
Θα σε περιμένω!
Την πίστεψε, στη ζωή του ποτέ κανένας δεν του είχε πει αυτή τη λέξη.
Την πίστεψε, στη ζωή του ποτέ κανένας δεν του είχε πει αυτή τη λέξη.
Τα βαρούλκα του βαποριού δούλευαν με ένα εκκωφαντικό θόρυβο, έπρεπε η φόρτωση να τελειώσει, τα μεσάνυχτα είχαν βάλει αναχώρηση. Φόρτωναν καφέ σε τσουβάλια της ρίγας, η οχλαγωγία των εργατών, ο θόρυβος του ατμού που ξέφευγε από τα βίντσια, ο μάγειρας από την Χαλκίδα με το μουστάκι του, γλένταγε, τον κερνούσε στο σαλόνι ο πρώτος κι έφερνε μια δυο ζεϊμπέκικες στροφές.
Ο καπετάνιος κι αυτός είχε ανέβει στο φτερό της γέφυρας και παρακολουθούσε, την φιλενάδα του μια από την Χιλή, την είχε ξεπροβοδίσει, από πριν…
Ο πρώτος μηχανικός, ένας πειραιώτης κοντός το έπαιζε κάπως μάγκας φορούσε παπούτσια αργεντίνικα μυτερά με τακούνι, την δική του την είχε στείλει σπίτι της. Για εμένα μου φαινόταν παράξενο κουβαλούσε πάντα την ίδια, του έλεγα γιατί δεν αλλάζεις γυναίκα πάντα την ίδια κουβαλάς;
Μια ευχή σου δίνω να μην σου τύχει, κι εγώ μέσα στην ευτυχία της αγνωσίας μου τον νόμιζα τρελό.
Ο δεύτερος μηχανικός κατέβηκε στη μηχανή για προθέρμανση, ο ιδρώτας έτρεχε από τα πρόσωπα όλων μας, οι ναύτες περίμεναν να τελειώσουν οι εργάτες για να σενιάρουν το βαπόρι να κατεβάσουν τις μπίγες, να βάλουν σφήνες στους μουσαμάδες των αμπαριών, όλοι τρέχανε με μια βιασύνη λες δεν υπήρχε αύριο. Μόνο αυτή δεν βιαζόταν καθόταν κάτω απ την κολόνα του δρόμου και με περίμενε.
Η σκέψη ότι κάποια με περίμενε με είχε αποξενώσει από τους άλλους συναδέλφους, ίσως να μην τους ενδιάφερε ή ζήλευαν, ή με θεωρούσαν αλήτη, όλοι αυτοί έδειχναν ότι δεν τους περίμενε κανένας, του μάγειρα η γυναίκα του το είχε δηλώσει, μην γυρίσεις δεν σε θέλω, κι αυτός έβγανε τον καημό του, πίνοντας ρούμι και χορεύοντας σόλο.
Η Ελλάδα πολύ μακριά, ένα δίλλημα, μια ψυχολογική κατάσταση όπου οι αισθήσεις υπερέχουν, ένα κλείσιμο στον εαυτόν σου, μια έλξη από το άγνωστο, μια έλξη από αυτό που δεν είχες γνωρίσει, και το έκανε τόσο ελκυστικό η περιέργεια της περιπέτειας.
Πετάχτηκα έξω απ’ το βαπόρι, με περίμενε, μετά από λιγάκι ακούστηκε η βραχνή σφυρίχτρα του βαποριού ξεκαθάρισε τη βραχνάδα της πετώντας γύρω της νερωμένο ατμό, που έπεσαν σαν στάλες αφύπνισης στη γέφυρα, κοίταξα το ρολόι μου ακόμη δεν ήταν μεσάνυχτα, ξανακούστηκε η σφυρίχτρα τούτη τη φορά τρεις μακρόσυρτες βραχνές, σημείο αποχαιρετισμού άρχισα να τρέχω να προλάβω, η πρύμη είχε ανοίξει με το όπισθεν, το βαπόρι κρατιόταν με έναν κάβο από την πλώρη, ο καπετάνιος με είδε χειρονομούσε από τη γέφυρα να βιαστώ, εν τέλει μου πέταξαν μια ανεμόσκαλα κι ανέβηκα.
Μια ευχή σου δίνω να μην σου τύχει, κι εγώ μέσα στην ευτυχία της αγνωσίας μου τον νόμιζα τρελό.
Ο δεύτερος μηχανικός κατέβηκε στη μηχανή για προθέρμανση, ο ιδρώτας έτρεχε από τα πρόσωπα όλων μας, οι ναύτες περίμεναν να τελειώσουν οι εργάτες για να σενιάρουν το βαπόρι να κατεβάσουν τις μπίγες, να βάλουν σφήνες στους μουσαμάδες των αμπαριών, όλοι τρέχανε με μια βιασύνη λες δεν υπήρχε αύριο. Μόνο αυτή δεν βιαζόταν καθόταν κάτω απ την κολόνα του δρόμου και με περίμενε.
Η σκέψη ότι κάποια με περίμενε με είχε αποξενώσει από τους άλλους συναδέλφους, ίσως να μην τους ενδιάφερε ή ζήλευαν, ή με θεωρούσαν αλήτη, όλοι αυτοί έδειχναν ότι δεν τους περίμενε κανένας, του μάγειρα η γυναίκα του το είχε δηλώσει, μην γυρίσεις δεν σε θέλω, κι αυτός έβγανε τον καημό του, πίνοντας ρούμι και χορεύοντας σόλο.
Η Ελλάδα πολύ μακριά, ένα δίλλημα, μια ψυχολογική κατάσταση όπου οι αισθήσεις υπερέχουν, ένα κλείσιμο στον εαυτόν σου, μια έλξη από το άγνωστο, μια έλξη από αυτό που δεν είχες γνωρίσει, και το έκανε τόσο ελκυστικό η περιέργεια της περιπέτειας.
Πετάχτηκα έξω απ’ το βαπόρι, με περίμενε, μετά από λιγάκι ακούστηκε η βραχνή σφυρίχτρα του βαποριού ξεκαθάρισε τη βραχνάδα της πετώντας γύρω της νερωμένο ατμό, που έπεσαν σαν στάλες αφύπνισης στη γέφυρα, κοίταξα το ρολόι μου ακόμη δεν ήταν μεσάνυχτα, ξανακούστηκε η σφυρίχτρα τούτη τη φορά τρεις μακρόσυρτες βραχνές, σημείο αποχαιρετισμού άρχισα να τρέχω να προλάβω, η πρύμη είχε ανοίξει με το όπισθεν, το βαπόρι κρατιόταν με έναν κάβο από την πλώρη, ο καπετάνιος με είδε χειρονομούσε από τη γέφυρα να βιαστώ, εν τέλει μου πέταξαν μια ανεμόσκαλα κι ανέβηκα.
Ο καπετάνιος με κατάλαβε, καλό παιδί από την Θεσσαλονίκη, το όνομά του Αλέκος, το επώνυμο τελείωνε σε ίδης, όταν ερχόταν η δικιά του μέσα χόρευαν στο σαλόνι Τουίστ… κι εγώ τους σέρβιρα καφέ, ποτό κι ότι άλλο έλεγε η ψυχή τους…
Κι αυτή επέμενε να με περιμένει κάτω απ' την κολόνα του φωτός, μαζί προσευχόμαστε να βρέξει ώστε να σταματήσει η φόρτωση, τούτη τη φορά δεν ακούστηκαν οι προσευχές μας, δεν έβρεξε.
Κι αυτή επέμενε να με περιμένει κάτω απ' την κολόνα του φωτός, μαζί προσευχόμαστε να βρέξει ώστε να σταματήσει η φόρτωση, τούτη τη φορά δεν ακούστηκαν οι προσευχές μας, δεν έβρεξε.
Όχι δεν με περιμένει πλέον.
Σε ένα θαλασσινό δυστύχημα πνίγηκε… και ήταν τόσο νέα!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
Σε ένα θαλασσινό δυστύχημα πνίγηκε… και ήταν τόσο νέα!
Γαβριήλ Παναγιωσούλης