρεβάτι περίμενε το κοτόζουμο, το φάρμακο του δυναμώματος.
Η βροχή είχε δυναμώσει, τα κεραμίδια κουνιόταν απ’ τη δύναμη του αέρα, ακούστηκε ένα τακ, τακ, σταγόνες νερού έπεσαν στο πάτωμα. Έτρεξε έβαλε μια παλιά λεκάνη να πέφτουν μέσα οι σταλαματιές, τώρα ακουγόταν μπλουμ, μπλουμ. Βλαστήμησε για τον καιρό, μια αστραπή την τύφλωσε, η βροντή έκανε τα τζάμια να τρίζουν, τώρα οι σταλαματιές είχαν γίνει ρονιές. Έκανε το σταυρό της, πέρασε την αυλή και πήγε στο μαγειρείο, η κότα είχε βράσει. Γέμισε ένα πιάτο ζουμί και το πήγε στο δωμάτιο με τη φουφού, μετά θα έφερνε και την κότα. Ο γιος της χαρούμενος άρχισε να πίνει με το κουτάλι το ζουμί, περιμένοντας να καταβροχθίσει την κότα, μια πανάκεια της αρρώστιας του. Και η μάνα του τον πρόσεχε, τον καμάρωνε χωρίς ούτε να δοκιμάζει το κοτόζουμο. Ήταν για τον άρρωστο γιο της, να τον προλάβει πριν εμφανισθεί το χτικιό.
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Bronx - Νέα Υόρκη
6 σχόλια:
Δυνατή περιγραφή. Η πένα ζωγραφίζει τον περιβάλλοντα χώρο με επιδεξιότητα. Η κατάληξη όμως θα έπρεπε να κρύβει κάτι. Την έκπληξη ίσως. Κάτι απρόσμενο. Κάτι πιο δυνατό απ' ότι προηγήθηκε, ώστε να υπάρχει μια σχετική κορύφωση στο διήγημα;
Ναι πράγματι υπήρξε άλλη η κατάληξη, ανάμεσα έρωτα και θάνατο,
αλλά θεώρησα ως εδώ για διαφόρους λόγους, ίσως σε κάπιο επομενο.
σ' ευχαριστώ φίλε Φαίδων
Γαβριήλ
Η περιγραφή μ' εξέπληξε, το θέμα ατέλειωτο. Εύχομαι η Νέα Υόρκη να χαίρει για την παρουσία της πέννας αυτής που όχι μόνον σωστά τοποθετημένη είναι αλλά και δημιουργεί την αίσθηση μιας αστείρευτης ανθρωπιάς που πηγάζει μέσα από την εμπειρία, τη διορατικότητα, την αγάπη για τις θετικές αρετές της απλότητας.
Φίλε Ιάκωβε, ευχαριστώ για τα τόσο ενθαρρυντικά σου λόγια, από την μακρινή Αυστραλία,
Αυτές οι "...θετικές αρετές της απλότητας" όπως λες, είναι που κάνουν πιο όμορφη τη ζωή.
Γαβριήλ
Φίλε Γαβρίλη
Γιά άλλη μιά φορά ζωγραφίζει με πινελιές αδρές τις καταστάσεις των ηρώων σου.
Η αγωνία της μάνας να δώσει, πιό σωστά να προσφέρει, στον άρρωστο γιό της την ελπίδα της γιατριάς.
Ο πόθος του άρρωστου γιού να πιεί ένα πιάτο ζουμί με την ελπίδα να κρατηθεί στη ζωή.
Μά πιό πολύ το φτωχικό δώρο της γειτόνισας να προσφέρει κι΄αυτή στον άρρωστο αγαπημένο της μιά μικρή κουρελού, μιάν ελπίδα πάνω στη ζωή.
Τι πιό πολύ να γράψεις;
Η οποιαδήποτε κατάληξη βγαίνει από μόνη της.
Νάσαι καλά
Ντένης
Ντένη, συγχαρητήρια φίλε, αληθινά ένιωσες και κατάλαβες βαθιά στην ψυχή σου το σκηνικό.
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου