Ταβέρνα ο Τσάπαλος, είχε το γραμμόφωνο διαπασών με το άσμα: (Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδιά μου…) τα μεσημέρια που σταματούσε το εργοστάσιο, ώρα φαγητού- περνούσα απ’ έξω η μυρωδιά των φαγητών μου έφερνε ζάλη, κοίταζα μέσα στα ταψιά φιγουράριζαν πατάτες του φούρνου και φασόλια γίγαντες, 2.000 δρχ. η μερίδα, χωρίς ψωμί.
Δίπλα σε κάποια απόσταση, περνούσαν οι σιδηροδρομικές γραμμές των ΣΕΚΣτην κατηφόρα μετά από τις γραμμές νεοσύλεκτοι φαντάροι έκαναν γυμνάσια, με το όπλο στα σκέλια άφηναν τον εαυτόν τους να ρολάρει στο χέρσο αυτό κομμάτι γης. Καθόμουν και τους έβλεπα όσο το επέτρεπε η ώρα. Λίγο πιο κάτω ήταν ο στρατώνας του Ρουφ. Στην Αρχή τον στρατώνα αυτόν τον είχαν οι Άγγλοι NAAFI, είχα κάποιον γνωστό που δούλευε στην αγγλική βάση, επισκεπτόμενος τη βάση μου βρήκαν και τη δουλειά στο Ρουφ, μετά που έφυγαν οι Άγγλοι τον παρέδωσαν στον Ελληνικό στρατό. Απέναντι από την ταβέρνα ένα μικρό οίκημα φαινόταν ερειπωμένο, το μισό ήταν εργοστάσιο παραγωγής λαμπτήρων για φακούς και ποδήλατα. Το άλλο μισό άδειο. Εκεί εργαζόμουν για περίπου ένα χρόνο, 15 χρονών παιδί με κοντά παντελονάκια εργάτες 6 κορίτσια και δυο αγόρια. Ημερομίσθιο 11.000 δρχ. ημερησίως.
Η τιμή του δολαρίου στην αρχή ήταν 12.000, μετά ανέβηκε και σταμάτησε 15.000 δρχ. Όχι δεν υπήρχε τηλέφωνο, όμως είχαν ανοίξει στον πέτρινο τοίχο μια τρύπα σε ύψος τραπεζιού, στο διπλανό άδειο κτίριο του ιδίου γκρινιάρη παράξενου ιδιοκτήτη. Έτσι όταν χτύπαγε το τηλέφωνο σαν πιο μικρός ανέβαινα στο τραπέζι επάνω πέρναγα το κεφάλι μου από την τρύπα κι απαντούσα, περιττό να πω το πανδαιμόνιο που γινόταν κορίτσια-γυναίκες τραγουδούσαν της εποχής (Το φανταράκι απόψε πάει, έχει μεράκια και τάχει πιει…) μα και το (Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ακουμπισμένος σ’ ένα δεντρί, ο τραυματίας αναστενάζει…) μια παρέα από 4 κορίτσια ήταν από την Κερατέα μιλούσαν Αρβανίτικα μεταξύ τους, μου φαινόταν τόσο παράξενο. Σαν σχόλαγα 5 το απόγευμα περπατούσα μέχρι την Πειραιώς στην στάση Καμπά, εκεί έπαιρνα το πράσινο τραμ για την ομόνοια, εισιτήριο 500 δρχ. Περνούσαμε από τη λαχαναγορά, από το γκάζι, φθάνοντας στην ομόνοια περπατούσα για ακαδημίας οδός Σινά έπαιρνα το λεωφορείο της ΕΔΕΜ πάλι 500 δρχ. κατέβαινα στην λεωφόρο Συγγρού στάση Χρυσάκη, περπατούσα στην οδό Μεγίστης μέχρι την Ηρακλέους Καλλιθέα. 7 η ώρα έπρεπε να ήμουν παρών στο νυχτερινό γυμνάσιο Καλλιθέας. Η θεια μου κι εγώ είχαμε νοικιάσει ένα υπόγειο 2 δωμάτια, μια γκαζιέρα πετρελαίου, που όταν άνοιγες τις σταγόνες για να δυναμώσει έπιανε φωτιά. Πέρασα από εκεί πριν μερικά χρόνια το υπόγειο ακόμα υπάρχει κλειστό, όπως και η διώροφη οικία. Χειμώνας πήγαμε με έναν γνωστό οδηγό λεωφορείου στην οδό Αθηνάς στα παλιατζίδικα, νομίζω κάπου λεγόταν αμερικανική αγορά, αγόρασα ένα μεταχειρισμένο πανωφόρι 70.000 δρχ. Μετά το μαρτύριο του φαγητού δεν βγαίναμε, θυμάμαι πήγαινα στην Λαική Καλλιθέας περνούσα από την οδό Φιλάρετου έπαιρνα ότι έβρισκα, για κρέας κονσέρβα κόρνεδ μπιφ Αργεντινής το τηγανίζαμε.
Ε! Τι άλλο να πω όταν έγινα 16+ ξεκίνησα για κατάκτηση της ζωής, έφυγα για τους Ωκεανούς, και για να το κατορθώσω βρήκα δανεικά 20 λίρες χάρτινες Αγγλίας, έτσι ήθελαν αυτοί, δραχμές δεν ήθελε κανένας, πίσω μου έσερνα την ελπίδα αυτών που απόμειναν, με τα χρόνια κατάλαβα ότι ποτέ μου δεν είχα μια φυσική παιδική ζωή, αλλά όταν το κατάλαβα ήταν αργά, ίσως στην επόμενη ζωή, στην παρούσα μόλις άρχιζε κάτι, πριν το νιώσω τελείωνε…
Γαβριήλ Παναγιωσούλης
3 σχόλια:
Η αισθαντική μουσική, μαζί με την καταγραφή των αναμνήσεων με ταξίδεψε σε μέρη άγνωστα και μακρυνά!
Καλό βράδυ & καλή εβδομάδα
Χαρά
Αγαπητή μου Χαρά,
Ευχαριστώ πολύ για τα τα καλά σου λόγια.
Οι αναμνήσεις μου με ταξιδεύουν σε μέρη που κάποτε νόμιζα ότι μόνο εγώ τα γνώριζα,
Τι πλάνη...
Ευχαριστώ πολύ, καλή σου εβδομάδα
χαιρετώ
Γαβριήλ
Δημοσίευση σχολίου